Στις 5.15 τα
ξημερώματα της Δευτέρας 28 Ιανουαρίου 2008 ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος άφηνε
την τελευταία του πνοή, στην κατοικία του στην Φιλοθέη, ύστερα από άνιση μάχη
με τον καρκίνο. Ακριβώς εννέα χρόνια και εννέα μήνες από την εκλογή του στον
Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών γράφτηκε με δραματικό τρόπο ο επίλογος μιας
πορείας άκρως ενδιαφέρουσας.
«Θέλω να φύγω, δεν
αντέχω άλλο»
Τα τελευταία λόγια
και οι τελευταίες, ιδιαίτερα συγκινητικές, στιγμές του μακαριστού Αρχιεπισκόπου
Χριστοδούλου στην κατοικία του
Του Νικου Παπαχρηστου
«Θέλω να φύγω, δεν
αντέχω άλλο». Με τα λόγια αυτά απευθύνθηκε στους στενούς συνεργάτες του ο
αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος το απόγευμα της Κυριακής. Εξαντλημένος από την
ασθένεια που αντιμετώπιζε τους τελευταίους επτά μήνες ο μακαριστός
Αρχιεπίσκοπος έδειξε στους δικούς του ανθρώπους πως δεν είχε άλλες αντοχές.
Στις 5.15 χθες τα ξημερώματα άφησε την τελευταία του πνοή στην κατοικία του,
όπως άλλωστε επιθυμούσε. Νωρίτερα, λίγο μετά τις 2, είχαν παρουσιαστεί τα
σημάδια που μαρτυρούσαν επιδείνωση της υγείας του. Αμέσως στην αρχιεπισκοπική
κατοικία έσπευσαν οι θεράποντες ιατροί του καθ. Διονύσιος Βώρος και Σεραφείμ
Νανάς και ο πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής π. Θωμάς Συνοδινός, ενώ στο πλευρό
του βρίσκονταν οι οικείοι και τα πνευματικά παιδιά του.
Οι θεράποντες ιατροί
μίλησαν με τον Αρχιεπίσκοπο και μάλιστα τον ενημέρωσαν για την φαρμακευτική
αγωγή που θα του χορηγούσαν προκειμένου να τον ανακουφίσουν. Αυτό που τους
ανησυχούσε ιδιαίτερα ήταν η εξάντληση του οργανισμού του από την ασιτία των
προηγούμενων ημερών. Πράγματι, λίγη ώρα αργότερα, ο καταπονημένος Αρχιεπίσκοπος
φάνηκε να ηρεμεί και να βυθίζεται σε ύπνο κατά τη διάρκεια του οποίου έφυγε από
τη ζωή.
«Ηταν ένας ήσυχος
θάνατος. Δεν υπέφερε στο τέλος. Προσευχόμασταν διαρκώς γι' αυτόν, ενώ την
Κυριακή το απόγευμα τελέσαμε το μεγάλο ευχέλαιο και του διαβάσαμε την
συγχωρητική ευχή. Εφυγε έτοιμος, έχοντας εξομολογηθεί και προετοιμασθεί
πνευματικά», δήλωσε δακρυσμένος στην «Κ» ο μητροπολίτης Βρεσθένης κ. Θεόκλητος,
πνευματικό τέκνο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου. «Εχασα τον πατέρα μου»,
πρόσθεσε. Τα μάτια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου έκλεισε, σύμφωνα με την
παράδοση και την τάξη της Εκκλησίας, ο αρχιδιάκονος του π. Ανθιμος.
Ο μακαριστός
Χριστόδουλος έσβησε ακριβώς 9 χρόνια και 9 μήνες μετά την πανηγυρική εκλογή του
το 1998 στο Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών. «Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μετά
επτάμηνη νόσηση απεβίωσε σήμερα 28.01.2008 στις 5.15 πρωινή στην οικία του.
Επασχε από χειρουργηθέντα καρκίνο παχέος εντέρου και κίρρωση του ήπατος σε
έδαφος ηπατίτιδας Β που εξελίχθηκε σε καρκίνωμα», σημειώνεται στο λιτό ιατρικό
ανακοινωθέν που εκδόθηκε λίγες ώρες μετά τον θάνατό του.
Τοποτηρητής του
Αρχιεπισκοπικού Θρόνου ανέλαβε ο μητροπολίτης Καρυστίας κ. Σεραφείμ ο οποίος,
χθες το μεσημέρι, προήδρευσε στην έκτακτη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς
Συνόδου. Η εξόδιος ακολουθία θα ψαλεί στον Καθεδρικό Ναό της Αθήνας, την Πέμπτη
στις 10 π.μ., και θα αποδοθούν τιμές αρχηγού κράτους. Της τελετής θα προεξάρχει
ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συμπαραστατούμενος από την Ιεραρχία της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος της Συνόδου
μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ανθιμος, «εφόσον έλθει ο Οικουμενικός Πατριάρχης
είναι αυτονόητο ότι θα προεξάρχει της εξοδίου ακολουθίας». Θεωρείται βέβαιο ότι
ο κ. Βαρθολομαίος θα έρθει στην Αθήνα και θα συνοδεύεται από τον μητροπολίτη
Περγάμου κ. Ιωάννη και τους Αρχιεπισκόπους Αμερικής κ. Δημήτριο και Κρήτης κ.
Ειρηναίο. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά μία πληροφορία τον περασμένο Οκτώβριο ο
μακαριστός Χριστόδουλος είχε ζητήσει από τον Κρήτης κ. Ειρηναίο να διαβιβάσει
στον Πατριάρχη πως επιθυμία του ήταν να παραστεί ο κ. Βαρθολομαίος στην εξόδιο
ακολουθία στην περίπτωση που δεν απέδιδε η θεραπευτική αγωγή και τελικώς
κατέληγε. Στην κηδεία αναμένεται να παραστούν και οι πατριάρχες Αλεξανδρείας
και Ιεροσολύμων, οι αρχιεπίσκοποι Κύπρου και Αλβανίας, καθώς επίσης και
εκπρόσωποι των υπόλοιπων ορθοδόξων Εκκλησιών, άλλων δογμάτων και θρησκειών.
Η μεγάλη αγάπη του
μικρού Χρήστου
Ο Αρχιεπίσκοπος
Χριστόδουλος (κατά κόσμον Χρήστος Παρασκευαΐδης) γεννήθηκε στο μαιευτήριο
Eλενα, στην Αθήνα το 1939. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος ήταν έμπορος και η μητέρα
του Βασιλική, όπως ο ίδιος την περιέγραφε, ήταν «μια απλή και χαριτωμένη
γυναίκα, που κουβαλούσε στην πλάτη της τα τραγικά βιώματα του ξεριζωμού». Και
οι δύο γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Αδριανούπολη. Τα πρώτα δύο χρόνια της
ζωής του τα πέρασε στην Ξάνθη, όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του. Η
γερμανική εισβολή στη βόρεια Ελλάδα το 1941 ξεριζώνει για δεύτερη φορά την
οικογένεια Παρασκευαΐδη. Νέος τόπος εγκατάστασής της η περιοχή της Κυψέλης στην
Αθήνα.
Ο πόλεμος τελειώνει.
Ο Κωνσταντίνος επιστρέφει στην Ξάνθη, όπου την περίοδο του εμφυλίου διορίζεται
δήμαρχος. Στην Αθήνα παραμένει η Βασιλική με τα δύο τους παιδιά, τον σχεδόν
20χρονο Γιάννη και τον μικρό Χρηστάκη. Ποδήλατο, κρυφτό και μπάλα με τα άλλα
παιδιά στις αλάνες της Κυψέλης ήταν μέρος της καθημερινότητας του βενιαμίν της
οικογένειας. Παράλληλα όμως αφιέρωνε σημαντικό χρόνο στο διάβασμα των
αγαπημένων του «Κλασικών εικονογραφημένων» και κυρίως στην ενορία του, την Αγία
Ζώνη Κυψέλης. Αγαπούσε την Εκκλησία, ενώ στο σπίτι του συνήθιζε να μιμείται
τους ιερείς, πραγματοποιώντας τη δική του «θεία λειτουργία».
Μεγαλώνοντας, η κλίση
του προς την ιεροσύνη άρχισε να γίνεται πιο σαφής, περισσότερο έντονη. Την
πορεία αυτή ενθάρρυνε και η βαθύτατα θρησκευόμενη μητέρα του. Αρχισε να
μαθαίνει την ψαλτική. Η βυζαντινή μουσική τον ενθουσίαζε. Ηταν καλλίφωνος και
σύντομα η ενορία του τον προσέλαβε, προσφέροντάς του ένα μικρό χαρτζιλίκι. Με
αυτά τα λιγοστά χρήματα, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί πολλές φορές, πλήρωνε
τα δίδακτρά του για τα μαθήματα αγγλικών, γαλλικών αλλά και το ωδείο.
Ο πατέρας του όμως
ήθελε το καλύτερο για τον μικρότερο γιο του. Να σπουδάσει για να γίνει
δικηγόρος, δικαστής ή πανεπιστημιακός καθηγητής. Τον ενέγραψε στη Λεόντειο
Σχολή. Τα δίδακτρα υψηλά, τα οικονομικά της οικογένειας περιορισμένα. Για την
κάλυψη των εξόδων φοίτησής του, συνέδραμαν τόσο ο πατέρας του όσο και ο αδελφός
του Γιάννης, που στο μεταξύ είχε προσληφθεί στο υπουργείο Παιδείας. Ο Χρήστος
ήταν πολύ καλός και αγαπητός μαθητής. Κοινωνικός και με χιούμορ έκανε φιλίες
χωρίς, ωστόσο, ποτέ να απομακρύνεται από την ενορία του.
Ο ρόλος-κλειδί του
Καλλίνικου
Στα τέλη της
δεκαετίας του ’50 γνωρίζει ένα πρόσωπο που θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στη
μετέπειτα πορεία του. Είναι ο τότε διάκονος Καλλίνικος Καρούσος, μετέπειτα
Μητροπολίτης Πειραιώς, ο οποίος ανέλαβε κατηχητής στην ενορία της Αγίας Ζώνης.
Ενας φλογερός κήρυκας που αναζωπύρωσε στην καρδιά του σχεδόν 18χρονου Χρήστου
τον πόθο της Ιεροσύνης. Γρήγορα οικοδομήθηκε μια στενή πνευματική και
ειλικρινής σχέση μεταξύ των δύο ανδρών, η οποία -αν και όχι πάντοτε ανέφελη-
παρέμεινε ισχυρή μέχρι το τέλος. Ο Καλλίνικος διέκρινε από την πρώτη στιγμή την
πνευματική δίψα, τη φιλομάθεια και την αγάπη για την Εκκλησία του Χρηστάκη,
όπως τον φώναζαν όλοι στην ενορία.
Λίγους μήνες μετά, ο
Χρήστος δίνει εξετάσεις στη Νομική Σχολή, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα
του, Κωνσταντίνου. Αμφιταλαντευόμενος για το αν τελικά θα γίνει κληρικός ή όχι,
δίνει εξετάσεις και στη Θεολογική. Πετυχαίνει και στις δύο, αλλά θυσιάζει τη
Θεολογία, ακολουθώντας τις πατρικές συμβουλές. Το 1959 ακολουθεί τον
αρχιμανδρίτη, πλέον, Καλλίνικο και τον Αμβρόσιο Λενή, σημερινό Μητροπολίτη
Καλαβρύτων. Ο Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης αντιδρά. Είχε άλλα όνειρα για τον γιο
του. Η σύζυγός του, ωστόσο, αναλαμβάνει να του αλλάξει γνώμη. Αλλωστε, ο Χρήστος
όταν έπαιρνε μια απόφαση δεν έκανε πίσω. Ο πατέρας του τελικά «υποκύπτει» και
δίνει την ευχή του.
Οι τρεις άνδρες
εγκαταβιώνουν σε ένα διαμέρισμα της οδού Στέντορος στο Παγκράτι και ιδρύουν τη
μοναστική αδελφότητα της Χρυσοπηγής. Προηγουμένως -σύμφωνα και με πληροφορίες
της εποχής- δεσμεύτηκαν ενώπιον της ιερής εικόνας της Παναγίας της Χρυσοπηγής
στην ομώνυμη Μονή που βρίσκεται στην Ανω Δίβρη να είναι πάντοτε ενωμένοι. Το
1961 αναχωρούν για τα Μετέωρα και εγκαθίστανται στη Μονή Βαρλαάμ. Εκεί, ο
Χρήστος γίνεται Χριστόδουλος. Χειροτονείται σε διάκονο από τον τότε Μητροπολίτη
Τρίκκης Διονύσιο και λαμβάνει το όνομα που επέλεξε γι’ αυτόν ο πνευματικός του
πατέρας, κ. Καλλίνικος. Στόχος της ομάδας είναι να προωθήσει τον «κοινωνικό
μοναχισμό». Αρχίζει να οικοδομεί σχέσεις με τη νεολαία των κοντινών χωριών. Η
δράση τους στα Μετέωρα, ωστόσο, θα διακοπεί ξαφνικά εξαιτίας «προβλημάτων»,
όπως θα υποστηρίξουν αργότερα, με τον τοπικό μητροπολίτη.
Δράση και άνοδος με
τη Χρυσοπηγή
Το 1962 ο
Χριστόδουλος ολοκληρώνει επιτυχώς τις σπουδές του στη Νομική και εγγράφεται στη
Θεολογική Σχολή απ’ όπου θα αποφοιτήσει το 1967. Στο μεταξύ, μαζί με τους
συνιδρυτές της Χρυσοπηγής αναπτύσσουν πλούσια δράση, διοργανώνοντας κατηχητικά
και προσελκύοντας δεκάδες νέα παιδιά.
Το 1965 χειροτονείται
πρεσβύτερος και τοποθετείται εφημέριος στο Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο
Παλαιό Φάληρο. Λίγο μετά την «πραξικοπηματική» εκλογή Ιερωνύμου στον
Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, διορίζεται, κατόπιν εξετάσεων, γραμματεύς στην Ιερά
Σύνοδο. Είναι η μεγάλη ευκαιρία του Χριστόδουλου να οικοδομήσει νέες σχέσεις,
να γνωρίσει και να γνωριστεί στο διοικητικό μηχανισμό της Εκκλησίας. Ο
Χριστόδουλος κερδίζει την εμπιστοσύνη πολλών μητροπολιτών, ενώ σταδιακά
ισχυροποιεί την προσωπική του σχέση με τον Ιερώνυμο.
Πολλοί είναι οι
εκκλησιαστικοί παρατηρητές που θα μιλήσουν για στενούς δεσμούς της Χρυσοπηγής
με τον Αρχιεπίσκοπο της χούντας. Για τα μέλη της μοναστικής αδελφότητας, ο
Ιερώνυμος ήταν ένας οραματιστής, ακέραιος και σπάνιος ιεράρχης. Αποψη που δεν
έκρυψε ποτέ ο Χριστόδουλος, έστω και αν αργότερα, ως Αρχιεπίσκοπος, δήλωνε ότι
δεν ανήκε ποτέ στο στενό περιβάλλον του Κοτσώνη. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί
πως το 1973 η Αδελφότητα έλαβε ένα μεγάλο «δώρο». Με τη σύμφωνη γνώμη του
Ιερωνύμου ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα η Ιερά Μονή της «Παναγίας της
Χρυσοπηγής» στο Καπανδρίτι. Το καθεστώς της είναι ιδιαίτερο, αφού είναι το
πρώτο συνοδικό μοναστήρι στην Ελλαδική Εκκλησία. Την ίδια περίοδο, οι λαϊκές
αντιδράσεις κατά της δικτατορίας διογκώνονται. Οι φοιτητές ξεσηκώνονται.
Το Πολυτεχνείο
γίνεται το σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Η χούντα συλλαμβάνει και
βασανίζει εκατοντάδες πολίτες. Η διοίκηση της Εκκλησίας σιωπά ηχηρά.
Η άνοδος του Σεραφείμ
στον θρόνο των Αθηνών, με τις «ευλογίες» του νέου ισχυρού ανδρός Δημήτρη Ιωαννίδη,
βρίσκει τον Χριστόδουλο να υπηρετεί ως αρχιγραμματέας, μία από τις ισχυρότερες
θέσεις της Συνόδου. Ο Σεραφείμ τον διατηρεί στη θέση του και τον στηρίζει να
εκλεγεί μητροπολίτης.
Στις 14 Ιουλίου 1974,
λίγες ημέρες πριν από τη μεταπολίτευση, η Ιεραρχία τον αναδεικνύει Μητροπολίτη
Δημητριάδος και Αλμυρού. Πολλοί είναι αυτοί που θα μιλήσουν και πάλι για τον
παρασκηνιακό ρόλο της Χρυσοπηγής και θα επικρίνουν την «τρόικα».
Πληθωρικός
μητροπολίτης στον Βόλο
Στον Βόλο, ο 35χρονος
Ιεράρχης εγκαινιάζει μια νέα σχέση με το ποίμνιο της τοπικής Εκκλησίας.
Πληθωρικός, δυναμικός και με απόψεις για όλα τα θέματα, επικεντρώνει το
ενδιαφέρον του στη νέα γενιά. Επισκέπτεται σχολεία, διοργανώνει κατηχητικά,
αναδιαρθρώνει τις υπηρεσίες της Μητρόπολης, ενισχύει το φιλανθρωπικό έργο. Για
τα επόμενα 24 χρόνια θα αποτελεί έναν από τους πρωταγωνιστές της ζωής της
Μαγνησίας. Οι απόψεις του πολλές φορές θα προκαλέσουν συζητήσεις. Οι ενέργειές
του άλλοτε χαρακτηρίζονται πρωτοποριακές και άλλοτε ακραία συντηρητικές. Το
σίγουρο είναι ότι δεν περνάει απαρατήρητος.
Στο μεταξύ, τόσο ο
πνευματικός πατέρας του, Καλλίνικος, όσο και ο πνευματικός αδελφός του,
Αμβρόσιος, έχουν καταλάβει σημαντικές μητροπολιτικές έδρες. Η ρητορική του
δεινότητα θα φανεί χρήσιμη και στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ο οποίος θα τον
αξιοποιήσει σε πολλές περιπτώσεις, όπως στη μάχη του 1988 για την εκκλησιαστική
περιουσία. Παράλληλα, ο Χριστόδουλος θα ενδυναμώσει τις διεκκλησιαστικές
σχέσεις του, δίνοντας προτεραιότητα στην οικοδόμηση στενών δεσμών με ιεράρχες του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επισκέπτεται τακτικά το Φανάρι και εκφράζει τη
στήριξη και την αγάπη του στη Μητέρα Εκκλησία. Δεν παραλείπει μάλιστα να
επισημαίνει την ανάγκη στενότερης συνεργασίας μεταξύ Κωνσταντινούπολης και
Αθήνας, καλλιεργώντας υψηλές προσδοκίες στις ακτές του Κερατίου Κόλπου.
Στις αρχές της
δεκαετίας του ’90 στρέφει το ενδιαφέρον του στο εσωτερικό της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος και κερδίζει τη φιλία και την εμπιστοσύνη πολλών και
ισχυρών αδελφών του μητροπολιτών. Εξωστρεφής και επικοινωνιακός, πετυχαίνει το
όνομά του να ξεπερνάει τα όρια όχι μόνο της επαρχίας του αλλά και της
εκκλησιαστικής διοίκησης. Αναπτύσσει σχέσεις με πολιτικούς όπως ο Κων.
Μητσοτάκης, αλλά και δικαστικούς, πανεπιστημιακούς, εκδότες, δημοσιογράφους και
επιχειρηματίες. Αρθρογραφεί, δίνει συνεντεύξεις, κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές,
συμμετέχει σε κάθε είδους εκδηλώσεις.
Οι κινήσεις
Ο Μητροπολίτης Βόλου
αρχίζει και γίνεται ευρύτερα γνωστός. Μετά το 1996, το πρόβλημα της υγείας του
Σεραφείμ είναι πλέον εμφανές. Στην Ιεραρχία ξεκινούν οι συζητήσεις για την
επόμενη ημέρα. Ο Χριστόδουλος κινείται διακριτικά μέσω των στενών συνεργατών του,
που τον πλαισιώνουν στον Βόλο - μια ομάδα, κατά κύριο λόγο κληρικών, που
βρίσκεται κοντά του από τα πρώτα χρόνια της ποιμαντορίας του στη Μαγνησία.
Ταυτόχρονα, στην
Αθήνα αρχίζουν να δραστηριοποιούνται περισσότερο έντονα όσοι έβλεπαν στο
πρόσωπό του εκείνον που θα αναμόρφωνε τον απηρχαιωμένο θεσμό της Εκκλησίας.
Στις αρχές του ’98, ο ασθενής Σεραφείμ στέλνει σαφές μήνυμα σε εκείνους που
εποφθαλμιούν τον θρόνο του, μιλώντας για «κοράκια που κράζουν, περιμένοντας τα
πρόβατα να ψοφήσουν».
Στις 10 Απριλίου, αφήνει
την τελευταία του πνοή μετά 45ήμερη νοσηλεία στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Η αυλαία της
διαδοχής ανοίγει πλέον και επίσημα. Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα ζούσε στον ρυθμό
του «εκσυγχρονισμού» που προωθούσε η κυβέρνηση Σημίτη. Ο Χριστόδουλος
προβάλλεται ως ο αντίστοιχος εκσυγχρονιστής στον χώρο της Εκκλησίας.
Συνεργάτες του τότε
πρωθυπουργού εκτιμούν την προσωπικότητα, τον δυναμισμό και το εκσυγχρονιστικό
πνεύμα του μητροπολίτη. Πολιτικοί σχεδόν από όλους τους χώρους βλέπουν θετικά
την προοπτική εκλογής Χριστόδουλου - το ίδιο και ένα σημαντικό κομμάτι της
Ιεραρχίας. Στις 28 Απριλίου του 1998, ο Δημητριάδος έγινε ο Αθηνών
Χριστόδουλος. Ενα ακόμα όνειρο του Χρηστάκη από την Αγία Ζώνη Κυψέλης έγινε
πραγματικότητα…
Προκαθήμενος της
Ελλαδικής Εκκλησίας
Η εκλογή στον
αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998
Το πρωινό της 28ης
Απριλίου 1998, οι καμπάνες του καθεδρικού Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου
στην Αθήνα ηχούσαν χαρμόσυνα. Σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατο του
Σεραφείμ, η Ελλαδική Εκκλησία αποκτούσε νέο προκαθήμενο. Τα φώτα του Ναού
άναψαν, αναγγέλλοντας ότι το Σώμα της Ιεραρχίας είχε αποφασίσει. Χιλιάδες
πιστών περίμεναν με αγωνία την ανακοίνωση του ονόματος του νέου, 19ου κατά
σειρά, ποιμενάρχη της Αθήνας. Και το όνομα αυτού: Ο Δημητριάδος Χριστόδουλος.
«Αποδέχομαι την υψηλήν ταύτην διακονίαν…» ακούστηκε από τα μεγάφωνα η φωνή του
νέου Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, κάνοντας το συγκεντρωμένο πλήθος να φωνάζει
«Αξιος, Αξιος». Οι κάμερες των τηλεοπτικών σταθμών και δεκάδες φωτογράφοι
«αναζητούσαν» το νέο πρόσωπο της Εκκλησίας.
«Η σημερινή ημέρα
είναι ιστορική για την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και για την αυτοκέφαλη Εκκλησία της
Ελλάδος», ήταν τα πρώτα του λόγια προς τους εκπροσώπους των Μέσων Ενημέρωσης.
«Ευχαριστώ τους σεβασμιώτατους μητροπολίτες που μου εμπιστεύθηκαν την πρώτη
θέση σε αυτό το πλοίο της Εκκλησίας. Φέρνουμε την ανανέωση, την αξιοκρατία και
τον εκσυγχρονισμό στην Εκκλησία. Θέλω να πιστεύω και οραματίζομαι μια Εκκλησία
ζωντανή και δυναμική που να βρίσκεται μέσα στον λαό μας με ανοιχτά τα φυλλοκάρδια
της. Οχι μόνο για να ακούει τους στεναγμούς του λαού μας αλλά και για να
συντονίζεται στους παλμούς της καρδιάς του», κατέληξε, δίνοντας το στίγμα της
πορείας που θα ακολουθούσε. Η Εκκλησία θα είχε λόγο για όλα. Τα εθνικά,
πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα θα αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των
αρχιεπισκοπικών παρεμβάσεων.
Δημοσίευση σχολίου
Click to see the code!
To insert emoticon you must added at least one space before the code.