http://www.dogma.gr/
Η δημιουργία Θρησκευτικής Υπηρεσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις του νέου Ελληνικού κράτους και η κατοχύρωση της παρουσίας ιερέων στο Στρατό, οφείλονται στις ενέργειες του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια (1776 – 1831), οι οποίες απέρρεαν από τη βαθειά ευσέβειά του[1].Η παρουσία ιερέων είχε σκοπό να εμπνεύσει στο στράτευμα την Ορθόδοξη Πίστη. Ο Καποδίστριας σεβόταν την Παράδοση της Εκκλησίας, τους Ιερούς Κανόνες[2] και είχε πρόθεση να οργανώσει μια Θρησκευτική Υπηρεσία σε αμιγώς εκκλησιαστικές βάσεις.
Ένα τέτοιο έργο προερχόταν από «τήν προσήλωσή του στήν ἀξία τῆς συνεποῦς λατρευτικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς»[3].
Ο σεβασμός του κυβερνήτη προς την ιερωσύνη διακρίνεται από επιστολή του, στην οποία γίνεται αναφορά για την εκπλήρωση των «χρεών» της ιεράς ημών Πίστεως[4] και επισημαίνει στους Ευέλπιδες την πιστή τήρηση των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας[5].
Παρόλο που η Θρησκευτική Υπηρεσία δημιουργήθηκε από τον Καποδίστρια, τελικώς οργανώθηκε από το ρωμαιοκαθολικό βασιλέα Όθωνα[6] (1833 – 1862) και τον βαυαρό αντιβασιλέα, τον προτεστάντη και γιό πάστορα[7] Μάουερ και συμπίπτει χρονικά με την αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδος την οποία επέβαλαν οι Βαυαροί αντιβασιλείς.
Έως την εποχή εκείνη, οι εκκλησιαστικές επαρχίες του νέου ελληνικού κράτους υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο[8]. Το 1833 ο Μάουερ μαζί με τον κληρικό Θεόκλητο Φαρμακίδη[9], εξέδωσαν μια Διακήρυξη – Καταστατικό χάρτη «Περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐλληνικής Ἐκκλησίας»[10]. Η επέμβαση της κοσμικής εξουσίας[11] δημιούργησε μια αντικανονική[12] αυτοκέφαλη κρατική Εκκλησία με «πραξικοπηματική απόσπαση»[13] και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη χωρίς την απαραίτητη προϋπόθεση, την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου[14].
Η οργάνωσή της στηρίχθηκε σε εκκοσμικευμένα δυτικά προτεσταντικά μοντέλα και πρότυπα[15]. Σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη του 1833, η Εκκλησία της Ελλάδος είχε αρχηγό τον Βασιλέα[16], της Συνόδου προήδρευε Βασιλικός Επίτροπος, όλα τα μέλη της Συνόδου διοριζόταν από τον Βασιλέα και την κυβέρνηση[17] και όλες οι αποφάσεις της Συνόδου για να έχουν κύρος, όφειλαν να εγκρίνονται από το κράτος[18], αφού η κυβέρνηση μπορούσε να απαγορεύσει αποφάσεις της Συνόδου με κρατικά διατάγματα[19].
Με την πράξη αυτή «ὁ Φαρμακίδης ὡς ἐκφραστής τῆς δυτικῆς ἀντίληψης, προώθησε τήν ὑποδούλωση τῆς Ἐκκλησίας στήν πολιτεία»[20]. Συνέπεια αυτών ήταν να καταστεί η Εκκλησία της Ελλάδος ένα κρατικό σωματείο, υποταγμένο όργανο του κράτους[21], σύμφωνα με τις πολιτειοκρατικές[22] αντιλήψεις του Φαρμακίδη και του Μάουερ[23]. Κεφαλή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος τοποθετήθηκε ο ετερόδοξος Όθωνας, η Εκκλησία έγινε δημόσια υπηρεσία[24], η Ιερά Σύνοδος μεταβλήθηκε σε σωματειακό διοικητικό συμβούλιο[25] και οι Ιερείς έγιναν υπάλληλοι του κράτους[26].
Ο Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ή Παπουλάκος (1770 – 1861) διαμαρτυρήθηκε για την αλλοτρίωση που επέφερε η βαυαροκρατία στον ορθόδοξο κλήρο και «καταγγέλει τόν ὑπαλληλοποιημένο κλῆρο»[27]. Το διάταγμα του 1833 το οποίο απέκοψε τις ελλαδικές μητροπόλεις από το Οικουμενικό Πατριαρχείο χαρακτηρίζεται ως «ὅλως ξένον πρός τούς κανόνας τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρός τάς παραδόσεις αὐτῆς καί τό ἱστορικόν παρελθόν»[28].
Συνεπώς «Ἡ Ἐκκλησία, ἡ περιέχουσα τό Γένος, ἔγινε κρατική ὑπηρεσία»[29]. Η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος και η διοικητική της οργάνωση, στηρίχθηκαν σε εκκοσμικευμένα δυτικά προτεσταντικά μοντέλα, με σκοπό την «ὁλοκληρωτική ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στήν κρατική ἐξουσία»[30], αλλοιώνοντας την ορθόδοξη εκκλησιολογία, καταστρατηγώντας τους εκκλησιαστικούς Κανόνες και περιφρονώντας τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου[31].
Έτσι επικράτησε η αρχή «cujus regio, ejus religio»[32]. Η εκδυτικοποίηση και εκκοσμίκευση της Ελλαδικής Εκκλησίας επηρέασε τη λειτουργική της τάξη. Η μορφή ναοδομίας αλλοιώθηκε, οι νέοι Ναοί που οικοδομήθηκαν ήταν άσχετοι προς τα βυζαντινά πρότυπα[33], σε μια «ἀθεολόγητη καί ἁπλῶς διακοσμητική ἀρχιτεκτονική»[34], τα μέσα λατρείας μετατράπηκαν σε διακοσμητικά στοιχεία[35], σε κάποιους Ιερούς Ναούς αγιογραφήθηκαν εικόνες δυτικής τέχνης και εισήχθησαν μουσικά όργανα.
Ορισμένοι θεολόγοι επηρεάσθηκαν από τη σχολαστική θεολογία και το δυτικό ευσεβισμό[36] και συγκροτήθηκαν εκκλησιαστικές ομάδες στα προτεσταντικά πρότυπα, οργανωμένες ανεξάρτητα από τις μητροπολιτικές επαρχίες και τις ενορίες. Την εποχή αυτή διαδραματίσθηκε η αλλοίωση της εκκλησιαστικής τέχνης, η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού βίου και η θρησκειοποίηση της Εκκλησίας[37].
Το μάθημα των θρησκευτικών αποσκοπούσε πλέον στη διαμόρφωση ηθικών και νομοταγών πολιτών[38]. Η ηθική διαπαιδαγώγηση αντικατέστησε τη μυστηριακή προοπτική της Ορθόδοξης Κατήχησης. Έτσι «ἡ θρησκεία χρησιμοποιήθηκε κυρίως ὡς ἕνα ὄχημα ἠθικῆς ἀγωγῆς»[39]. Η «Θρησκευτική Αγωγή» ως όρος, φορτίστηκε από τον προτεσταντικό ευσεβισμό και το δυτικό ηθικισμό. Αυτά συνέβησαν σε μια εποχή όπου όλες οι κρατικές δομές[40], μαζί τους και η Εκκλησία με το Στρατό, οργανώθηκαν στα δυτικά πρότυπα[41].
Η Εκκλησία της Ελλάδος ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το Συνοδικό τόμο του 1850[42], το Οποίο προσπάθησε να την καταστήσει ελεύθερη από κάθε κοσμική εξουσία[43], αλλά δεν απεγκλωβίστηκε πλήρως από τη δυτική αντίληψη της πολιτειοκρατίας[44].
Με τον Καταστατικό Χάρτη του 1977[45] έγινε προσπάθεια αποκατάστασης της διοικητικής δομής της Εκκλησίας της Ελλάδος στα ορθόδοξα πλαίσια[46]. Τελικώς όμως «Ἡ Ἐκκλησία καί πάλι βρίσκεται ὑπό τόν ἔλεγχο τῆς Πολιτείας»[47], ως κατάλοιπο της βαυαρικής επιρροής[48].
Σήμερα, η Εκκλησία της Ελλάδος χαρακτηρίζεται ως Ν.Π.Δ.Δ.[49] και οι κληρικοί ως υπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ.[50]. Την ίδια εποχή της αυτονομήσεως και κρατικοποιήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, οργανώθηκε και η Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού.
Τα διατάγματα που εκδόθηκαν εκείνη την εποχή αποτυπώνουν την προτεσταντίζουσα βαυαρική επίδραση. Στο διάταγμα του 1836 (τρία χρόνια μετά την έλευση του Όθωνα) γίνεται μνεία για θεσμοθέτηση ιερέα σε κάθε τάγμα[51] χωρίς διευκρινιστικές διατάξεις για την αποστολή του ιερέα.
Το Μάρτιο του 1837 εκδίδονται οδηγίες από την Ιερά Σύνοδο για τους πρεσβυτέρους που υπηρετούν στο Βασιλικό Στρατό[52], οι οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονται στα επόμενα βασιλικά διατάγματα. Ο όρος «Στρατιωτικός Ιερεύς» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο διάταγμα του 1838[53], με σκοπό την υπαλληλική ένταξη της ιερωσύνης στο στράτευμα.
Πέντε έτη αργότερα, το 1843, οι «Στρατιωτικοί Ιερείς» οργανώνονται στην «Υπηρεσία της Θρησκείας»[54], μια ονομασία που περιέχει όρους, ξένους προς την Ορθόδοξη παράδοση. Ο όρος «Υπηρεσία» προβάλλει την υπαλληλική αντίληψη για τους Στρατιωτικούς Ιερείς και ο όρος «θρησκεία» αποτυπώνει τη δυτική θρησκευτική νοοτροπία[55].
Η «Υπηρεσία της Θρησκείας» εντάχθηκε στο στρατιωτικό διοικητικό οργανόγραμμα, όπως οι υπόλοιπες στρατιωτικές υπηρεσίες[56] και αποξενώθηκε από τις εκκλησιαστικές δομές της θεσμικής Ορθόδοξης Εκκλησίας[57]. Το 1853 οι Στρατιωτικοί Ιερείς εντάχθηκαν στους στρατιωτικούς βαθμούς[58] ανεξάρτητα από το βαθμό ιερωσύνης. Όσα διατάγματα εκδόθηκαν στη συνέχεια, στηρίχθηκαν στις βαυαρικές διατάξεις.
Η ορθόδοξη Θεία Λειτουργία συνοδεύτηκε από παιανισμούς εμβατηρίων (1889)[59], οι Ιερείς υποτάχθηκαν στις διαταγές των συνταγματαρχών, χαρακτηρίστηκαν «στρατιωτικοί υπάλληλοι» (1901)[60], η ιερατική αποστολή τέθηκε υπό τη διαταγή του συνταγματάρχου[61] και η στρατιωτική αρχή καθόριζε τη δικαιοδοσία των Στρατιωτικών Ιερέων[62].
Ο διορισμός και η παύση των Στρατιωτικών Ιερέων οριζόταν με βασιλικό διάταγμα σύμφωνα με διάταγμα του 1904, χωρίς τον ενεργό ρόλο της Εκκλησίας[63]. Σε μεταγενέστερο διάταγμα «Περί Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Στρατού» (1911) επιβάλλεται η απαγόρευση τελέσεως ιερατικών καθηκόντων εκτός στρατού[64].
Όλα τα διατάγματα που αφορούσαν τη Θρησκευτική Υπηρεσία, είχαν επηρεασθεί από τα βαυαρικά προτεσταντικά πρότυπα[65]. Η «Θρησκευτική Αγωγή Στρατεύματος» ή «Θρησκευτική και Ηθική Διαπαιδαγώγηση», ακολουθούσε κι εκείνη τη δυτική νοοτροπία. Μόνο το 1969[66] αρχίζει να φαίνεται τάση απαλλαγής από το βαυαρικό παρελθόν.
Στα νεότερα χρόνια, τα νομοθετικά διατάγματα που αφορούν τους Στρατιωτικούς Ιερείς, ορίζουν μόνο τα υπαλληλικά προσόντα και περιορίζονται στη διαδικασία κατατάξεως. Το Βασιλικό Διάταγμα του 1946[67] και το Νομοθετικό Διάταγμα του 1973[68], μειώνουν την αμεσότητα των Στρατιωτικών Ιερέων με την εκκλησιαστική τους ιεραρχία και απαγορεύουν την αγιαστική έκφραση της ιερωσύνης εκτός στρατοπέδων[69].
Η θεσμοθέτηση Αρχιερέως Ενόπλων Δυνάμεων[70], απομάκρυνε περισσότερο τους Στρατιωτικούς Ιερείς από τον τοπικό επίσκοπο και τις παραδοσιακές εκκλησιαστικές δομές. Στη Θρησκευτική Υπηρεσία έχουν διατηρηθεί κατάλοιπα των ιδεολογικών αντιλήψεων της προτεσταντικής Βαυαροκρατίας, όπως η τοποθέτηση των Στρατιωτικών Ιερέων δίχως διοριστήριο του Αρχιερέως και μόνο με στρατιωτική διαταγή[71], η τοποθέτηση σε γραφείο και όχι σε Ιερό Ναό κ.λ.
Άλλο παράδειγμα προτεσταντικής επίδρασης είναι η αντικατάσταση του Ιερέα στη δικαιοδοσία των Ιερών Ναών από μη κληρικό, από το διοικητή[72], και επιπλέον η υπαγωγή των Στρατιωτικών Ιερέων και των Στρατιωτικών Ιερών Ναών σε διοικητές που ενδεχομένως να μην είναι ορθόδοξοι, που ίσως να είναι αιρετικοί ή άθεοι, πράξη η οποία προέρχεται από τον προτεσταντικό χώρο όπου δεν υπάρχει μυστηριακή ιερωσύνη.
Προτεσταντίζουσα είναι επίσης η τακτική να κηδεμονεύεται ο ιερεύς από μη εκκλησιαστικές διοικητικές δομές. Ως βασική αποστολή του Στρατιωτικού Ιερέως ορίζεται η «Θρησκευτική Αγωγή» ή αλλιώς «Χριστιανική και Ηθική Διαπαιδαγώγηση»[73], η οποία όμως μετατοπίζει το κέντρο βάρους από την Αγία Τράπεζα στο ηθικιστικό κήρυγμα[74], στα πρότυπα των προτεσταντών παστόρων και ως φράση, στερείται του ορθόδοξου λατρευτικού προσανατολισμού. Η κρατούσα νομοθεσία δεν επιτρέπει δικαιοδοσία της Εκκλησίας επί της Θρησκευτικής Υπηρεσίας, παρά μόνο τη συνεργασία με την πολιτεία[75].
Η ιερωσύνη βέβαια, δεν έχει σκοπό να αψηφήσει τις στρατιωτικές δομές. Όμως, αυτές οφείλουν να προσαρμόζονται στις εκκλησιαστικές, όταν πρόκειται για εκκλησιαστικά θέματα, Ιερείς και Ιερούς Ναούς. Οι Στρατιωτικοί Ιερείς φέρουν βαθμό αξιωματικού.
Ο όρος «Στρατιωτικός Ιερεύς»[76], ο οποίος ανάγεται στο Ρωμαιοκαθολικισμό[77] δημιουργεί την άποψη ότι οι Στρατιωτικοί Ιερείς οφείλουν να είναι «Στρατιωτικοποιημένοι». Όμως «ἡ ἄποψη αὐτή, ἄν δέν εἶναι ἀφελής, θεωροῦμε ὅτι πηγάζει άπό μιά στρεβλή καί ἐπιδερμική ἀντίληψη περί τοῦ ρόλου καί τῆς ἀποστολῆς τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας στό Στράτευμα, πού μεταλλάσσει, τελικῶς, τόν κληρικό σέ καρικατούρα Ἀξιωματικοῦ»[78].
Ο Στρατιωτικός Ιερέας δεν διαφέρει σε τίποτα από τους λοιπούς κληρικούς της Εκκλησίας, γι αυτό το λόγο και δεν φέρει στρατιωτικά διακριτικά, αλλά την περιβολή του Ορθοδόξου κληρικού[79]. Στο παρελθόν έγιναν απόπειρες αναπροσαρμογής των στρατιωτικών βαθμών με αντίστοιχους ιερατικούς, όπως «Πρωθιερεύς» και «Ιερεύς»[80], αλλά τελικώς δεν επικράτησε αυτή η τακτική[81].
Σήμερα έχουν επικρατήσει οι στρατιωτικοί βαθμοί στους Ιερείς των ΕΔ και ο χαρακτηρισμός «Στρατιωτικοί Ιερείς». «Ὁ χαρακτηρισμός τῶν ἱερέων στό στράτευμα ὡς “στρατιωτικῶν”, ὁ ὁποίος ἔχει παγιωθεῖ ὡς terminus technicus, δέν μπορεῖ νά νοεῖται ὡς προσδιοριστικός μιᾶς ἰδιαίτερης, δῆθεν “στρατιωτικῆς ἱερωσύνης”, θεραπαινίδας κάποιου κρατικοῦ θεσμοῦ, ἤ πολύ χειρότερα μιᾶς “κρατικῆς” ἰδεολογίας, ἀλλά ὡς δηλωτικός μόνον τοῦ ἰδιαιτέρου χώρου τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῶν συγκεκριμένων ἱερέων, πού εἶναι τά στρατευμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας»[82].
Η αποστολή της Ορθοδόξου ιερωσύνης στο στράτευμα οφείλει να είναι συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως. «Ἡ ἀποστολική παράδοση δέν εἶναι, ὅπως νομίζεται, ἕνα συγκροτημένο σύστημα διδασκαλίας τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλά εἶναι μία μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τῆς πίστεως, ἡ ὁποία συγκεφαλαιώνεται μέ τή μετοχή τῶν πιστῶν στή βεβαία εὐχαριστία (δηλ. τη Θεία Λειτουργία) τῆς Ἐκκλησίας»[83]. Κέντρο της ορθόδοξης πίστεως είναι η Θεία Λειτουργία.
Για να μη στερηθούν τα εκστρατευτικά σώματα τη Θεία Λειτουργία, όταν απομακρύνονται από τους Ιερούς Ναούς των ενοριών τους, τους δόθηκε ως έκτακτη λύση η συνοδεία ιερέως μαζί με φορητή Αγία Τράπεζα[84]. Αυτό ισχύει ως μία έκτακτη κατάσταση για τους στρατιωτικούς χώρους τους απομακρυσμένους από τις ενορίες.
Δεν μπορεί όμως αυτή η έκτακτη κατάσταση να θεωρηθεί ως μόνιμη. «Ὅπου ὑπάρχει “θεῖος ναός” καί λειτουργεῖ ἡ Τράπεζα τοῦ Κυρίου, έκεῖ οἱ στρατευμένοι πιστοί δέν ἔχουν άνάγκη ἰδίου θυσιαστηρίου καί ἰδίου ἱερατείου, γιατί καλύπτονται ἀπό τίς δομές τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας»[85].
Η στρατιωτική ιερωσύνη προϋποθέτει τη συναίνεση του τοπικού επισκόπου, διαφορετικά «εἶναι κατακριτέα ὡς ξένη πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί πράξη»[86].
Σύμφωνα με την ορθόδοξη Εκκλησία, ο ιερεύς δεν μπορεί να είναι υπάλληλος[87], η ιερωσύνη δε μπορεί να είναι ένα επάγγελμα[88], δεν μπορεί να αποσκοπεί μόνο στην παροχή ψυχολογικής υποστήριξης και στην κοινωνική πρόνοια[89]. Ένα τέτοιο σχήμα κληρικού «εἶναι πραγματικά ἄχαρο καί ξένο γιά τήν Ὀρθοδοξία. Δυτικίζει στό σύνολό του»[90].
Η Ορθόδοξη Θρησκευτική Υπηρεσία των Ενόπλων Δυνάμεων οφείλει να αποτινάξει κάθε δυτικό και εκκοσμικευμένο στοιχείο που εισχώρησε στη δομή και οργάνωσή της. Το ζητούμενο δεν είναι μια διοικητική αναβάθμιση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας, αλλά η ριζική αναθεώρηση και «μεταρρύθμιση»[91] που θα την απαλλάξει από τη μορφή σωματείου και κρατικής υπηρεσίας και θα την οδηγήσει ξανά στις ορθόδοξες εκκλησιαστικές δομές. Θεωρούμε ότι δεν είναι απαραίτητη η αντικατάσταση των όρων «θρησκευτική Υπηρεσία» ή «Σώμα Στρατιωτικών Ιερέων», αλλά η αναθεώρηση του περιεχομένου τους.
Η αναθεώρηση μπορεί να σχεδιαστεί από την Εκκλησία σε συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις, στα πρότυπα της ενοριακής δομής σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Παράδοση και τους Κανόνες της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει την αρχή της στον Ιησού Χριστό[92] και δεν ανήκει σε καμία κοσμική εξουσία[93].
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός διαχωρίζει τις αρμοδιότητες λέγοντας ότι «Βασιλέων ἐστίν ἡ πολιτική εὐπραξία, ἡ δέ ἐκκλησιαστική κατάστασις ποιμένων καί διδασκάλων»[94]. Αυτή η αντίληψη στηρίζεται στη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης: «ἀπόδοτε οὖν τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι κάι τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»[95] και «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»[96].
Η επιβολή της πολιτείας στην Εκκλησία αντιτίθεται στην Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στα ελληνικά έθιμα[97]. Βασική προϋπόθεση για την ενότητα της Εκκλησίας είναι η σύνδεση με τον Επίσκοπό[98]. Τίποτε δεν μπορεί να επιτελεσθεί στην Εκκλησία χωρίς την άμεση υπαγωγή στον Επίσκοπο[99] και κανένας διοικητικός θεσμός δεν επιτρέπεται να παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Επίσκοπο και στον ιερέα.
Στη σημερινή εποχή, η αποστολή των Στρατιωτικών Ιερέων στις Ένοπλες Δυνάμεις είναι σημαντική και οφείλει να ακολουθεί τα ορθόδοξα πρότυπα της Εκκλησίας.
Έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες προτάσεις ανασυγκρότησης της Θρησκευτικής Υπηρεσίας[100].
Η μοναδική λύση που θα αποκαταστήσει τη δομή των Στρατιωτικών Ιερέων σε αμιγώς ορθόδοξες εκκλησιολογικές βάσεις είναι, να αναδειχθούν οι Ιεροί Ναοί των Στρατιωτικών Οικισμών στα πρότυπα των ενοριακών και να τοποθετηθούν εκεί οι Στρατιωτικοί Ιερείς. Έτσι, ο Ιερέας δεν θα είναι της τάδε Μονάδος, αλλά του τάδε Ιερού Ναού και από εκεί θα εκτείνεται η αποστολή του στα στρατόπεδα. Τα γραφεία Στρατιωτικών Ιερέων θα λειτουργούν μόνο ως προσκτίσματα του Ιερού Ναού, ανεξάρτητα από επιτελική και υπηρεσιακή μορφή και θα προέχει το ποιμαντικό, το διακονικό, το πνευματικό έργο.
Οι άνθρωποι που υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, θέλουν το Στρατιωτικό Ιερέα να είναι ο παπάς τους, με το ράσο του, το καλυμμαύχι του, το επιτραχήλιό του, να λειτουργεί, να τους κατηχεί και να προσεύχεται γι αυτούς. Δεν τον θέλουν υπάλληλο γραφείου, έστω κι αν αυτό είναι γραφείο θρησκευτικών υποθέσεων. Για την οργανωτική ανανέωση των Στρατιωτικών Ιερέων οφείλουμε να εμπνευσθούμε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο[101], το Οποίο δεν λειτουργεί σύμφωνα με υπηρεσιακές κρατικές δομές, αφού εδρεύει σε χώρο άφιλο για την Ορθοδοξία, αλλά ως πρότυπο των ορθοδόξων εκκλησιαστικών δομών, ακτινοβολεί την Ορθοδοξία σε οικουμενική εμβέλεια και αναγνωρίζεται διεθνώς.
Οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να ζητάμε τις κατευθύνσεις της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης, όταν πρόκειται για αποστολή σε Μονάδες που εδρεύουν στη δικαιοδοσία Του.
Εννοείται ότι ο κανονισμός που ορίζει ότι: «Οἱ στρατιωτικοί ἱερεῖς δέν δύνανται νά ἀσκοῦν ἐκτός τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τήν ἐκ τῆς ἱερωσύνης των ὡς κληρικῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, άπορρέουσαν ἐξουσίαν τελέσεως τῶν μυστηρίων καί λοιπῶν ἱεροπραξιῶν...»[102], οφείλει να απαλειφθεί.
Τα όρια της δικαιοδοσίας ενός Ιερέως καθορίζονται από τον Επίσκοπο και όχι από υπηρεσιακούς κανονισμούς. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Θρησκευτική Υπηρεσία δεν διαθέτει επικαιροποιημένο Στρατιωτικό Κανονισμό[103].
Θεωρούμε όμως ότι δεν χρειάζεται Στρατιωτικός Κανονισμός. Ο κάθε Κληρικός κινείται με βάση την Παράδοση της Εκκλησίας η οποία είναι πλήρης και δεν χρειάζεται διαμορφώσεις και συμπληρώσεις. Όταν τηρούνται οι Κανόνες της Εκκλησίας, τότε η αποστολή των Στρατιωτικών Ιερέων είναι σαφής.
Το Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων οφείλει να επαναπροσδιοριστεί στις Ορθόδοξες δομές, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, την Εκκλησιαστική Παράδοση, τη λειτουργική εμπειρία και τους Κανόνες της Εκκλησίας[104], εμπνεόμενο από τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης: «Μή συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθαι»[105], απαλλαγμένο από τις δυτικές ιδεολογικές προϋποθέσεις στις οποίες συστάθηκε.
Μια αναθεώρηση σε σωστές εκκλησιολογικές βάσεις δεν μπορεί να ενδιαφέρεται μόνο για την νομική αποκατάσταση, αλλά να διακατέχεται και από την αγάπη, την «ἀγάπη ἐν ἀληθείᾳ».
Έτσι θα ενισχυθεί η προσδοκία για την ανανέωση του Σώματος των Στρατιωτικών Ιερέων επάνω στις ορθόδοξες εκκλησιαστικές δομές, με την πεποίθηση ότι διά της αγάπης, ο Θεός θα συνεργήσει στο αγαθό, αφού «τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν»[106].
* Ο Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου π. Νεκτάριος Μαρκάκης, φέρει τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη
** Πληροφορίες σχετικά με τις παραπομπές και την βιβλιογραφία μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου