GuidePedia

0

Σύμφωνα με την παράδοση η Μονή της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη ιδρύθηκε από τον Ιερό Φώτιο Α΄, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, (858-867 και 877-886 μ.Χ.). Η μνήμη του Ιερού Φωτίου τιμάται από την Εκκλησία μας την 6η Φεβρουαρίου.

Με βάση αυτή την παράδοση ορίσθηκε ο Ιερός Φώτιος προστάτης της Μονής και της Ιεράς Θεολογικής Σχολής από το 1844, έτος ιδρύσεώς της με πρώτο Σχολάρχη τον Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνο Τυπάλδο (1795-1867).
Η Σχολή αναγνωρίζεται ως: «Η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», στους κανονισμούς λειτουργίας που έχουν εκδοθεί από το 1845 μέχρι και το 1903. Από το 1951 εμφανίζεται και ο άλλος γνωστός τίτλος: «Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης». Πέρα από το χαρακτήρα και το στόχο της Σχολής, οι ονομασίες αυτές δείχνουν και τον τόπο όπου βρίσκεται.

Η τοποθεσία όπου είναι εγκατεστημένη η Σχολή καλείται λόφος της Ελπίδος, και στα τούρκικα Ümit Tepesi ή Papaz Dagi:ο λόφος των Παπάδων, με υψόμετρο 85 μέτρα, στο νησί της Χάλκης, ενός από τα Πριγκηπόννησα. Ατμοπλοϊκώς απέχει από την Κωνσταντινούπολη περίπου μία ώρα. Η ονομασία στα τούρκικα είναι HEYBELI ADA (από το Heybe:δισσάκι), νησί Δισακκοειδές ή Ταγαρονήσι, από τις κοιλάδες και τους λόφους που σχηματίζουν είδος δισακκίου.

Το περιβάλλον είναι σαγηνευτικό. Ο επισκέπτης αισθάνεται ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο ουρανού και γης. Το βλέμμα άνετα μπορεί να περιπλανηθεί σε όλες τις πλευρές της θάλασσας. Από την παραλία της Θράκης μέχρι το αρχαίο Βυζάντιο, τη Χαλκηδόνα, τη Βιθυνία και τα άλλα Πριγκηπόννησα.

Σ’ αυτό το λόφο βρίσκεται μαζί με την Μονή της Αγίας Τριάδας, η οποία συναντάται και με τις ονομασίες: Μονή των Δεσποτών, Μονή της (του) Χαλκίτου, Σιών, Νέα Σιών, του Εσόπτρου, του Κατόπτρου, Περίβλεπτος και Στούδιον Σοφίας και Μαθημάτων.

Κατά πάσα πιθανότητα στη Μονή παρέμεινε για δύο χρόνια (809-811 μ.Χ.) ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.


Κατά το έτος 1603 η βασίλισσα Αικατερίνη η Κομνηνή, ως μοναχή Ξένη, αφιερώνει στη Μονή χειρόγραφο Ευαγγέλιο, όπου την ονομάζει Μονή της Αγίας Τριάδος Χάλκης.

Η Μονή ανακαινίσθηκε σε διάφορες περιόδους τρεις φορές. Τέταρτος κτήτορας και ανακαινιστής της Μονής είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός ο Δ΄. Η Μονή είχε καταστραφεί από φωτιά το 1821. Τον Σεπτέμβριο του 1842 ανέλαβε ο Πατριάρχης Γερμανός να ανακαίνιση την κατεστραμμένη Μονή. Με κυβερνητική άδεια που εξασφάλισε, αποκατέστησε τις ζημιές που είχαν προκληθεί από την πυρκαγιά αλλά και από σεισμό, εξαιτίας του οποίου ο ναός ήταν ετοιμόρροπος. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1844, ο ίδιος ο Πατριάρχης με συλλειτουργούς τους Μητροπολίτες του Θρόνου τέλεσε τα εγκαίνια του ναού.
Στους ανακαινισμένους χώρους ο Πατριάρχης Γερμανός ίδρυσε το 1844, την Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Λίγες ημέρες μετά τα εγκαίνια της Μονής, την 1η Οκτωβρίου 1844 έγιναν τα εγκαίνια της Θεολογικής Σχολής, από τον Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο και στις 8 του ίδιου μήνα άρχισαν κανονικά τα μαθήματα.

Για ενάμιση αιώνα περίπου η Σχολή έζησε περιόδους γαλήνης αλλά και μεγάλων κοινωνικών αναστατώσεων, τοπικών και παγκοσμίων πολέμων.

Το 1971 το Υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας έκρινε αντισυνταγματική την λειτουργία της Σχολής και την έκλεισε.

Αργότερα το 1984, σταμάτησε τη λειτουργία του και το Λυκειακό τμήμα της Σχολής.

Η Θεολογική Σχολή Χάλκης ανήκει στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχει, όπως είναι γνωστό, την δική του γεωγραφική περιοχή και κατέχει το πρωτείον τιμής μεταξύ των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών.

Η Σχολή ιδρύθηκε για να εξυπηρετήσει άμεσες ανάγκες της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και της Ορθοδοξίας γενικότερα.
Πολλοί είναι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες, αλλά και άλλες μεγάλες προσωπικότητες που αποφοίτησαν από τη Σχολή αυτή.



Το κτίριο, στο οποίο στεγάστηκε αρχικά η Μονή ήταν ξύλινο. Περιλάμβανε χώρους για τη στέγαση των καθηγητών και των σπουδαστών, αίθουσες διδασκαλίας, νοσοκομείο, διευθυντήριο και το πατριαρχικό διαμέρισμα. Σε παρακείμενη λιθόκτιστη διώροφη οικοδομή στεγάστηκε η βιβλιοθήκη του ιδρύματος. Ο σεισμός όμως της 28ης Ιουνίου 1894 μετέτρεψε σε ερείπια τις εγκαταστάσεις, εκτός του ναού, και ανέστειλε τη λειτουργία του.

Η σημερινή μορφή της Ιεράς Μονής και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης οφείλεται στην προσφορά του μεγάλου ευεργέτη Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ που ανέθεσε στον αρχιετέκτονα Περικλή Φωτιάδη την οικοδόμηση των νέων εγκαταστάσεων σε σχήμα Π. Το συγκρότημα της Σχολής αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους. Τα εγκαίνια έγιναν την 6ην Οκτωβρίου 1896 και συνεχίστηκε η λειτουργία της Σχολής. Κατά την δεκαετία του ’50 άρχισαν και προοδευτικά ολοκληρώθηκαν αρκετές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις τους οικοδομικού συγκροτήματος με στόχος τους την ικανοποίηση των νέων αναγκών και απαιτήσεων. Ολοκληρώθηκαν σύγχρονοι εγκαταστάσεις λουτρών, εσωτερικής θερμάνσεως, μαγειρείων, ψυκτικού θαλάμου, ενώ έγινε πλήρης επισκευή της οροφής και επαναδιοργάνωση του νοσοκομείου και του διευθυντηρίου. Στην περίοδο αυτή έγιναν και οι εργασίες επιδιορθώσεως του μοναστηριακού ναού. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις περιβάλλονται από κήπους, την αισθητική σχεδίαση και την δημιουργία των οποίων επιμελήθηκε ο Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος. Πίσω από το ιερό βήμα του ναού της Μονής και σε ιδιαίτερο χώρο εκτός του κήπου υπάρχουν τάφοι Πατριαρχών, Μητροπολιτών και Καθηγητών της Σχολής.

Οι όπισθεν της Σχολής τάφοι αοιδήμων Πατριαρχών

και αειμνήστων Ιεραρχών - Σχολαρχών και Καθηγητών της Ιεράς Θεολογικής Σχολής.Οι όπισθεν της Σχολής τάφοι αοιδήμων Πατριαρχών και αειμνήστων Ιεραρχών - Σχολαρχών και Καθηγητών της Ιεράς Θεολογικής Σχολής.

 Οι όπισθεν της Σχολής τάφοι αοιδήμων Πατριαρχών
και αειμνήστων Ιεραρχών - Σχολαρχών και Καθηγητών της Ιεράς Θεολογικής Σχολής.

Η Ιερά Θεολογική Σχολής της Χάλκης ιδρύθηκε για να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και της Ορθοδοξίας γενικότερα. Την ίδρυσή της επέβαλαν και ειδικότερα αίτια, όπως η ευρύτερη αναγέννηση των γραμμάτων κατά τον 19ον αιώνα, η ανάγκη της εκκλησιαστικής και θεολογικής καταρτίσεως του ορθόδοξου κλήρου, η τακτική και συστηματική καλλιέργεια της θεολογικής επιστήμης, η αντιμετώπιση σε ιδεολογικό επίπεδο και με αυστηρά επιστημονικά επιχειρήματα καινοφανών δυτικών ιδεολογιών, όπως του υλισμού και κοινωνικο-φιλοσοφικών συστημάτων με αντιχριστιανικές θέσεις, αλλά και η αντιμετώπιση του προσηλυτισμού που άρχισαν να ασκούν σε βάρος της Ορθοδοξίας οι δυτικές χριστιανικές ομολογίες.

Η ιστορία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης από της ιδρύσεώς της (1844) μέχρι σήμερα περιλαμβάνει πέντε περιόδους: την Α΄, από το 1844 μέχρι το 1919. Κατά την περίοδο αυτήν η Σχολή είχε επτά τάξεις, τέσσερις γυμνασιακές και τρεις θεολογικές, με κάποιες περιοδικές εξαιρέσεις, την Β΄, από το 1919 μέχρι το 1923, όταν καταργήθηκε το γυμνασιακό τμήμα και η Σχολή λειτουργησε ως Ακαδημία με πέντε τάξεις, την Γ΄, από το 1923 μέχρι το 1951, όταν επανήλθε στο παλαιό επτατάξιο σχήμα της, την Δ΄, από το 1951 μέχρι το 1971, που η Σχολή λειτουργούσε με επτά τάξεις, τις τρεις γυμνασιακές και τις τέσσερις θεολογικές. Το 1971 η Σχολή έκλεισε, με νόμο της τουρκικής κυβερνήσεως που απαγόρευσε τη λειτουργία ιδιωτικών ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Τέλος, από το 1971 παρά τις κατά καιρούς υποσχέσεις των τουρκικών αρχών η Σχολή της Χάλκης δεν λειτουργεί. Στις εγκαταστάσεις της προσέρχονται προσκηνυματικά οι ορθόδοξοι και οι φίλοι της Ορθοδοξίας, ενώ διοργανώνονται διεθνή Οικολογικά Συμπόσια και Συνέδρια με εκλεκτές ξένες συμμετοχές.

Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης λειτούργησε βάσει Εκπαιδευτικών Κανονισμών, που εκδόθηκαν κατά τα έτη 1845, 1853, 1857, 1867, 1874, 1898, 1903 και 1951. Ο Κανονισμός του 1903 εφαρμόζετο συνεχώς από το 1923 και εξής με τροποποιήσεις σύμφωνα προς τον περί Μειονοτικών Σχολών και της Μέσης Παιδεύσεως Κανονισμό του Υπουργείου Παιδείας της Τουρκικής Δημοκρατίας. Τέλος ο Κανονισμός του 1951 είναι ο πρώτος που επικυρώθηκε από την τουρκική πολιτεία. Βέβαια για θέματα εσωτερικής ζωής, σχέσεων, πειθαρχίας και εφαρμογής του προγράμματος υπάρχουν και οι ειδικού εσωτερικοί κανονισμοί.

 

Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης είναι Ίδρυμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έχει ως άμεσον προστάτη, ρυθμιστή και πνευματική κορυφή τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη και την περί αυτόν Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου. Ειδικότερα με τα αναφερόμενα στην Σχολή ζητήματα ασχολείται ιδιαίτερη επιτροπή αρχιερέων, που ονομάζεται «Εφορία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης». Η «Εφορία» διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο στο Πατριαρχείο και αναφέρεται κανονικώς στην Ιερά Σύνοδο. Την «Εφορία» απασχολούν η κατάρτιση του προϋπολογισμού, ο διορισμός του διδάσκοντος προσωπικού, η πρόσληψη των σπουδαστών και η γενικότερη εποπτεία της Σχολής.

Την εσωτερική διεύθυνση της Σχολής ασκεί ο διευθυντής της, που ονομάζεται «σχολάρχης». «Σχολάρχης» μπορεί να ονομαστεί αρχιμανδρίτης ή συνήθως επίσκοπος ή μητροπολίτης. Αυτός είναι ο πρόεδρος του καθηγητικού συλλόγου και θεωρείται ηγούμενος της μοναστικής κοινοβιακής αδελφότητας, που απαρτίζουν κατά ιδιότυπον τρόπο ως αδελφοί της Ιεράς Μονής οι σπουδαστές της. Συνεργάτες στο έργο του ο σχολάρχης έχει τους καθηγητές, τον γραμματέα, τον επιστάτη ή επιμελητή των σπουδαστών, τον βιβλιοφύλακα, τον γραμματέα της διευθύνσεωςκαι τον οικονόμο. Σχολάρχης συνήθως διορίζεται ένας από τους αγάμους κληρικούς μέλος του καθηγητικού συλλόγου. Σχολάρχες, που διεύθυναν κατά τον 19ον αιώνα για σειράν ετών την Σχολή, υπήρξαν: ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνος Τυπάλδος (1844-1864) και ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Γρηγοράς (1868-69, 1977-97). Κατά δε τον 20ον αιώνα σχολάρχες υπήρξαν ο Μητροπολίτης Σελευκείας Γερμανός Στρηνόπουλος (1907-1922), ο Μητροπολίτης Ιωακείμ Πελεκάνος (1924-1931, ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Αιμιλιανός (1932-1942), ο Μητροπολίτης Νεοκαισαρείας Χρυσόστομος Κορωναίος (1942-1950), ο Μητροπολίτης Ικονίου Ιάκωβος Στεφανίδης (1951-1955) και τέλος ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος Ρεπανέλλης (1955-1991).

Καθηγητές του Θεολογικού Τμήματος, κληρικοί και λαϊκοί, υπήρξαν συνήθως απόφοιτοι της Σχολής που συνέχισαν σπουδές ειδικεύσεως σε ορθόδοξες ή ξένες πανεπιστημιακές σχολές. Οι καθηγητές εκτός από το διδακτικό τους έργο είναι και μέλη διαφόρων συνοδικών επιτροπών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετέχουν ως αντιπρόσωποι του Πατριαρχείου και της Σχολής σε διάφορα διορθόδοξα και διαχριστιανικά επιστημονικά συνέδρια και καλούμενοι δίνουν διαλέξεις ή κάμνουν ομιλίες και μαθήματα σε ξένα πανεπιστήμια. Καθηγητές της Σχολής υπήρξαν μ. ά., οι Φ. Βαφείδης, Β. Αντωνιάδης, Χρ. Ανδρούτσος, Β. Στεφανίδης, Ι. Ευστρατίου, Π. Κομνηνός, Μητρ. Σταυρουπόλεως Μάξιμος, Ιω. Παναγιωτίδης, Μητρ. Εφέσου Χρ. Κωνσταντινίδης, οικ. Γ. Αναστασιάδης. Εμμ. Φωτιάδης Β. Αναγνωστόπουλος, Κ. Καλλίνικος, Β. Σταυρίδης, Αρ. Πασαδαίος, Μητρ. Δέρκων Κ. Χαρισιάδης, Μητρ. Ηλιουπόλεως και Θείρων Αθ. Παππάς και Ε. Φουντόπουλος.

Κατά τον εσωτερικό κανονισμό η Σχολή έναντι των σπουδαστών της διατηρεί διορθόδοξη μορφή με σαφώς οικουμενικό χαρακτήρα. Επειδή λειτουργεί ως μοναστική αδελφότητα, προσλαμβάνει ως σπουδαστές της μόνον άνδρες, λαϊκούς, κληρικούς ή μοναχούς και τελευταία για μικρό διάστημα και ως ακροατές εγγάμους. Οι σπουδαστές φορούν μέσα στους χώρους της Σχολής ομοιόμορφο κοντόρασο μαύρου χρώματος. Έχουν περιορισμένες εξόδους σε ορισμένες ημέρες και αν χρειαστεί, για ειδικούς λόγους περισσότερος χρόνος, η σχολαρχία χορηγεί ειδική άδεια. Η φοίτηση στην Σχολή είναι συνεχής και παρέχεται δωρεάν. Σε περίπτωση, κατά την οποία οι σπουδαστές με την ολοκλήρωση των σπουδών τους δεν χειροτονηθούν, οφείλουν να καταθέσουν στην Σχολή χρηματική αποζημίωση έναντι των εξόδων σπουδών και διατροφής τους. Οι σπουδαστές είτε κατά τη διάρκεια των σπουδών είτε μετά την αποφοίτησή τους και εφόσον έχουν την κατάλληλη ηλικία και τα απαιτούμενα κανονικά προσόντα εισέρχονται στις τάξεις του Κλήρου. Το ποσοστό των χειροτονουμένων αποφοίτων της Σχολής είναι αρκετά υψηλό και εγγίζει το 80%. Κέντρο της ζωής των σπουδαστών αποτελεί η ορθόδοξη λατρεία και η συμμετοχή στις λατρευτικές συνάξεις του ναού. Σημαντική βαρύτητα δίδεται στη διδασκαλία του μαθήματος της βυζαντινής μουσικής και οι απόφοιτοι της Σχολής διακρίνονται για την κατάρτισή τους στο βυζαντινό μέλος.

Το πρόγραμμα των μαθημάτων του Γυμνασιακού Τμήματος είναι παρόμοιο με εκείνο των κλασικών λυκείων, ενώ του Θεολογικού Τμήματος ανάλογο εκείνων των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών που λειτουργούν είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλες ορθόδοξες χώρες. Τα μαθήματα συνήθως εκτείνονται σε παραδόσεις ετήσιας διάρκειας που τέμνεται ισομερώς σε δύο εξάμηνα. Οι εξετάσεις γίνονται στο τέλος κάθε εξαμήνου, ενώ ενδιάμεσα πραγματοποιούνται δοκιμασίες προόδου. Στο τέλος του Δ΄ έτους σπουδών οι σπουδαστές υποβάλλουν εναίσιμη πτυχιακή διατριβή και μετά την επιτυχή κρίση τους στο περιεχόμενό της δίδουν τις πτυχιακές εξετάσεις. Οι απόφοιτοι λαμβάνουν τόν τίτλο του «διδασκάλου της Ορθοδόξου Χριστιανικής Θεολογίας» σε ιδιαίτερη τελετή την Α΄ Κυριακή του Ιουλίου κάθε έτους, κατά τη διάρκεια ειδικής εκκλησιαστικής τελετής που προεξάρχει ο Πατριάρχης και περιβάλλεται από τους συνοδικούς αρχιερείς στον Ιερό Ναό της Σχολής.

Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων θεολογικών ετών διδάσκονται τα εξής μαθήματα: Εισαγωγή στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, Εξηγητική της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, Ιερά Ερμηνευτική, Ιερά Κριτική, Εβραϊκή Αρχαιολογία, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ιστορία των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, Πατρολογία, Χριστιανική Αρχαιολογία και Χριστιανική Αρχιτεκτονική, Δογματική, Συμβολική, Απολογητική, Ιστορία Δογμάτων, Χριστιανική Ηθική, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Λειτουργική, Κατηχητική, Ποιμαντική, Ομιλητική, Εγκυκλοπαιδεία της Θεολογίας, Φιλοσοφική Ηθική, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Ιστορία των Θρησκευμάτων, Βυζαντινή Μουσική και Υγιεινή. Για τους σπουδαστές που είναι τούρκοι υπήκοοι διδάσκεται το δίωρο καθ’ εβδομάδα μάθημα της Τουρκικής Φιλολογίας.
 Η Βιβλιοθήκη στην Σχολή.
Η Βιβλιοθήκη στην Σχολή.

Η βιβλιοθήκη της Σχολής, που θεωρείται μία από τις πιο πλούσιες στον κόσμο σε παλαιότυπα και σπάνια βιβλία, έχει την αρχή της στους βυζαντινούς χρόνους, αφού πολλά από τα χειρόγραφά της προέρχονται από την εποχή του Θεόδωρου Στουδίτη, του ιερού Φωτίου και της Αικατερίνης της Κομνηνής. Κύριος διοργανωτής και θεμελιωτής της βιβλιοθήκης, πριν ακόμη υπάρξει η Σχολή, υπήρξε ο πατριάρχης Μητροφάνης Γ΄ (1565-1572 και 1579-1580). Είναι εκείνος που μεταξύ άλλων δώρησε και 300 σπάνια χειρόγραφα, πολλά από τα οποία σώζονται σήμερα στην Αίθουσα Χειρογράφων της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης. Η βιβλιοθήκη πλουτίστηκε με διάφορες εκδόσεις από δωρεές και σημαντικές αγορές. 

Κύριος δωρητής της υπήρξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο οποίο ανήκει αυτή ως η δευτέρα Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, μετά από εκείνην που υπάρχει αυτοτελώς στο Φανάρι. Πριν από την λειτουργία της Σχολής η βιβλιοθήκη της Μονής ήταν πιθανώς εγκατεστημένη σε ιδιαίτερο χώρο του Πατριαρχείου. Μετά την ίδρυση της Σχολής ο πατριάρχης Γερμανός Δ΄ κατά την δεύτερή του πατριαρχεία (1852-53) και με προσωπικές δαπάνες κατασκεύασε διώροφο λιθόκτιστο κτίριο βιβλιοθήκης που χρησιμοποιήθηκε μέχρι το σεισμό του 1894. Από το 1986 μέχρι το 1927 τα βιβλία ήσαν τοποθετημένα στην μεγάλη αίθουσα της νοτιοδυτικής πλευράς του άνω πατώματος της Σχολής. 

Από το 1927 και μετά βρίσκονται στη σημερινή τους θέση στο υπόγειο της βόρειας πλευράς της Σχολής. Τμήμα ολόκληρο πρόσφατα με δαπάνη του Κ. Παμούκογλου διασκευάστηκε κατάλληλα ως αίθουσα περιοδικών, αναγνωστήριο και γραφείο του υπευθύνου της λειτουργίας της. Δωρητές και ευεργέτες υπήρξαν, εκτός από τους προαναφεθέντες, κυρίως οι απόφοιτοι της Σχολής, πατριάρχες, ιεράρχες, και άλλοι κληρικοί, καθηγητές της, διάφοροι ομογενείς φιλάνθρωποι, αδελφές Εκκλησίες, φίλες χριστιανικές Εκκλησίες, εκκλησιαστικά ιδρύματα και μεμονωμένα άτομα. Η βιβλιοθήκη λειτουργεί υπό την εποπτεία της Συνοδικής Επιτροπής επί των Βιβλιοθηκών και υπό την επίβλεψη τριών καθηγητών της Σχολής, με διευθυντή της τον εκάστοτε βιβλιοφύλακα. Εκτός της Μεγάλης αυτής Βιβλιοθήκης υπάρχει και άλλη, η Μαθητική Βιβλιοθήκη, που ιδρύθηκε, συντηρείται και διευθύνεται από το 1923 από τους σπουδαστές της Σχολής, υπό την εποπτεία του Σχολάρχη.


Θα πρέπει να σημειωθούν επίσης και ολίγα για τη σημασία και τους σκοπούς που υπηρετεί η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Η Σχολή, ως γνωστό, λειτουργεί με τη μορφή μοναστικής αδελφότητας σε τόπο γαλήνης και ησυχίας, σε πατριαρχική Μονή και μακριά από τον θόρυβο της πόλεως. Ζεί όμως μια έντονη ακαδημαϊκή και εκκλησιαστική ζωή κατά τα πρότυπα των αρχαίων εκκλησιαστικών και θεολογικών Σχολών της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Κωνσταντινουπόλεως. Στη Σχολή προετοιμάζονται οι τρόφιμοί της και καταρτίζονται στη θεολογική επιστήμη και την εκκλησιαστική τάξη. 

Η Σχολή υπηρετεί και καλύπτει τις επιστημονικές και ιερατικές ανάγκες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και των άλλων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και το σύνολο των συνοδικών αρχιερέων, πλήθος διαπρεπών ιεραρχών στην Ελλάδα και το εξωτερικό καθώς και σεβαστός αριθμός πανεπιστημιακών καθηγητών είναι απόφοιτοι ή προέρχονται από τη Σχολή της Χάλκης.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top