GuidePedia

0
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (᾿Ιωάν. ζ΄ 37-52, η΄ 12) Της Πεντηκοστής

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυὶδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυὶδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας.Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος.
Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Απόδοση στη νεοελληνική
Τόν καιρό ἐκείνο, τὴν τελευταίαν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς ἑορτῆς, ἐστάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐφώναξε δυνατά· Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ’ ἐμὲ καὶ ἂς πιῇ. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμέ, καθὼς εἶπε ἡ γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ. Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔπαιρναν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευαν σ’ αὐτόν· διότι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ. Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἀκουσαν αὐτά, ἔλεγαν· αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Προφήτης, ἄλλοι ἔλεγαν, αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ἄλλοι ἔλεγαν, μήπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Δὲν εἶπε ἡ γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαυΐδ καὶ ἀπὸ τὴν κωμόπολιν Βηθλεὲμ ὅπου ἦτο ὁ Δαυΐδ; Ἔγινε λοιπὸν διχασμὸς γι’ αὐτὸν μεταξὺ τοῦ πλήθους. Μερικοὶ ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε χέρι ἐπάνω του. Τότε ἐπέστρεψαν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶπαν, Γιατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐμίλησε ποτὲ ὅπως μιλεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ἀπεκρίθησαν· μήπως καὶ σεῖς ἔχετε πλανηθῆ; Ἐπίστεψε σ’ αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἢ τοὺς Φαρισαίους; Ὅσο γι’ αὐτὸν τὸν ὄχλον, ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμον εἶναι καταραμένος. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει εἰς αὐτὸν τὴν νύχτα καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς· καταδικάζει ἄνθρωπον, ὁ νόμος μας ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προηγουμένως καὶ μάθῃ τί ἔκανε; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐρεύνησε καὶ θὰ ἰδῇς, ὅτι δὲν ἔχει ἔλθει προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν. Πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐμίλησε καὶ εἶπε· Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήσῃ εἰς τὸ σκοτάδι ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ φῶς τῆς ζωῆς.




Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2,1-11) - Τα Μεγαλεία του Θεού

«Ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2,11)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὰ γενέθλιά της. Σὰν σήμερα παρουσιάστηκε στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία. 

Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χρυσᾶ νομίσματα ποὺ σκορπάει σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξαργυρώσω ἕνα. Εἶνε ὁ τελευταῖος στίχος τοῦ ἀποστόλου. Τὸν ἀκούσατε; Στὰ Ἰεροσόλυμα μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ εἶχαν μαζευτῆ χιλιάδες Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν Πεντηκοστή τους. Ἦταν ἀπὸ κάθε μέρος· ἄλλοι ἀπὸ τὸ Ἀραρὰτ καὶ τὴν Ἀρμενία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Καύκασο καὶ τὰ μέρη τῆς Περσίας, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ τὴν Καππαδοκία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Πόντο, τὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἰωνία, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴν Παμφυλία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Αγυπτο, τὴ Λιβύη καὶ τὴν Κυρήνη, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Ῥώμη, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴν Κύπρο, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Καθένας μιλοῦσε τὴ δική του γλῶσσα. Μόλις ὅμως ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο οἱ ἀπόστολοι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, κι ὅλο τὸ πλῆθος ἄκουγαν ἔκπληκτοι, καθένας στὴ γλῶσσα του, τὴ διδαχή τους, μὲ τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ ξέρῃ ὅλες τὶς γλῶσσες; Δὲν ὑπάρχει. Τὸ πολὺ - πολὺ νὰ μάθῃ ἕξι - ἑπτὰ γλῶσσες. Οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ὅμως μιλοῦν ὅλες τὶς γλῶσσες. Καὶ τὸ σπουδαῖο ποιό εἶνε· ὅτι τὶς ἔμαθαν μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Καὶ μόνο αὐτό; Μπορεῖ νὰ μάθῃς γλῶσσες σὰν τὸν παπαγάλο· ἀλλὰ τί λές; ποιό εἶνε τὸ περιεχόμενο τῶν λόγων σου; Ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι εἶνε σπουδαῖα. Τί ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι; Λαλοῦσαν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» - ἔτσι τελειώνει ὁ ἀπόστολος (Πράξ. 2,11). Ποιά εἶνε, λοιπόν, αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

Ὅπου νὰ κοιτάξῃς, βλέπεις μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὰ συνηθίσαμε καὶ δὲν τοὺς δίνουμε σημασία. Ἐὰν ἕνας τυφλὸς ἐκ γενετῆς θεραπευθῇ ξαφνικά, θὰ θαμπωθῇ τόσο, ὥστε συνεχῶς θὰ ρωτάῃ σὰν τὸ μικρὸ παιδί· ποιός τά ᾿κανε αὐτά; Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε, καὶ μάτια δὲν ἔχουμε. Ζοῦμε μέσα σ᾿ ἕνα πανόραμα. Ὅλη ἡ φύσις καὶ τὸ σύμπαν, ἰδού τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ διαλέγω τρεῖς - τέσσερις εἰκόνες. Θέ᾿ς νὰ δῇς μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; Ξύπνα νωρὶς τὸ πρωῒ νὰ δῇς πῶς βγαίνει ὁ ἥλιος. Τί μεγαλεῖο εἶν᾿ αὐτό! Ἢ περίμενε τὸ βράδυ νὰ βασιλέψῃ· «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ… Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,19,24). Μεγαλεῖο ἡ ἀνατολή, μεγαλεῖο ἡ δύσις τοῦ ἡλίου. Ἂν θέ᾿ς ἀκόμα, ἀνέβα σὲ μιὰ ψηλὴ κορφὴ ἢ πέταξε μὲ ἀεροπλάνο, κι ἀπὸ ᾿κεῖ δὲς τὸν κάμπο, τὰ ποτάμια, τὴ θάλασσα μὲ τὰ νησιά· ὅλα εἶνε μεγαλεῖο. Δὲν σοῦ ἀρκοῦν αὐτά; Τότε γίνε ἀστροναύτης καὶ βγὲς στὸ διάστημα, νὰ δῇς τὴ γῆ σὰν μιὰ τεράστια σφαῖρα νὰ στρέφεται μέσα στὸ ἄπειρο. Γεμᾶτο εἶνε τὸ σύμπαν ἀπὸ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ! Ἀλλὰ οἱ ἀπόστολοι δὲν μίλησαν τότε γι᾿ αὐτά. Οὔτε ἐγὼ σκοπεύω νὰ σᾶς περιγράψω ἐδῶ τὴν ἀνατολὴ ἢ τὸ ἡλιοβασίλεμα κ.τ.λ.. Ὅταν λέει ἐδῶ, ὅτι τὰ πλήθη τοὺς ἄκουγαν νὰ λαλοῦν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», δὲν ἐννοεῖ τὰ φυσικὰ μεγαλεῖα. Ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο. Θὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ θὰ τὸ προσέξετε; ἂν δὲν τὸ προσέξετε, πολύ θὰ λυπηθῶ καὶ εἰς μάτην θὰ πάῃ ὁ λόγος μου. Παραπάνω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, τὰ ποτάμια καὶ τὶς θάλασσες, ὑπάρχει ἕνα ἄλλο μεγαλεῖο. Ποιό; Πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε. Μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε μεγαλεῖο· ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ δῇς, πρέπει νὰ πιστεύῃς· ἂν δὲν πιστεύῃς, δὲν θὰ τὸ καταλάβῃς. Χρειάζονται μάτια πνευματικά. Τότε, μόλις ἀνοίξῃς τὴν ἁγία Γραφή, θὰ σὲ πάρουν φτερὰ ἀγγέλων καὶ θὰ σὲ ἀνεβάσουν - ποῦ; Ὄχι ἐκεῖ ποὺ ἀνέβηκαν οἱ ἀστροναῦτες, ἀλλὰ στὸν «τρίτον οὐρανόν» (Β΄ Κορ. 12,2), στὸ θρόνο τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας, θ᾿ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀντηχῇ μέσα στὸ χάος ἡ μεγάλη προσταγή· «Γενηθήτω φῶς» (Γέν. 1,3). Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ αὐτὸς ὁ λόγος. Γι᾿ αὐτὸ ἐμπρὸς στὶς λέξεις αὐτὲς στάθηκαν μὲ προσοχὴ οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες. Σὲ παίρνει κατόπιν ἄλλος ἄγγελος καὶ σ᾿ ἀνεβάζει ψηλά, στὴν κορυφὴ τοῦ Ἀραράτ, καὶ σοῦ δείχνει ἐκεῖ τὸ Νῶε, τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔμεινε μόνος, διότι ἡ ἀνθρωπότης ἔγινε σάρκες καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος ὅλος πνίγηκε ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ κατακλυσμοῦ. Μετὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος σὲ παίρνει καὶ καὶ σὲ ἀνεβάζει ἐπάνω στὸ ὅρος Σινὰ καὶ βλέπεις τὸ Μωυσῆ νὰ δέχεται τὶς δέκα ἐντολές, ποὺ οὐδέποτε ὣς τότε εἶχε ἀκούσει ὁ κόσμος. Δέκα δάχτυλα σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ δέκα εἶνε οἱ ἐντολές του. Κόβεις ἕνα δάχτυλό σου; Ὄχι. Καὶ ὅμως πολλοὶ τώρα εἶνε… μὲ κομμένα «δάχτυλα», κόβουν δηλαδὴ τὶς ἐντολές. Ἔ, ἐσὺ ποὺ κόβεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, πόσο μικρὸς καὶ ἀσήμαντος εἶσαι!… Ἀνοίγεις ἀκόμα τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἀκοῦς φωνὲς προφητῶν. Διάβασε τὸν Ἠσαΐα, διάβασε τὸν Ἰερεμία, διάβασε τὸ Δαυΐδ, διάβασε τὸν Ἰωήλ, ποὺ 800 χρόνια π.Χ. προφήτευσε γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ ὅτι θὰ ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸν κόσμο (βλ. Ἰωὴλ 3,1). Πήγαινε καὶ μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι ν᾿ ἀκούσῃς τρία παιδιὰ νὰ ψάλλουν «Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (βλ. Δαν. 3,34 κ.ἑ.). Κι ἅμα κλείσῃς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀνοίξῃς τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἐκεῖ ἀντηχεῖ ἐξαίσια ἁρμονία, μπροστὰ στὴν ὁποία οἱ μουσικὲς τῆς γῆς σιγοῦν. Μόλις ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιο, θ᾿ ἀκούσῃς οὐράνια στρατιὰ ἀγγέλων νὰ ψάλλῃ· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Ἐκεῖ ἀκοῦς τὸν διο τὸ Χριστὸ νὰ μιλάῃ. Θέ᾿ς νὰ δῇς θαύματα μεγάλα; ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν σὲ πείθουν αὐτά; εἶσαι ἄπιστος; Τότε διάβασε μιὰ φορά, δυὸ φορές, τρεῖς φορὲς τὰ πάθη τοῦ Κυρίου· κι ὅταν δῇς τὸ Γολγοθᾶ νὰ σείεται ὁλόκληρος, τότε μαζὶ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο θὰ γονατίσῃς κ᾿ ἐσὺ γιὰ νὰ πῇς «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Καὶ ἂν εἶσαι ἁμαρτωλός, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλός, κι ἂν τὰ χέρια σου εἶνε βουτηγμένα στὸ αἷμα, θὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸ λῃστή· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα ἔχει μέσα τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτὰ ἦταν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», γιὰ τὰ ὁποῖα μιλοῦσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἄκουγε τὸ πλῆθος.

Προτοῦ νὰ τελειώσω, ἀδελφοί μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πάρω μιὰ ζυγαριὰ νὰ ζυγίσω ὅλους, πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ ἔπειτα ἐσᾶς, νὰ δοῦμε πόσων καρατίων Χριστιανοὶ εμεθα. Σᾶς ἐρωτῶ· Οἱ ἀπόστολοι μιλοῦσαν γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», ἐμᾶς μᾶς ἀκούει κανεὶς νὰ μιλοῦμε γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ»; Ἦρθε κάποτε στὴν Ἑλλάδα ἕνας ξένος, ποὺ ἤξερε καλὰ τὰ ἑλληνικά. Ἄκουγε, ὅτι ἡ χώρα αὐτὴ κατοικεῖται ἀπὸ ὀρθοδόξους, ἔχει κληρικοὺς καὶ ἱεροκήρυκες, καὶ εἶπε· Ἂς πάω ἐκεῖ, νὰ βρῶ σωστοὺς Χριστιανούς. Στὸν Πειραιᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καράβι καὶ στὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ περπατοῦσε ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ πλοίου μέχρι τὴν ἄλλη. Ἤθελε νὰ μάθῃ τί κουβεντιάζουν οἱ Ἕλληνες (γιατὶ πές μου τί συζητᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι). Τέντωσε τ᾿ αὐτί του στὴ γέφυρα, στὸ κατάστρωμα, δεξιὰ - ἀριστερὰ σὲ ὅλες τὶς θέσεις. Σὲ μιὰ παρέα συζητοῦσαν πολιτικά, σὲ ἄλλη συζητοῦσαν γιὰ οἰκονομικά, κάποιοι νεώτεροι παραπέρα ἦταν ἕτοιμοι νὰ πιαστοῦν γιὰ τὸ ποδόσφαιρο, κάτι ἄλλοι μιλοῦσαν γιὰ ταινίες καὶ κινηματογραφικὰ ἔργα. Πιὸ πέρα συναντᾷ καὶ κάτι μεσόκοπους μὲ γκρίζα μαλλιά, ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε - τί; τὸ πῶς θὰ πάρουν διαζύγιο! Τρεῖς μέρες μέσ᾿ στὸ καράβι, μιὰ φορὰ μόνο ἄκουσε τὴ λέξι Θεός· ὄχι ὅμως ὡς δοξολογία, ἀλλὰ ὡς βλαστήμια δυστυχῶς! Ἀπογοητεύθηκε. Γι᾿ αὐτὸ ἐρωτῶ· ποιός πατέρας καὶ μάνα ἀπὸ σᾶς, ὅταν βρεθῇ στὸ σπίτι μὲ τὰ παιδιά, θὰ τοὺς μιλήσῃ γιὰ τὸ Θεό; Ἐνώπιον τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου, ἐνώπιον τῶν ἁγίων καὶ τῶν μακαρίων προγόνων μας, σᾶς ἐξορκίζω, ἂν ἔχετε γλῶσσα μιλᾶτε γιὰ τὸ Θεό μας, γιὰ τὸν Κύριό μας, γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Σήμερα οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν μουγγοί, ντρέπονται νὰ μιλήσουν. Καὶ ἡ αἰτία ποιά; Δὲν ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο, εμεθα σάρκες! Ἡ καρδιά μας εἶνε ψυχρά, μιὰ κολώνα πάγου ἔχουμε μέσα μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ λειώσῃ τὸν πάγο, νὰ θερμάνῃ τὴν καρδιά μας, καὶ τὸ στόμα μας, ἡ ζωή μας, ἡ ὕπαρξί μας, τὰ πάντα νὰ αἰνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ομιλία σε ιερό ναό των Ἀθηνῶν 13-6-1965

Δημοσίευση σχολίου

 
Top