kerkyrainfo.gr
saint.gr
myronzwhs.gr
Ο άγιος Τριμυθούντος
έλαβε μέρος και στις εργασίες της Συνόδου που συνεκλήθη το 342-43 στη Σαρδική
(σημερινή Σόφια) και υπέγραψε τα Πρακτικά της, όπως αναφέρει στη Β΄ Απολογία
του ο Μέγας Αθανάσιος.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας «φτάνει» στην Κέρκυρα
saint.gr
myronzwhs.gr
Ο Άγιος των
Κερκυραίων, και πολιούχος του νησιού, ο θαυματουργός Άγιος, που έσωσε πολλές
φορές το νησί των Φαιάκων με τα θαύματα του από την καταστροφή και την πείνα,
στον οποίο προστρέχουν χιλιάδες πιστοί μέχρι και σήμερα αναζητώντας παρηγοριά
και βοήθεια, ο Άι-Σπυρίδωνας δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στο νησί.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας
Ο Άγιος Σπυρίδων ο
Θαυματουργός, Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου εορτάζεις τις 12 Δεκεμβρίου.
Ανήκει στην ιερή
φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Γεννήθηκε το 270 μ.Χ.
και έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 - 337) και του γιου του
Κωνστάντιου (337 - 361).
Γενέθλια πατρίδα του
ο Άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και
που σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσία, αλλά την γειτονική
της κωμόπολη Άσσια.
Αυτό μας λέγει ο
Άγιος Τριφύλλιος, πρώτος Επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του Αγίου
Σπυρίδωνος. «Ούτος ουν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την
ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το
χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι
κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν
σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά.
Άνθρωπος, όπως λέμε
εμείς σήμερα του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου• και τέτοιος
πραγματικά ήταν ο Άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες,
φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι' αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν
με προσοχή και φόβο Θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει και ο θείος Παύλος για τον
μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα και η μητέρα του Ευνίκη
«εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Μόρφωση και ζωή
Γράμματα ο Άγιος δεν
έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες
της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του Θεού, ήταν ο καθημερινός και
αχώριστος σύντροφός του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο
σπίτι. Μαζί του και όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός. Μέσα
στο σακίδιό του, την γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του
γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μα και αξιομίμητη αλήθεια ήταν
τούτη η συνήθειά του! Μιλάει μόνη της.
Τούτο προσθέτουμε:
Εκεί στον κάμπο τον
πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο
κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του
Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές
ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή και αγάπη
παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, και αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει
τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.
Από τα πρώτα του
βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να
σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του
για την σωτηρία των γύρω του, μα και η αγάπη και η ταπείνωσή του, τον ανέβαζε και
σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις
δύσκολες ημέρες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας,
πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στον διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια
στους Χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308 - 313) συνελήφθη και ο ιερός Σπυρίδων. Ο
φλογερός και υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν
μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει
κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του και είχε βλαφθεί και το
ένα του μάτι.
Τους παλμούς της
καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει.
Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για
την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν
μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἠμᾶς». (Ρωμ. η΄ 18), έλεγε και επαναλάμβανε
από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.
Μετά την έκδοση του
«εδίκτου του Μεδιολάνου» (313), του διατάγματος δηλαδή του Μεγάλου Κωνσταντίνου
και του Λικινίου με το οποίο επιβαλλόταν στην αυτοκρατορία η ανεξιθρησκεία, ο
άγιος Σπυρίδων επέστρεψε στην Τριμυθούντα.
Ο Άγιος δημιουργεί
οικογένεια
Μα και στις ημέρες
της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την
απελευθέρωσή του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος
των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεώς του στον Χριστό έμεινε αμείωτη και η αγάπη
του πάντα υποδειγματική. Είπα στις ημέρες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί
νέος ο Άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια.
Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος
κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά την χαριτωμένη κόρη του,
την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος.
Όμως, ποτέ δεν
παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν,
ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίω ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο. Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον
εἰς τούς αἰώνας» (Ιώβ α΄ 21). Παρηγοριά στην θλίψη του βρήκε πάλι στα λόγια του
Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν
ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στην σωτηρία.
Η πανθομολογουμένη
από όλους ευσέβεια και αρετή του κατέστησε τον Άγιο σεβαστό και αγαπητό, όχι
μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι
δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα
ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στο πρόσωπό του ήταν
βέβαιοι πως θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την
ανακούφιση.
Ο Σπυρίδων ποιμένας
ψυχών
Έτσι, όταν κάποτε
πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον
Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους.
Αργότερα κλήρος και
λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον Άγιο πρώτο Επίσκοπό της
Τριμυθούντος. Και την θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός
βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια
του θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμί καί ταπεινός τή καρδία»
(Ματθ. ια΄ 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.
Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη
η προσωποποίηση της αγάπης και καλοσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα
ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου
Παύλου «τήν φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο Άγιος αγαπούσε
τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθίσει να ξεκουραστεί, να
διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο Επίσκοπος
μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων
στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο
ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος
Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητά του
υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό και ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον
καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή.
Άπειρα είναι τα
θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα,
συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του Θαυματουργού.
Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος
εκείνους, που με σταθερότητα και ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά
τους.
Σύμφωνα με τις
μαρτυρίες που υπάρχουν ο άγιος Σπυρίδων έλαβε μέρος στις εργασίες της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου, πού συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας το έτος 325, από
τον Μέγα Κωνσταντίνο. Είναι η εποχή κατά την οποία διάφοροι εκκλησιαστικοί
άντρες ασχολούνταν με το ζήτημα της θεότητας του Ιησού Χριστού. Ο πλέον
συστηματικός πολέμιος της θεότητας του Χριστού υπήρξε ο Άρειος, πρεσβύτερος της
Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Αν και ο Άρειος καθαιρέθηκε από τον Αλεξανδρείας
Αλέξανδρο και η διδασκαλία του αποδοκιμάστηκε από τοπική Σύνοδο, ο ίδιος και οι
οπαδοί του συνέχισαν να αναστατώνουν την Εκκλησία με τις αιρετικές απόψεις
τους. Έτσι ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α΄ οικουμενική Σύνοδο, στην οποία
μεταξύ των 318 πατέρων ήταν και ο άγιος Σπυρίδων, ο οποίος μάλιστα διεκρίθη.
Και να πως η χάρη και ο φωτισμός του Θεού χρησιμοποίησαν τον χωρίς σπουδαία
μόρφωση άγιο Σπυρίδωνα να υποστηρίξει τη θεότητα του Ιησού Χριστού: Ο Άρειος
και όσοι τον ακολουθούσαν, χρησιμοποιούσαν τη λογική και τη φιλοσοφία
προκειμένου να στηρίξουν τα κατά της θεότητας του Χριστού επιχειρήματα τους.
Τότε ο άγιος Σπυρίδων, ο απλός και ταπεινός αυτός επίσκοπος, θέλοντας να
αποδείξει ότι ο Θεός είναι τριαδικός και ο Υιός είναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», και
ότι «ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός πρό πάντων τῶν αἰώνων», άρα δεν είναι κτίσμα του,
πήρε στα χέρια του ένα κεραμίδι. Κάνοντας δε το σημείο του σταυρού, σφίγγει το
κεραμίδι λέγοντας! «Εις το όνομα του Πατρός», και από το κεραμίδι βγαίνει μία
φλόγα• «Και του Υιού», και από το κεραμίδι στάζει νερό• «Και του Άγιου
Πνεύματος», και στο χέρι του μένει το χώμα. Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων
εξηγεί με λόγια απλά: Το χώμα, το νερό και η φωτιά, δηλαδή τρία υλικά στοιχεία,
έκαναν το ένα κεραμίδι. Το ίδιο συμβαίνει και με την Άγια Τριάδα. Είναι ένας
Θεός, αποτελείται όμως από τρία Πρόσωπα• τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο
Πνεύμα, ομοούσια μεταξύ τους. Άρα ο Υιός δεν είναι κτίσμα του Πατρός. Έτσι η Α΄
οικουμενική Σύνοδος, με τη συμβολή και του αγίου Σπυρίδωνος, θέσπισε την
ομοουσιότητα του Χριστού με τον Θεό Πατέρα και αναθιμάτισε τον Άρειο και όσους
υποστήριξαν τις αιρετικές του απόψεις.
Το μακάριο τέλος
Ήλθε όμως ο καιρός, η
ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια
ζωή άδολης αγάπης και καλοσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει
τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο
θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το
348 μ.Χ. με τον θάνατο του Αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο
καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιό του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για
τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε την μεσιτεία του και τις πρεσβείες του
προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται
μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.
Τα πνευματικά του
παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμησή Του. Το λείψανό του στην ανακομιδή που
έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο και ευωδίαζε. Γι' αυτό και οι
κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μία
μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για
να είναι προσκύνημα των πιστών.
Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη
στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. Χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι
αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια
μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί
λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας
ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν
μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης,
Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου και ύστερα στην Κέρκυρα γύρω
στο 1460. Επί τρία ολάκερα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από
τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο
λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακιά άχυρα για τα οποία, σαν τον ρωτούσε
κανείς έλεγε, πως τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιό του.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας «φτάνει» στην Κέρκυρα
Όταν οι Σαρακηνοί
πάτησαν το νησί της Κύπρου πιστοί άνοιξαν τον τάφο του Άγιου Σπυρίδωνα,
προκειμένου να μεταφέρουν τα οστά του στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να τα
γλιτώσουν από τα χέρια των απίστων. Με έκπληξη όμως διαπίστωσαν ότι το σκήνωμα
του Αγίου διατηρείτο άθικτο ενώ ο τάφος του μοσχοβολούσε βασιλικό.
Το ιερό λείψανο
μεταφέρθηκε στη Βασιλεύουσα όπου και παρέμεινε μέχρι το 1456. Τότε, τρία χρόνια
μετά την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς, ένας πρεσβύτερος, κερκυραϊκής
καταγωγής, ο πάτερ Γεώργιος Καλοχαιρέτης, έκρυψε το ιερό σκήνωμα του Αγίου
Σπυρίδωνα καθώς και της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας, μέσα σ’ ένα καλάθι και
αφού τα σκέπασε με χόρτα, τα φυγάδευσε από την τουρκεμένη Κωνσταντινούπολη.
Διασχίζοντας με
μεγάλο κίνδυνο τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο έφτασε στην Κέρκυρα. Τα
ιερά λείψανα, που τοποθετήθηκαν αρχικά στο ναό του Αγίου Αθανασίου, τα
κληρονόμησαν οι τρεις γιοί του του Καλοχαιρέτη, Μάρκος, Λουκάς και Φίλιππος. Το
μερίδιο του ο Μάρκος, το σκήνωμα της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας, το δώρισε το
1483 στο λαό της Κέρκυρας. Οι κληρονόμοι του λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνα
προσπάθησαν να μεταφέρουν το άγιο λείψανο εκτός της Κέρκυρας αλλά συνάντησαν τη
σθεναρή αντίσταση των Κερκυραίων και εγκατέλειψαν το σχέδιο τους. Εν τέλει
μεταβίβασαν τα δικαιώματα τους στην κόρη του Φιλίππου, Ασημίνα.
Το λείψανο πέρασε
τελικά στην ιδιοκτησία της οικογένειας Βούλγαρη, ως προίκα της Ασημίνας, όταν
παντρεύτηκε το Σταματέλλο Βούλγαρη το 1520. Από τότε και για τέσσερις αιώνες
έως το 1925, βρισκόταν στην κυριότητα της οικογένειας. Αρχικά και μέχρι το 1528
το λείψανο μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Ταξιάρχου Μιχαήλ στο Καμπιέλο. Το
1528 ο Σταματέλλος Βούλγαρης το μετέφερε στο ναό, που έχτισε η οικογένεια προς
τιμήν του Αγίου στο προάστιο του Σαρόκκου (Αγίου Ρόκκου). Ωστόσο το 1537,κατά
τη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας της Κέρκυρας από τους Τούρκους, το σκήνωμα
μεταφέρθηκε για ασφάλεια στο ναό των Αγίων Αναργύρων στο Παλαιό Φρούριο και
επέστρεψε μετά τη λύση της πολιορκίας.
Το 1577 αποφασίστηκε
η κατεδάφιση του ναού, καθώς έπρεπε να επεκταθούν τα τείχη. Το λείψανο
μεταφέρθηκε προσωρινά και πάλι στο ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων στη
Γαρίτσα, μέχρι και το 1589, οπότε και πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια του
σημερινού ναού, η ολοκλήρωση του οποίου έγινε περίπου το 1594, και παραμένει
εκεί μέχρι και σήμερα.
Το 1967 ο ιερός ναός
του Αγίου Σπυρίδωνος της Κέρκυρας αναγνωρίστηκε επισήμως ως ίδιον Ν.Π.Δ.Δ με
Προεδρικό Διάταγμα, υπό την επωνυμία «Ιερόν Προσκύνημα Αγίου Σπυρίδωνος
Κερκύρας».
Θαύματα του αγίου Σπυρίδωνα
1.
Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή
οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τον
άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος
του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως
ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;
Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
2.
Κάποια άλλη φορά ο Άγιος Σπυρίδωνας,
ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο
σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στο άκουσμα της είδησης
κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα
έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη
ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή
μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου
Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον
ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: «Κυρά μου,
μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε
μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς
έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της
ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο
Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοι αἳ ἁμαρτίαι».
Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την
αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο
η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση
την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
3.
Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή
συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του.
Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα
της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί.
Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να
δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν
αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα
κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει
καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη
ετοίμασε το τραπέζι. Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο
ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτα
μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός». «Ναί! παιδί μου», είπε ο άγιος,
«κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο
σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό
που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να
τονωθείς». Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο
λέγοντας του. «Πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Την άλλη
μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του.
Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).
Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).
4.
Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν,
μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για
τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν
και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα
πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα
παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που
ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα
χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην
επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του
το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε
και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο
της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον
κλέφτη· αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και
εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4).]
5.
Στις αρχές του 17ου αιώνα μ.Χ. μια
τρομερή ανομβρία κτύπησε τα νησιά του Ιόνιου Πελάγους. Ιδιαίτερα τη νήσο
Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που
διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο
λαός πεινά. Υποφέρει. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος
τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί; Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η
παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (Ησαΐα, ν' 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού.
Στην εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνεί και
παρακαλεί. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται
τάχιστα.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄.
Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Τῆς Συνόδου τῆς
πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν• διὸ
νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες• καὶ ἐν τῷ μέλπειν
τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ
δοξάσαντι Χριστῷ• δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι• δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὰ
ἄνω ζητῶν
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς,
Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν
εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος
πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς θησαυρὸν τῆς
συμπαθείας ἀδαπάνητον καὶ τῶν θαυμάτων κρήνην ὄντως πολυχεύμονα μακαρίζομεν
Σπυρίδων σε Ἱεράρχα. Ἀλλ' ὡς ῥύστης τῶν καλούντων σε ὀξύτατος ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι
κακώσεων τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ πανεύφημε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄.
Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Ἐκ ποιμνίων προβάτων
τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ
Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ,
αὐτὴν ἐκτρεφόμενος• ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ
σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε• Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν
δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον
Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας
δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως,
ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν• οὗτος γὰρ θύων τῷ
βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος
η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων,
ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων
ο ποταμός• Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός• Χαίροις των λογίων του
Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Δημοσίευση σχολίου