Του εν αγίοις Πατρός ημών Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ Ο ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ
Ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ,
πρέπει νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἡ μετάνοια, κατὰ τὸν θεῖον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, εἶναι
μία ἐπαναστροφὴ ἀπὸ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν, καὶ ἀπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς
τὸν Θεόν. Λοιπόν, καὶ σὺ ἀγαπητέ μου, ἐὰν θέλῃς νὰ μετανοήσῃς καθὼς πρέπει, νὰ ἀφήσῃς
τὸν διάβολον καὶ τὰ ἔργα του, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν
πολιτείαν. Νὰ ἀφήσῃς τὴν ἁμαρτίαν ποὺ εἶναι παρὰ φύσιν, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς εἰς
τὴν ἀρετὴν ποὺ εἶναι κατὰ φύσιν. Νὰ μισήσῃς τὴν ἁμαρτίαν τόσο πολύ, ὥστε νὰ λέγῃς
καὶ σὺ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον Σου ἠγάπησα».
Καὶ λοιπόν, ἀδελφέ
μου, ἐὰν ὲν συνειδήσει καὶ μὲ συντριβὴν τῆς καρδίας σου, ὁμολογῇς, ὅτι ἐλύπησες
μὲ τὰς ἁμαρτίας σου τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τότε ὡς ἀληθῶς μετανοήσας, πρῶτον εἰπὲ
μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου: «Ἐξαγορεύσω (ἐξομολογοῦμαι) κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου
τῷ Κυρίῳ». Καὶ: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου,
ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λουκ. ιε´ 18). Ἀφοῦ δὲ εἰπῇς ταῦτα, δράμε εἰς
τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας μὲ τὴν ἀδίστακτον βεβαιότητα, ὅτι ἐκεῖ παρουσιάζεσαι
ὄχι μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ παντογνώστου Θεοῦ, τοῦ ἀπείρως ἐλεήμονος
καὶ ἀπείρως δικαιοκρίτου, καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης τῆς σῆς ἀναξιότητος καὶ
μηδαμινότητος, παράδοσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ
Πνευματικοῦ σου Πατρός, ὡς ἀναπολόγητος παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν.
Μὲ κατάνυξιν καὶ
πλείοναν ταπείνωσιν, μὲ συντετριμμένην καρδίαν, καθὼς ἐξομολογεῖτο ἡ πόρνη τὰς ἁμαρτίας
της, πρόσπεσον τῷ Θεῷ, διὰ νὰ σοῦ προσδεχθῇ τὴν ἐξομολόγησίν σου, καὶ νὰ σοῦ
δώσῃ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Διότι: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ
τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Τὴν κατάνυξιν δέ, καὶ τὴν ταπείνωσιν
πρέπει νὰ ἔχῃς, καὶ ὅταν ἀκόμη σὲ ἐλέγχῃ ὁ πνευματικὸς διὰ τὰ ἁμαρτήματά σου,
σιωπῶντας καὶ μὴ περικόπτων τὰ λόγια του, μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀλλὰ
δεχόμενος τὸν ἔλεγχον μετὰ χαρᾶς, ὡς νὰ σοῦ τὸ κάνῃ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καθὼς δὲ
συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Γενοῦ καὶ τῷ ἤθει καὶ τῷ λογισμῷ ὡς
κατάδικος ἐπὶ τῇ ἐξομολογήσει σου, εἰς γῆν νενευκώς, καὶ εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς
πόδας τοῦ ἰατροῦ, ὡς τοῦ Χριστοῦ, δάκρυσι βρέχων».
Δὲν θὰ πρέπει νὰ
κατηγορῇς τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον ὅταν ἐξομολογεῖσαι, προφασιζόμενος ὅτι αὐτοὶ ἔγιναν
αἴτιοι νὰ ἁμαρτήσῃς, καθὼς καὶ ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὔαν, καὶ ἡ Εὔα τὸν ὄφιν. Ἀλλὰ μόνον
τὸν ἑαυτόν σου νὰ κατηγορῇς, καὶ τὴν κακήν σου προαίρεσιν. «Εἰ θέλῃς κατηγορῆσαι,
κατηγόρησόν σου» σοῦ λέγει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος. Τί νὰ λέγῃς δὲ εἰς τὸν
πνευματικόν, σὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. «Εἰπὲ καὶ μὴ αἰσχυνθῇς.
Ἐμὸν τὸ τραῦμα πάτερ, ἐμὴ ἡ πληγή, ἐξ οἰκείας ραθυμίας, καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρου
προσγινομένη, οὐδεὶς ταύτης αἴτιος, οὐκ ἄνθρωπος, οὐ πνεῦμα, οὐ σῶμα, οὔ τι ἕτερον,
ἀλλ᾿ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια».
Πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι
μὲ ἀλήθειαν καὶ εὐθύτητα καρδίας, φανερώνων ὅλας σου τὰς ἁμαρτίας,
τοιουτοτρόπως, καθὼς τὰς ἔπραξες, τοῦ τόπου, τοῦ χρόνου, τῆς αἰτίας, τοῦ ἀριθμοῦ
καὶ τοῦ τρόπου, (ἄνευ τῶν ὁνομάτων τῶν προσώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα πιθανὸν νὰ
ἥμαρτες) χωρὶς νὰ προσθέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς τὰς μισὰς ἁμαρτίας σου εἰς ἕνα
πνευματικόν, καὶ τὰς ἄλλας μισὰς εἰς ἄλλον, καθὼς κάμουν μερικοί. Ἀλλὰ νὰ ἐξομολογηθῇς
σὲ ἕνα πνευματικὸν ἀπλά, μὲ καρδίαν ἄδολον καὶ ἀληθινὴν μετάνοιαν. Διότι ἂν ἐξομολογηθῇς
μὲ δόλον καὶ ἐπιφανειακὰ μόνον, νὰ ξεύρῃς ὅτι, δὲν θὰ γένῃ δεκτὴ ἡ ἐξομολόγησίς
σου εἰς τὸν Θεόν, ποῦ ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθειαν. «Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας».
Διὰ τοῦτο καὶ πρέπει
νὰ ἐξομολογῆσαι χωρὶς ἐντροπήν, διότι ἡ ἐντροπὴ ποὺ λαμβάνεις ὅταν ἐξομολογῆσαι,
σοῦ προξενεῖ δόξαν καὶ χᾶριν παρὰ τῷ Θεῷ. Ἡ ἐντροπὴ αὕτη σὲ κάνει νὰ ἐλευθερωθῇς
ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ἐντροπήν, τῆς ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, κατὰ τὸν Ἰωάννη
τῆς Κλίμακος: «Οὐ γὰρ ἔστιν ἐκτὸς αἰσχύνης, αἰσχύνης ἀπαλλαγῆναι». Τί ἐντρέπεσαι
ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ; Ὅταν ἔκαμες τὴν ἁμαρτίαν δὲν ἔντράπεις, καὶ τώρα ποὺ ἔφθασεν
ἡ ὥρα νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ ἀυτήν, ἐντρέπεσαι; Καὶ δὲν ἠξεύρεις πῶς ἡ ἐντροπὴ αὕτη εἶναι
τοῦ διαβόλου, ὅ ὁποῖος, ὅταν κάνῃς τὴν ἁμαρτίαν σοῦ δίδει θάρρος, καὶ ὅταν τὴν ἐξομολογῆσαι
σοῦ δίδει φόβον καὶ ἐντροπήν; Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «Δύο ταῦτα ἐστί,
ἁμαρτία καὶ μετάνοια. Ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, ὄνειδος, γέλως. Ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ, ἔπαινος,
παῤῥησία. Ἀλλ᾿ ἀντιστρέφει τὴν τάξιν ὁ Σατανᾶς, καὶ δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῷ,
ἐν μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ τὴν παρρησίαν, ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ τὴν αἰσχύνην. Σὺ δὲ μὴ πεισθῇς
αὐτῷ».
Ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε Ἄγγελον
διὰ πνευματικόν, ἢ Ἀρχάγγελον διὰ νὰ ἐντραπῇς, ἀλλὰ ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα ὁμοιοπαθῆ
σὰν καὶ ἐσένα, διὰ νὰ μὴν ἐντραπῇς, καὶ σὺ τὸν ἐντρέπεσαι; Πρέπει νὰ ξεύρῃς ἀδελφέ,
ὅτι ἡ ἐντροπὴ ποὺ μέλλεις νὰ λάβεις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, ἐὰν ἐδῶ ἐντραπῇς,
εἶναι φοβερωτέρα καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκότος, καὶ τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.
Οἱ μετανοοῦντες τὸν
παλαιὸν καιρόν, ἐστέκοντο εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξομολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας
των εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ποὺ εἰσήρχετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ σὺ ἀδελφέ μου, ὢν ἁμαρτωλός,
καὶ μπροστὰ σὲ ἕνα μόνον ἄνθρωπον ἐξομολογούμενος, διατὶ νὰ ἐντρέπεσαι;
Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος ἐν τῷ (περὶ ὑπακοῆς δ´) λόγῳ αὐτοῦ: «Εἰς τὸ Κοινόβιον τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς τοῦ Σινᾶ, ἐπῆγε ἕνας ἄνθρωπος ληστὴς καὶ φονεύς, ζητῶν νὰ γίνῃ Μοναχός. Ὁ
δὲ Ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου, ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ἐξομολογηθῇ παῤῥησίᾳ ἐνώπιον
πάντων τὰς ἁμαρτίας του. Αὐτὸς δὲ μετὰ χαρᾶς ἐδέχθη νὰ τὸ κάμῃ ἐφ᾿ ὅσον τὸν
πρόσταζε ὁ Προεστώς, ἀκόμη καὶ μέσα εἰς ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας. Καὶ
λοιπόν, ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, γενομένης Θείας Λειτουργίας, μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ Ἁγίου
Εὐαγγελίου, ἰδού, ἔρχεται ὁ ληστὴς ἐκεῖνος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς κατάδικος
συρόμενος ἀπό τινας ἀδελφούς, κτυπούμενος, δεδεμένας ἔχων ὀπίσω τὰς χεῖρας, ἐνδεδυμένος
σάκκον, καὶ στάκτην ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του. Ὅταν ἐπλησίασεν εἰς τὴν πόρταν τῆς
Ἐκκλησίας: στάσου τοῦ φωνάζει ὁ Ἡγούμενος, στάσου, διότι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ ἔμβῃς
ἐδῶ μέσα. Ὁ δὲ, νομίσας πῶς ἤκουσε καμμίαν βροντήν, καὶ ὄχι φωνὴν ἀνθρώπου,
πίπτει παρευθὺς εἰς τὴν γῆν μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μὲ τὰ δάκρυά του ἔβρεχε
τὸ ἔδαφος. Ἐν συνεχείᾳ τὸν προστάζει νὰ ἐξομολογηθῇ ὅλας του τὰς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ
ληστὴς τὰς ἐξομολογήθη ὅλας μίαν πρὸς μίαν.
Ἐδῶ βλέπομεν καὶ τὸ ἄπειρον
ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅταν ἐξομολογεῖτο οὗτος τὰς ἁμαρτίας του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ
εὑρισκομένους ἀδελφούς, ἔβλεπε ἕναν φοβερὸν ἄνδρα κρατοῦντα τετράδιον
γεγραμμένον εἰς χεῖράς του καὶ μία γόμα. Καὶ εὐθύς, ὅταν ἐξομολογεῖτο ὁ ληστὴς
τὴν κάθε του ἁμαρτίαν, ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ τὴν ἔσβηνε. Καὶ αὐτὸ ἦτον τὸ
δίκαιον. Διότι εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ
τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς Καρδίας μου». Παρευθὺς
δὲ μετὰ τὴν ἐξομολόγησιν, ἔκαμε ὁ Προεστὼς ἐκεῖνος, Μοναχὸν τὸν ληστήν, καὶ τὸν
ἐσυναρίθμησε μὲ τοὺς λοιποὺς Μοναχούς».
Δημοσίευση σχολίου