Του Γιώργου Χαρίτου*
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
στο έργο του «βιος και πολιτεία του αγίου
Κυρίλλου Αλεξανδρείας»[1]
κάνει εκτενείς αναφορά στο συμβάν της
δολοφονίας της «Παρθένου για την αγάπη του Χριστού» φιλοσόφου Υπατίας. [2]
Αναφέρει χαρακτηριστικά πως η «ευσεβής και ενάρετη» Υπατία υπερέβαινε
την σοφία των όλων τότε φιλοσόφων και μάλιστα πήγαιναν « Οἱ δὲ κληρικοί,
καὶ ἄρχοντες, καὶ πᾶς ὁ λαός, ἐτίμουν αὐτήν, καὶ ἤκουον μὲ ἀγάπην τὰς ψυχοφελεῖς
αὐτῆς συμβουλὰς καὶ νουθεσίας.» Η Ίδια μάλιστα η φιλόσοφος πολλές φορές είχε επενέβει για να υπάρξει ειρήνη μεταξύ του αγίου και του Υπάρχου της Αλεξανδρείας. «ἐπήγαινε μὲ πολλὴν πραότητα καὶ ταπείνωσιν, πότε εἰς τὸν ἕνα, καὶ πότε εἰς τὸν
ἄλλον, καὶ μὲ τὰ σοφὰ καὶ φρονιμώτατα λόγιά της, ἐκατάπεισε καὶ τοὺς δύο νὰ εἰρηνεύσουν».
Όταν ο πατριάρχης (Ο Κύριλλος) έφτασε στο ύπαρχο για να ζητήσει προσωπικά την
ειρήνευση, ο ύπαρχος «κακότροπος καὶ μνησίκακος ὤν, οὔτε καὶ ἀκούσῃ ἤθελε διὰ τὴν
εἰρήνην.»
Αυτό το συμβάν, όπως λέει ο άγιος Νικόδημος εκμεταλλεύτηκαν ορισμένοι
κύκλοι οι οποίοι «μισοῦντες τὴν εἰρήνην τοῦ Ἐπάρχου, καὶ τοῦ Πατριάρχου» και
καθώς η Υπατία βρίσκονταν στο σπίτι της «ὥρμησαν ἔξαφνα καταπάνω της, καὶ
σύροντες αὐτὴν βιαίως ἔξω ἀπὸ τὴν καρέταν της, καὶ σχίσαντες τὰ ἐνδύματά της,
τόσον ἐκτύπησαν αὐτὴν ἀνελεήμονα, ὥστε ὁποῦ τὴν ἐθανάτωσαν· καὶ δὲν ἐχόρτασεν οὔτε
ἕως τούτου ἡ κακία τους· ἀλλά, ὢ τῆς ἀπανθρωπίας, καὶ θηριώδους αὐτῶν ἀσπλαγχνίας!
καὶ εἰς τὸ νεκρὸν σῶμα τῆς Παρθένου ὁρμήσαντες, κατέκοψαν αὐτὸ εἰς κομμάτια,
καὶ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Κηνάρῳ, τὰ κομμάτια τούτου κατέκαυσαν.»
«Ταύτην τὴν ἐλεεινὴν
τραγῳδίαν καὶ συμφορὰν» την έμαθαν όλοι οι Αλεξανδρείς, και ιδίως οι Σοφοί, ενώ
ακόμα έφτασε και στους μοναχούς « ἐν τῷ Ὄρει τῆς Νητρίας» οι οποίοι
κατέβηκαν κάτω στην Αλεξάνδρεια στήνοντας
ενέδρα στον Ύπαρχο «ὑβρίζοντες αὐτόν, καὶ ὀνομάζοντές τον Ἕλληνα καὶ εἰδωλολάτρην·».
Ένας από τους μοναχούς αυτούς, πέταξε πέτρα στον Ύπαρχο τον οποίο όμως και
μοναχό τον έπιασε η φρουρά του υπάρχου. Ο Ύπαρχος θεώρησε ότι τους έβαλε ο
Πατριάρχης, «ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ τόσον σκληρὰ ἐβασάνισε τὸν Ἀμμώνιον(ο
μοναχός που πέταξε την πέτρα) ἐν μέσῳ τῆς πόλεως, ἕως ὁποῦ τὸν ἐθανάτωσεν.»
Όταν το έμαθε αυτό ο Πατριάρχης λυπήθηκε πολύ και έστειλε ανθρώπους να βρουν το
σώμα του μοναχού και να το θάψουν.
Το γεγονός αυτό, όπως
συνεχίζει ο άγιος, έδωσε θάρρος στους Εβραίους της Αλεξάνδρειας, η οποίοι ως «Χριστοκτόνοι
καὶ θεοκτόνοι» έφτιαξαν ένας μεγάλο σταυρό, απήγαγαν ένα παιδί Χριστιανικής
οικογένειας, «γυμνώσαντες αὐτό, τὸ ἐσταύρωσαν εἰς τὸν σταυρόν, ὄχι μὲ καρφία, ἀλλὰ
μὲ λεπτὲς βέργες· εἶτα ἀφ᾿ οὗ τὸ κατεγέλασαν πολλά, τὸ ἐνέπτυσαν εἰς τὸ
πρόσωπον, καὶ τὸ ἐπερίπαιξαν, παρομοίως μὲ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔκαμαν οἱ πατέρες τους εἰς
τὸν Κύριον· τέλος πάντων, τόσον πολλὰ τὸ ἔδειραν, ἕως ὁποῦ τὸ ἐθανάτωσαν· καὶ οὕτω
τὸ εὐλογημένον ἐκεῖνο παιδίον, ἔγινε κοινωνὸς καὶ μιμητὴς τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. »
Όταν το έμαθε αυτό ο Κύριλλος το ανέφερε με πολύ θλίψη στον Αυτοκράτορα(
Θεοδόσιο τον μικρό) και εκείνος, αν και αργοπόρησε απέδωσε την δικαιοσύνη,
δηλαδή τιμώρησε τους ηγέτες των εβραίων ενώ ακόμα έπαυσε τον Ύπαρχο Ορέστη από
το αξίωμα του.
Η
Όλη παραπάνω αναφορά ανατρέπει τα γνωστά, περί έχθρας της Υπατίας και του Κυρίλλου
η οποία μάλιστα εργάζονταν για την ομόνοια μεταξύ του αγίου και του Υπάρχου της
Περιοχής, και μεταβιβάζει την δολοφονία «τινὲς στασιώδεις, καὶ μισοῦντες τὴν εἰρήνην
τοῦ Ἐπάρχου, καὶ τοῦ Πατριάρχου» ενδεχομένως δηλαδή στους Εβραίους της κοινότητας,
αλλά και σε άλλες αιρετικές ομάδες τις οποίες και ‘’κυνηγούσε’’ ο άγιος Κύριλλος.
Μάλιστα την Υπατία την εγκομιάζει με τα εξής λόγια: «Εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας
ἦτον μία παρθένος φιλόσοφος, ὀνομαζομένη Ὑπατία, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, θυγάτηρ
Θεωνᾶ τοῦ Φιλοσόφου· ἀπὸ τὸν ὁποῖον διδασκομένη τὴν Φιλοσοφίαν ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας,
τοσοῦτον ἐπρόκοψεν, εἰς τρόπον, ὅτι ὑπερέβαινεν εἰς τὴν σοφίαν ὅλους τοὺς
φιλοσόφους τοῦ τότε καιροῦ· καθὼς δὲ αὕτη γράφει καὶ ὁ σοφὸς Συνέσιος ὁ τῆς
Κυρήνης Ἐπίσκοπος, καὶ μὲ ἐγκώμια τὴν ἐπαινεῖ. Αὕτη ἐφύλαττε καθαρὰν παρθενίαν,
καὶ νὰ ὑπαντρευθῇ δὲν ἠθέλησε, κυρίως μὲν καὶ ἑξαιρέτως διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ἀκολούθως δέ, καὶ διὰ νὰ ἠμπορῇ ἀταράχως νὰ καταγίνεται εἰς τὰ βιβλία
τῆς φιλοσοφίας. »
Για του λόγου του αληθές σας παραθέτουμε ολόκληρο το απόσπασμα:
Εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας ἦτον μία παρθένος φιλόσοφος, ὀνομαζομένη Ὑπατία, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, θυγάτηρ Θεωνᾶ τοῦ Φιλοσόφου· ἀπὸ τὸν ὁποῖον διδασκομένη τὴν Φιλοσοφίαν ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, τοσοῦτον ἐπρόκοψεν, εἰς τρόπον, ὅτι ὑπερέβαινεν εἰς τὴν σοφίαν ὅλους τοὺς φιλοσόφους τοῦ τότε καιροῦ· καθὼς δὲ αὕτη γράφει καὶ ὁ σοφὸς Συνέσιος ὁ τῆς Κυρήνης Ἐπίσκοπος, καὶ μὲ ἐγκώμια τὴν ἐπαινεῖ. Αὕτη ἐφύλαττε καθαρὰν παρθενίαν, καὶ νὰ ὑπαντρευθῇ δὲν ἠθέλησε, κυρίως μὲν καὶ ἑξαιρέτως διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκολούθως δέ, καὶ διὰ νὰ ἠμπορῇ ἀταράχως νὰ καταγίνεται εἰς τὰ βιβλία τῆς φιλοσοφίας. Ὅθεν οἱ μὲν σπουδαῖοι ἄνδρες, ἔτρεχαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἀπὸ κάθε μέρος, διὰ νὰ ἰδοῦν, καὶ νὰ ἀκούσουν τὴν σοφίαν τῆς Φιλοσόφου ταύτης Ὑπατίας. Οἱ δὲ κληρικοί, καὶ ἄρχοντες, καὶ πᾶς ὁ λαός, ἐτίμουν αὐτήν, καὶ ἤκουον μὲ ἀγάπην τὰς ψυχοφελεῖς αὐτῆς συμβουλὰς καὶ νουθεσίας. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ Φιλόσοφος καὶ παρθένος, ἀγαπῶσα νὰ εἰρηνεύσῃ πρὸς ἀλλήλους τὸν Πατριάρχην καὶ τὸν Ἔπαρχον, ἐπήγαινε μὲ πολλὴν πραότητα καὶ ταπείνωσιν, πότε εἰς τὸν ἕνα, καὶ πότε εἰς τὸν ἄλλον, καὶ μὲ τὰ σοφὰ καὶ φρονιμώτατα λόγιά της, ἐκατάπεισε καὶ τοὺς δύο νὰ εἰρηνεύσουν. Ἀγκαλὰ καὶ ὁ Ἁγιώτατος Πατριάρχης, καὶ πρὸ τούτου ἀκόμη ἐζήτει νὰ εἰρηνεύσῃ μετὰ τοῦ Ἐπάρχου, ἀλλὰ ἐκεῖνος κακότροπος καὶ μνησίκακος ὤν, οὔτε καὶ ἀκούσῃ ἤθελε διὰ τὴν εἰρήνην.
Εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας ἦτον μία παρθένος φιλόσοφος, ὀνομαζομένη Ὑπατία, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, θυγάτηρ Θεωνᾶ τοῦ Φιλοσόφου· ἀπὸ τὸν ὁποῖον διδασκομένη τὴν Φιλοσοφίαν ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, τοσοῦτον ἐπρόκοψεν, εἰς τρόπον, ὅτι ὑπερέβαινεν εἰς τὴν σοφίαν ὅλους τοὺς φιλοσόφους τοῦ τότε καιροῦ· καθὼς δὲ αὕτη γράφει καὶ ὁ σοφὸς Συνέσιος ὁ τῆς Κυρήνης Ἐπίσκοπος, καὶ μὲ ἐγκώμια τὴν ἐπαινεῖ. Αὕτη ἐφύλαττε καθαρὰν παρθενίαν, καὶ νὰ ὑπαντρευθῇ δὲν ἠθέλησε, κυρίως μὲν καὶ ἑξαιρέτως διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκολούθως δέ, καὶ διὰ νὰ ἠμπορῇ ἀταράχως νὰ καταγίνεται εἰς τὰ βιβλία τῆς φιλοσοφίας. Ὅθεν οἱ μὲν σπουδαῖοι ἄνδρες, ἔτρεχαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἀπὸ κάθε μέρος, διὰ νὰ ἰδοῦν, καὶ νὰ ἀκούσουν τὴν σοφίαν τῆς Φιλοσόφου ταύτης Ὑπατίας. Οἱ δὲ κληρικοί, καὶ ἄρχοντες, καὶ πᾶς ὁ λαός, ἐτίμουν αὐτήν, καὶ ἤκουον μὲ ἀγάπην τὰς ψυχοφελεῖς αὐτῆς συμβουλὰς καὶ νουθεσίας. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ Φιλόσοφος καὶ παρθένος, ἀγαπῶσα νὰ εἰρηνεύσῃ πρὸς ἀλλήλους τὸν Πατριάρχην καὶ τὸν Ἔπαρχον, ἐπήγαινε μὲ πολλὴν πραότητα καὶ ταπείνωσιν, πότε εἰς τὸν ἕνα, καὶ πότε εἰς τὸν ἄλλον, καὶ μὲ τὰ σοφὰ καὶ φρονιμώτατα λόγιά της, ἐκατάπεισε καὶ τοὺς δύο νὰ εἰρηνεύσουν. Ἀγκαλὰ καὶ ὁ Ἁγιώτατος Πατριάρχης, καὶ πρὸ τούτου ἀκόμη ἐζήτει νὰ εἰρηνεύσῃ μετὰ τοῦ Ἐπάρχου, ἀλλὰ ἐκεῖνος κακότροπος καὶ μνησίκακος ὤν, οὔτε καὶ ἀκούσῃ ἤθελε διὰ τὴν εἰρήνην.
Τούτων οὕτως ἐχόντων,
μίαν τῶν ἡμερῶν, ὅταν ἐγύριζεν ἡ φιλόσοφος αὕτη μὲ τὴν καρέταν της εἰς τὸν οἶκον
της· τινὲς στασιώδεις, καὶ μισοῦντες τὴν εἰρήνην τοῦ Ἐπάρχου, καὶ τοῦ
Πατριάρχου, ὥρμησαν ἔξαφνα καταπάνω της, καὶ σύροντες αὐτὴν βιαίως ἔξω ἀπὸ τὴν
καρέταν της, καὶ σχίσαντες τὰ ἐνδύματά της, τόσον ἐκτύπησαν αὐτὴν ἀνελεήμονα, ὥστε
ὁποῦ τὴν ἐθανάτωσαν· καὶ δὲν ἐχόρτασεν οὔτε ἕως τούτου ἡ κακία τους· ἀλλά, ὢ τῆς
ἀπανθρωπίας, καὶ θηριώδους αὐτῶν ἀσπλαγχνίας! καὶ εἰς τὸ νεκρὸν σῶμα τῆς
Παρθένου ὁρμήσαντες, κατέκοψαν αὐτὸ εἰς κομμάτια, καὶ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Κηνάρῳ,
τὰ κομμάτια τούτου κατέκαυσαν.
Ταύτην τὴν ἐλεεινὴν
τραγῳδίαν καὶ συμφορὰν μαθόντες ὅλοι οἱ Ἀλεξανδρινοί, ἐλυπήθησαν εἰς τὸ ἄκρον,
καὶ μάλιστα οἱ σπουδαῖοι καὶ σοφοί· ἔμαθον δὲ πρὸς τούτοις τὴν ταραχὴν ταύτην
καὶ οἱ ἐν τῷ Ὄρει τῆς Νητρίας κατοικοῦντες Μοναχοί, καὶ πλησθέντες ζήλου, ἐσυνάχθησαν
ἕως πεντακόσιοι· καὶ δὴ κατελθόντες εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, πρὸς βοήθειαν καὶ
διαφένδευσιν τοῦ Πατριάρχου, εὑρίσκουσι κατὰ τύψην εἰς τὸν δρόμον τὸν Ἔπαρχον
καθήμενον εἰς καρέταν, καὶ παρευθὺς ἄρχισαν νὰ φωνάζουν, ὑβρίζοντες αὐτόν, καὶ ὀνομάζοντές
τον Ἕλληνα καὶ εἰδωλολάτρην· (ἐπειδὴ ὄντας πρότερον Ἕλληνας, εἶχε λάβη πρὸ ὀλίγου
τὸ Βάπτισμα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν). Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς ὁ πλέον
θυμώδης, ἔῤῥιψε πέτραν κατὰ τοῦ Ἐπάρχου, καὶ τὸν ἐβάρεσεν εἰς τὴν κεφαλήν.
Συναχθέντες πλῆθος λαοῦ, ἐχώρισαν τοὺς Μοναχοὺς ἀπὸ τὸν Ἔπαρχον· ἀλλ᾿ οἱ ὑπηρέται
τοῦ Ἐπάρχου ἐπίασαν ἕνα Μοναχὸν ὀνόματι Ἀμμώνιον, καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν ἔπαρχον,
ὁ ὁποῖος ὑποπτευόμενος, πὼς ὁ Ἅγιος ἐκίνησε τοὺς Μοναχοὺς κατ᾿ αὐτοῦ, ἄναψεν ἀπὸ
τὸν θυμόν, καὶ τόσον σκληρὰ ἐβασάνισε τὸν Ἀμμώνιον ἐν μέσῳ τῆς πόλεως, ἕως ὁποῦ
τὸν ἐθανάτωσεν. Ὅπερ μανθάνωντας ὁ Ἅγιος ἐλυπήθη, καὶ ἀποστείλας, ἔλαβε τὸ σῶμα
τοῦ Μοναχοῦ, καὶ τὸ ἐνταφίασε μὲ τιμήν.
*Φοιτητής της
Θεολογικής Σχολής Αθηνών
[1] ΒΙΟΣ
ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΔΙΑΠΡΕΨΑΝΤΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ υχ´ (420). ΣΥΝΕΡΑΝΙΣΘΕΙΣ
ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΣΩΖΟΜΕΝΟΥ, Καί τινων ἄλλων Ἐκκλησιαστικῶν Ἱστοριογράφων.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΣΩΖΟΜΕΝΟΥ, Καί τινων ἄλλων Ἐκκλησιαστικῶν Ἱστοριογράφων.
Ἐκ τῆς ἐκδόσεως «Νέον Ἐκλόγιον», Βενετία 1803,
σελ.154-164 ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
[2] Αναρτημένο
το συγκεκριμένο βιβλίο στην ιστοσελίδα users.uoa.gr
Δημοσίευση σχολίου