«σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;»
Του Γιώργου Χαρίτου, Φοιτητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών
Τα περισσότερα σημεία
που εποίησε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ήταν την μέρα του Σαββάτου. «τὸ
σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον»[1]. Ένα από
αυτά τα θαυμαστά σημεία Του ήταν η θεραπεία του Τυφλού[2].
Καθώς, λοιπόν, ο
Ιησούς περπατούσε είδε κάποιον άνθρωπο τυφλό. Μάλιστα οι μαθητές Του τον ρωτούν
«ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ,
ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;». Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή Παράδοση και το Ιουδαϊκό Ταλμούδ[3] οι εκ
γενετής άρρωστοι άνθρωποι θεωρούνταν πως ήταν τιμωρημένοι από τον Θεό λόγο
αμαρτιών των ιδίων ή και ακόμα των γονέων τους. Μάλιστα ο ίδιος ο λαός τους κρατούσε
μακριά από τους ίδιους, οι οποίοι μάλιστα τους είχαν και στο περιθώριο. Ο
Ιησούς, όμως ως Θεάνθρωπος τους απαντά πως «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς
αὐτοῦ» αλλά γεννήθηκε έτσι, ώστε να
φανερωθεί η δόξα του Θεού.
Ο Ιησούς έπεσε κάτω στο έδαφος και αφού πήρε λίγο χώμα, έφτυσε σε αυτό,
και αφού έφτιαξε πηλό το έβαλε στα μάτια του τυφλού, προστάζοντας τον να πάει
να πλυθεί στὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ[4].
Αφού το έπραξε αυτό ο τυφλός πράγματι βρήκε το Φως Του. Ο Χριστός εδώ, ως φιλάνθρωπος
Πατήρ, θεραπεύει το δημιούργημα Του με τα ίδια στοιχεία όπου χρησιμοποίησε για
να τον φτιάξει στην Δημιουργία[5]!
Χώμα, νερό, το οποίο στην συνέχεια έκανε πυλό!
Μόλις τον είδε ο πολύς κόσμος τον τυφλό αναρωτιόνταν λέγοντας «οὐχ οὗτός
ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;». Μάλιστα υπήρχε διχογνωμία μεταξύ του
πλήθους. Μόλις το αντιλήφτηκαν αυτό οι Φαρισαίοι, τον κάλεσαν και άρχισαν να
τον ρωτούν «πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;» Ο Ίδιος τους είπε πως
κάποιος εν ονόματι Ιησούς αφού τον πλησίασε του έβαλε πηλό στα μάτια, και αφού ξεπλύθηκε
ξαναβρήκε το φως του. Όταν τον ρώτησαν αν γνωρίζει που είναι εκείνος απάντησε «οὐκ
οἶδα.»
Οι Φαρισαίοι είχαν ίδη ετοιμάσει την κατηγορία, προς τον Ιησού. «ἦν δὲ
σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.»
Ήταν Σάββατο.[6]
Οι Φαρισαίοι ρωτούν ξανά τον τυφλό τις ίδιες ερωτήσεις, ενώ ο ίδιος απαντά ξανά
ότι είχε απαντήσει και προηγουμένως. «ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος
ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς
δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.»
Οι Φαρισαίοι μη πιστεύοντας ξανά τον τυφλό, καλούν τους γονείς του για να
επιβεβαιώσουν ότι πράγματι ήταν τυφλός εκ γενετής. «οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ
υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν
αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν·» Οι γονείς του μάλιστα συνεχίζουν
λέγοντας προς τους Φαρισαίους πως ο ίδιος είναι σε κατάλληλη ηλικία για να
απαντήσει, και να ρωτήσουν εκείνον για το πώς είδε. Οι γονείς του εδώ, θα
λέγαμε πετάνε το μπαλάκι στο γιό τους. Ο Φόβος μην χαρακτηριστούν μαθητές του
Ιησού ήταν μεγάλος, και το κόστος μεγαλύτερο. Αν λέγονταν κάτι τέτοιο, θα
θεωρούνταν αποσυνάγωγοι κάτι το οποίο ήταν πολύ άσχημο εκείνη την εποχή.
Απαγορεύονταν στον θεωρούμε αποσυνάγωγο να εισέλθει στην συναγωγή, καθόλη την
διάρκεια της ζωής του ήταν υποχρεωμένος να ζει μέσα στα μαύρα ρούχα, ενώ η
κοινωνία τον είχε καθαιρέσει, τον είχε αποσχίσει από τα σπλάχνα της. Έτσι οι
Φαρισαίοι λένε στον τυφλό να δοξάσει τον Θεό, διότι οι ίδιοι γνώριζαν ότι ο
Ιησούς δεν μπορεί παρά να είναι ένας αμαρτωλός άνθρωπος αφού, ως οι ίδιοι
πίστευαν, καταπατούσε το Σάββατο, άρα δεν μπορεί να είναι του Θεού.
Ο Τυφλός, γυρίζοντας τους απαντά «εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα,
ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω.» Οι Φαρισαίοι ρωτούν και Τρίτη φορά τον τυφλό, ρωτώντας
τον ξανά πως θεραπεύτηκε. «εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε
ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; » ‘’Σας είπα Ίδη,
και δεν ακούσατε, του απαντά, τι θέλετε πάλι να ακούσετε; μήπως και εσείς θέλετε
εκείνου να γίνετε μαθητές;’’. Στο άκουσμα αυτής της πρότασης αυτοί χτυπάνε
αυτόν και τον κατηγορούν ότι ήταν μαθητής Του, ενώ συνεχίζουν λέγοντας του πως
αυτοί είναι μαθητές του Μωυσή.
«εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ
Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις
σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.»
Μόλις έμαθε ο Ιησούς ότι έδιωξαν αυτόν οι Φαρισαίοι πήγε και τον βρήκε. Σε
αυτό το σημείο συμβαίνει η διαχρονική, από μέρος του Κυρίου, ερώτηση προς τον
Τυφλό, αλλά και προς τον σημερινό αναγνώστη της παραβολής. «σὺ πιστεύεις εἰς
τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;»
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η ζωή του τυφλού είχε μεταμορφωθεί. Το Φως του
κόσμου, ο Ιησούς, του είχε δώσει το Φως τον ματιών του. Έμενε μόνο να δεχτεί ο
τυφλός και την φώτιση της Καρδιά του. Ο Κύριος αυτό ακριβώς το προσφέρει
ολόχερα στον τυφλό, λέγοντας του, ‘’εσύ πιστεύεις στον Υιό Του Θεού;’’ Πράγματι,
πόσα θαύματα βλέπουμε καθημερινά στην ζωή μας; Πόσα σημεία ‘’ποιεί ο δυνατός’’
στην καθημερινή μας ζωή, ώστε να μας δήξει την αλήθεια; Ο Τυφλός, με απάντηση
μικρού παιδιά λέει στον Ιησού «καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;»
Και ο Ιησούς λέγει πάλι σε αυτόν «καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός
ἐστιν.» Ο Τυφλός, οποίος είχε μάτια ανοιχτά, πλέον, αντικρίζοντας τον
ευεργέτη του και σωτήρα του, δίχως άλλη ερώτηση τον αποδέχεται στην ζωή Του.
Τον Δέχεται ως τον Υιό Του Θεού. Και αμέσως έπεσε στο πάτωμα και Τον
προσκύνησε.
Ο Διήγηση της θεραπείας του τυφλού τελειώνει με το άκουσμα, από το στόμα
του Ιησού μίας προφητείας του Ησαΐα « οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες
τυφλοὶ γένωνται.»[7].
Με τον όρο εδώ πέρα «οι μη βλέποντες» ίσως να εννοούνται οι αμαρτωλοί, οι
ειδωλολάτρες, δηλαδή όχι με την κυριολεκτική σημασία αλλά με την πνευματική,
και οι οποίοι θα δουν (μέσο του Κηρύγματος των Αποστόλων στα Έθνη) σε
αντιδιαστολή με τους «βλέποντες» τους ζηλωτές και τους ακραίους υπερασπιστές
του νόμου, τους Φαρισαίους δηλαδή, όπου από εκεί όπου έβλεπαν τον Θεό, να τον
χάσουν μία για πάντα. Οι Φαρισαίοι μόλις το άκουσαν αυτό, τον ρώτησαν
χαρακτηριστικά μήπως αυτοί οι ίδιοι είναι τυφλοί. Τότε ο Ιησούς τους λέγει «εἰ
τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν
μένει.» δηλαδή πως ‘’ «Αν ήσασταν τυφλοί, δε θα είχατε αμαρτία. Τώρα όμως λέτε:
“Βλέπουμε”. Η αμαρτία σας μένει».
[1] Κατά
Μάρκον 2,27
[2] Κατά
Ιωάννην Άγιο Ευαγγέλιο 9:1-41
[3] Το
Ταλμούδ είναι μια ογκώδης, εξωβιβλική συλλογή εβραϊκών κειμένων, προϊόν του
μεσαιωνικού Ιουδαϊσμού, που αποτελεί τη συνέχεια της ιουδαϊκής Βίβλου και
περιλαμβάνει όχι μόνο κείμενα που αφορούν την ερμηνεία του μωσαϊκού Νόμου αλλά
και ποικίλο άλλο υλικό, νομικό, θεολογικό, ηθικό, επιστημονικό, ιστορικό,
λαογραφικό κ.λπ. έχοντας έτσι και εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Το Ταλμούδ
ερμηνεύεται ως μελέτη ή διδασκαλία του νόμου και ήταν έργο μορφωμένων ραββίνων,
οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ανώνυμοι. Μετά τον μωσαϊκό Νόμο, είναι
το έργο που επέδρασε όσο κανένα άλλο στη ζωή και τη σκέψη του Ιουδαϊσμού.
[4] Ήταν μία
δεξαμενή στην Ιερουσαλήμ, όπου σύμφωνα με την παράδοση κατέβαινε εκεί άγγελος
Κυρίου και τάραζε τα νερά. Όταν συνέβαινε αυτό τα πρώτα λεπτά, όσοι έμπαιναν
μέσα θεραπεύονταν.
[5] Γεν. 2,7 « καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον,
χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ
ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.»
[6] Κατά την
ημέρα του Σαββάτου δεν επιτρέπονταν να γίνετε καμία πράξη από τον άνθρωπο
σύμφωνα με την βιβλική διήγηση όπου αναφέρει «καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε.» Γεν.
2,2
[7] Ησαΐας 6:9-10
«ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· 10 ἐπαχύνθη
γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ
συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.»
Δημοσίευση σχολίου