«Θλίψη, οδύνη
αλλά και αγανάκτηση προκάλεσαν στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της τοπικής μας
Εκκλησίας τα όσα απαράδεκτα ελέχθησαν και επράχθησαν, για μια ακόμη φορά κατά
το διήμερο της επισήμου επισκέψεως του αιρεσιάρχη Πάπα κ. Φραγκίσκου του Α΄,
κατά την «θρονική εορτή» του Φαναρίου στις 30.11.2014. Δεχθήκαμε πολλές
διαμαρτυρίες ευσεβών χριστιανών και ερωτήματα και δώσαμε απαντήσεις,
τις οποίες θεωρήσαμε αναγκαίο να δημοσιεύσουμε στην παρούσα ανακοίνωσή μαςμε
σκοπό την ενημέρωσή τουπιστού λαού του Θεού, τον επιστηριγμό του στην αλήθεια
της Ορθοδοξίας και την προφύλαξή του από την αίρεση και από αυτούς, που την
εκφράζουν και την προωθούν.
Στο Φανάρι, σε
γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε, ότι επανελήφθη το ίδιο τυπικό και οι ίδιες
τελετουργικές φιέστες, που έλαβαν χώρα κατά την επίσκεψη του πρώην και νυν
«επιτίμου» Πάπα Βενεδίκτου του ΙΣΤ΄ στο Φανάρι το 2006. Είχαμε δηλαδή και
τώρα,όπως και τότε, μια πανηγυρική υποδοχή ενός αιρεσιάρχου ωσάν να ήταν
Ορθόδοξος επίσκοπος. Ο Πάπας προσφωνήθηκε ως «αγιώτατος» και ως κανονικός
επίσκοπος Ρώμης, εψάλη προς τιμήν του ένα κατάπτυστο «τροπάριο» («Πρωτοκλήτου
λυχνία τε, άγει εορτήν λαμπροφόρον, δεχομένη τον Πρόεδρον, Ρωμαίων Εκκλησίας
της σεπτής,…»), και ανεπέμφθη υπό του διακόνου ειδική δέηση «υπέρ του αγιωτάτου
επισκόπου και Πάπα Ρώμης». Κατά δε την θεία Λειτουργία της εορτής
είχαμε ουσιαστικά ένα ημι-συλλείτουργο. Και τούτο διότι ο Πάπας, φέρων
ωμοφόριο, δέχθηκε από τον Πατριάρχη και ανταπέδωσε τον λειτουργικό ασπασμό προ
της αγίας Αναφοράς, πράγμα το οποίο μόνο σε συλλειτουργούντες ιερείς και
αρχιερείς επιτρέπεται, απήγγειλε το «Πάτερ ημών», τον θυμιάτισαν ως κανονικό
επίσκοπο, ευλόγησε τον λαό, εν τέλει του παραχωρήθηκε ο άμβωνας προκειμένου να
ομιλήσει.
Συνεπής προς την νέα
Εκκλησιολογία του, περί διηρημένων Εκκλησιών, υπήρξε και η ομιλία του
Παναγιώτατου προς τον Πάπα κατά την Θεία Λειτουργία της εορτής. Περί της
καινοφανούς αυτής και εντελώς ξένης προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία θεωρίας,
έχει ήδη δημοσιευθεί πρόσφατα από την «Σύναξη κληρικών και μοναχών» ευστοχώτατο
και θεολογικότατο κείμενο με τίτλο «Η Νέα Εκκλησιολογία του Οικουμενικού
Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου» (http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx), το
οποίο υπέγραψαν μέχρι στιγμής έξι Μητροπολίτες, εκατοντάδες κληρικοί, ηγούμενοι
ιερών Μονών, μοναχοί και μοναχές και χιλιάδες λαϊκοί.Δεν θα μπούμε στο κόπο
να ανατρέψουμε μία προς μία τις περί διηρημένων Εκκλησιών θέσεις του κ.
Βαρθολομαίου, διότι ανατρέπονται με άριστο τρόπο, στο παρά πάνω μνημονευθέν
θεολογικότατο κείμενο, στο οποίο παραπέμπουμε τον αναγνώστη. Ούτε επίσης. τα
κατά παράβασιν των Ιερών Κανόνων, διαπραχθέντα κατά την διάρκεια της εορτής, διότι
πάνω σ’ αυτά αναφέρθηκε με πληρότητα και ακρίβεια στο ευστοχώτατο άρθρο του ο
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος με τίτλο: «Εκκλησιολογικώς και κανονικώς απαράδεκτα
όσα συνέβησαν εις το Φανάριον κατά το Συλλείτουργον με τον …Αγιώτατον». Θα
περιοριστούμε μόνο σε ορισμένους σχολιασμούς της ομιλίας του Παναγιωτάτου κατά
την Θεία Λειτουργία της εορτής.
Όπως αναφέρει: «διά
της πρό πεντήκοντα ετών συναντήσεως εκείνων (του Πάπα Παύλου του ΣΤ΄ και του
Οικ. Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου) εν τηΑγία Πόλει ο ρους της ιστορίας ήλλαξε
κατεύθυνσιν, αι παράλληλοι και ενίοτε συγκρουόμεναι πορείαι των Εκκλησιών ημών
συνηντήθησαν εις το κοινόν όραμα της επανευρέσεως της απολεσθείσης ενότητος
αυτών…». Ο Παπισμός και η Ορθοδοξία παρουσιάζονται ως δύο εκκλησίες, οι οποίες
ενώ έχουν την ίδια (υποτίθεται Ορθόδοξη) πίστη, κατά παράδοξο όμως τρόπο, έχουν
απωλέσει την ενότητά τους. Οι δύο αυτές εκκλησίες κατά τον «ρουν της ιστορίας»
κάποτε «συνηντήθησαν εις το κοινόν όραμα της επανευρέσεως της απολεσθείσης
ενότητος αυτών», χάρις στις, εδώ και 50 χρόνια, σύντονες προσπάθειες των
προκατόχων των Πάπα Παύλου του ΣΤ΄και Οικ. Πατριάρχου Αθηναγόρου.
Προς την κατεύθυνση
αυτή αγωνίζεται και ο ίδιος, όπως και οι προκάτοχοί του και καταβάλλει πάσαν
δυνατή προσπάθεια «προς άρσιν των επί χιλιετίαν όλην συσσωρευθέντων εμποδίων»,
διά μέσου του διαλόγου «μεταξύ αδελφών και ουχί ως άλλοτε, αντιπάλων, εν
ειλικρινεία ορθοτομούντων τον λόγον της αληθείας, αλλά και σεβομένων αλλήλους
ως αδελφούς». Κατά τον Παναγιώτατο ο Παπισμός δεν βρίσκεται εν αιρέσει, αφού
ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας, οι δε μεγάλες και χαώδεις δογματικές διαφορές
μας με τους Παπικούς σμικρύνονται, (δογματικός μινιμαλισμός), και βαφτίζονται
ως απλά εμπόδια, προφανώς μικρής σημασίας, τα οποία πρέπει πάση θυσία να
ξεπερασθούν. Αλήθεια πόσο αδελφοί μας, και όχι πλέον αντίπαλοι, μπορούν να
θεωρηθούν οι νεοναζί Ουνίτες Ουκρανοί, που σήμερα επιδίδονται σε κάθε είδους
θηριωδίες, βανδαλισμούς, ακόμη και σφαγές αθώων Ορθοδόξων Ουκρανών αδελφών μας;
Δεν είναι βεβαίως τυχαίο το γεγονός, ότι πρόσφατα ο Πάπας Φραγκίσκος ο Α΄
έστειλε στην Ουκρανία τον Καρδινάλιο της Βιέννης Christoph Shosoebornνα
γιορτάσει μαζί με την «ελληνο-καθολική εκκλησία», (δηλαδή την Ουνιτική
«εκκλησία»), την 25η επέτειο από την αποκατάστασή της, μετά την κατάρρευση του
μαρξιστικού καθεστώτος, εκφράζοντας έτσι το αγωνιώδες ενδιαφέρον του για την
Ουνία και αδιαφορώντας για την καταστροφή του Ορθοδόξου Ουκρανικού λαού. Επίσης
με έκπληξη διαπιστώσαμε, ότι ο κ. Βαρθολομαίος δεν ανέφερε τίποτε απολύτως για
τα δραματικά γεγονότα γενοκτονίας, που συντελούνται στην μαρτυρική Ορθόδοξη
Ουκρανία, για να μην θίξει προφανώς τον Πάπα, ο οποίος είναι και ο κύριος
υπεύθυνος του δράματος αυτού.
Ομιλεί επίσης για
τους κοινούς Πατέρες της πρώτης χιλιετίας, οι
οποίοι «την πίστιν ταύτην εβίωσαν και εδογμάτισαν…συνελθόντες εξ ανατολών και
δυσμών εν οικουμενικαίς συνόδοις, κληροδοτήσαντες αυτήν εις τας Εκκλησίας ημών
ως θεμέλιον ακλόνητον της ενότητος ημών». Για τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες
της δευτέρας χιλιετίας, τους στηλιτεύσαντας έργοις και λόγοις και συνοδικώς
αποκόψαντας εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως Παναίρεση τον Παπισμό,
ουδείς λόγος! Φαίνεται, ότι τους αγίους αυτούς (Μέγα Φώτιο, άγιο Γρηγόριο
Παλαμά, άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, άγιο Νικόδημο τον
αγιορείτη, άγιο Νεκτάριο, άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, κ.α.), πρέπει να τους
διαγράψουμε από το εορτολόγιο της Εκκλησίας, αφού, σύμφωνα με παλαιότερη ρήση
του κ. Βαρθολομαίου, «έπεσαν θύματα του αρχεκάκου όφεος», και τώρα βρίσκονται
υπόλογοι ενώπιον του δικαιοκρίτου Θεού!
Στη συνέχεια με
δεδομένο το γεγονός, ότι ο Παπισμός ετήρησε ανόθευτο και αναλλοίωτο τον θησαυρό
της πίστεως, θέτει το εξής ρητορικό ερώτημα: «πρός τί ηπιστότης ημών εις το
παρελθόν, εάν τούτο ουδέν σημαίνει διά το μέλλον»; Στρέφοντας δε το βλέμμα προς
το μέλλον, εκφράζει κατεπείγουσα την ανάγκη της από κοινού συνεργασίας για το
καλό της ανθρωπότητος: «Πώς θα επιβιώση αύριον μία ανθρωπότης σπαρασσομένη
σήμερον από ποικίλας διαιρέσεις, συγκρούσεις και εχθρότητας, πολλάκις μάλιστα
και εν ονόματι του Θεού; Πώς θα κατανεμηθή οπλούτος της γης δικαιότερον ώστε να
μη βιώση αύριον η ανθρωπότης τήν πλέον στυγεράν δουλείαν, την οποίαν εγνώρισέ
ποτε; Ποίον πλανήτην θα εύρουν α ιεπόμεναι γενεαί, διά να κατοικήσουν, όταν ο
σύγχρονος άνθρωπος εν τη απληστία του τον καταστρέη ανηλεώς και ανεπανορθώτως»;
Ήδη έχομε τονίσει σε
παλαιότερες ανακοινώσεις μας, ότι «από κοινού συνεργασία», μεταξύ Εκκλησίας και
αιρέσεως, ουδέποτε υπήρξε στην ιστορία και στην Παράδοσή της, διότι άνευ της
κοινής πίστεως δεν μπορεί να υπάρξει κοινή συμπόρευση και συνεργασία. «Μη
γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε
κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ. 6,14) φωνάζει ο απόστολος. Ποιά
«κοινωνία» και συνεπώς ποιά μορφή συνεργασίας, είτε στον κοινωνικό,
είτε στον φιλανθρωπικό, είτε σε οποιοδήποτε άλλο τομέα, μπορεί να υπάρξει
μεταξύ του «φωτός» της Εκκλησίας και του «σκότους» του Παπισμού; Καμία! Ένα
τέτοιο ενδεχόμενο το αποκλείει όχι μόνον ο απόστολος, αλλά και ολόκληρη η
πατερική και κανονική μας παράδοση. Οι άγιοι Πατέρες, αφ’ ής στιγμής
αναθεμάτιζαν και απέκοπταν συνοδικώς τους αιρετικούς από την Εκκλησία, ουδέποτε
διενοήθησαν οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με αυτούς. Αντίθετα συνιστούσαν στο
λαό τελεία αποχή και απομάκρυνση από αυτούς, όπως φεύγει κανείς από όφεως. Ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τον λόγον του αποστόλου: «Πείθεσθε
τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε…» (Εβρ.13,17), αναφέρει: «Πως ουν Παύλος φησί
‘πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Ανωτέρω ειπών ‘ων αναθεωρούντες
την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν’, τότε είπε ‘πείθεσθε τοις
ηγουμένοις υμών και υπείκετε’. Τι ούν φησίν όταν πονηρός ή και μη πεισόμεθα;
Πονηρός, πώς λέγεις; Ει μεν περί πίστεως ένεκεν, φεύγε αυτόν και παραίτησαι, μη
μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά καν άγγελος εξ’ ουρανού κατιών…».[1] Ο Μέγας
Αθανάσιος σε επιστολή του προς μοναχούς μεταξύ των άλλων λέγει: «…ών το φρόνημα
αποστρεφόμεθα, τούτους από της κοινωνίας προσήκει φεύγειν».[2]
Στη συνέχεια ο
Παναγιώτατος στρέφει τον λόγο προς το πρόσωπο του υψηλού επισκέπτου του και τον
εγκωμιάζει για τις «αρετές» και τα «χαρίσματα» με τα οποία είναι
προικισμένη η ψυχή του: «Κηρύττετε διά των λόγων Σας, αλλά προ πάντων και
κυρίως διά της απλότητος, της ταπεινοφροσύνης και της αγάπης προς πάντας, διά
των οποίων ασκείτε το υψηλόν Σας λειτούργημα. Εμπνέετε εμπιστοσύνην εις τούς
δυσπίστους, ελπίδα εις τούς απεγνωσμένους, προσδοκίας εις όσους αναμένουν μίαν
Εκκλησίαν στοργικήν προς πάντας». Ωστόσο, όπως ήδη και παλαιότερα έχομε
τονίσει, τέτοιου είδους έπαινοι δεν μπορούν να έχουν καμία θέση σε έναν
αιρετικό παρά μόνον σε Ορθοδόξους και μάλιστα, όχι σε όλους, αλλά μόνον σε
όσους εξ’ αυτών παρουσιάζουν στη ζωή τους καρπούς αρετής και αγιότητος. Και
τούτο διότι η αρετή δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά καρπός της συνέργειας
του ανθρωπίνου παράγοντος και της δωρεάς της Χάριτος του Θεού.
Η δε Χάρις του Θεού,
η οποία παρέχεται διά των μυστηρίων, είναι παρούσα και ενεργός μόνον εντός της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού όπως γνωρίζουμε τα μυστήρια των αιρετικών είναι άκυρα
και ανενεργά, μη παρέχοντα την Χάριν του αγίου Πνεύματος. Η αληθής και γνησία
πνευματικότης βιούται μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ βεβαίως στην
αίρεση και στην πλάνη. Η των δογμάτων ακρίβεια αποτελεί την ναπαραίτητη
προϋπόθεση, αποτελεί τον θεμέλιο για την ανοικοδόμηση της αληθούς και γνησίας
πνευματικής ζωής. Πίστις και έργα, δόγμα και ζωή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα
μεταξύ τους, έτσι ώστε αλλοίωσις του ενός να φέρει αναπόφευκτα αλλοίωση και του
άλλου. Οάγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων παρατηρεί σχετικά: «Ο της θεοσεβείας τρόπος
εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών. Και ούτε τα
δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων
έργα τελούμενα, προσδέχεται ο Θεός».[3] «Βίος διεφθαρμένος πονηρά τίκτει
δόγματα»[4] συμπληρώνει οάγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό, «ουδέν γάρ
όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων. Ώσπερ ουν ουδέ τουναντίον, δογμάτων
υγιών, ει βίος ή διεφθαρμένος».[5]
Τέλος ο Παναγιώτατος,
αφού μνημονεύει το θέμα της μελλούσης να συγκληθεί εντός του έτους 2016 Αγίας
και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κλείνει την ομιλία του, τονίζοντας
και πάλι την κατεπείγουσα αναγκαιότητα της από κοινού συνεργασίας: «Δεν έχομεν
πλέον την πολυτέλειαν της μεμονωμένης δράσεως. Οι σύγχρονοι διώκται των
Χριστιανών δεν ερωτούν εις ποίαν των Εκκλησιών ανήκουν τα θύματά των. Η ενότης,
περί της οποίας ημείς πολυπραγμονούμεν, πραγματοποιείται ήδη είς τινας
περιοχάς, ατυχώς, διά του μαρτυρίου». Μ’ άλλα λόγια οι αιρετικές
διδασκαλίες του Παπισμού, για την ανατροπή και καταδίκη των οποίων μυρίους
αγώνες έκαμαν οι άγιοι Πατέρες μας και ποτάμι χύθηκε το αίμα των μαρτύρων των
εν τω αγίω Όρει οσιάθλων Πατέρων επί Βέκκου, των 800.000 Σέρβων νεομαρτύρων,
των εν τη Ιερά Μονή Καντάρας της Κύπρου μαρτυρησάντων και αναριθμήτων άλλων,
προκειμένου να μας παραδώσουν ανόθευτη την Ορθόδοξη πίστη, είναι μικράς τινός
σημασίας θέματα, για τα οποία δεν πρέπει να πολυπραγμονούμε!
Και τούτο όχι μόνον
διότι «καθ’ όν χρόνον εμείς ασχολούμεθα περί τάς ημετέρας αντιλογίας, ο κόσμος
βιώνει τον φόβον της επιβιώσεως, την αγωνίαν του αύριον», αλλά και διότι η
ενότης περί της οποίας διαλεγόμεθα «πραγματοποιείται ήδη εις τινας περιοχάς,
ατυχώς, διά του μαρτυρίου». Προφανώς εδώ ο Παναγιώτατος αναφέρεται στις
πολυάριθμες σφαγές αθώων χριστιανών υπό των φανατικών μουσουλμάνων στις
περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής. Το συμπέρασμα από τους
παρά πάνω λόγους είναι, ότι δεν πρέπει να «αντιλέγομε» στην πλάνη και την
αίρεση, και κατά συνέπεια, ούτε να καταφεύγουμε στην πλούσια αντιρρητική
γραμματεία των αγίων Πατέρων της δευτέρας χιλιετίας, διότι είναι περιττή και
άχρηστη, αφού η ένωση των «εκκλησιών» ήδη υφίσταται μέσα στο αίμα της
σφαγής των χριστιανών!
Ωστόσο αγνοεί,
φαίνεται, ο Παναγιώτατος, ή θέλει να αγνοεί, ότι ασυγκρίτως πολύ περισσότερες,
(εκατοντάδες χιλιάδες), είναι οι σφαγές μεταξύ των ιδίων των μουσουλμάνων,
δηλαδή των Σιϊτών από τους Σουνίτες και αντιστρόφως, στον ανελέητο αυτό εμφύλιο
πόλεμο, που έχει ξεσπάσει εδώ και τέσσερα χρόνια στη Μέση Ανατολή. Οι
Τζιχαντιστές σφάζουν αδιακρίτως χωρίς να ρωτούν, πού ανήκουν τα θύματά των, αν
είναι δηλαδή χριστιανοί ή μουσουλμάνοι Σιΐτες. Μήπως λοιπόν ενωθήκαμε και με το
Ισλάμ, χωρίς να το ξέρουμε, διά μέσου του κοινού αίματος της σφαγής χριστιανών
και μουσουλμάνων; Σε τέτοια δυστυχώς συμπεράσματα, που δεν αντέχουν σε σοβαρά
κριτική, καταλήγουμε από τους παρά πάνω συλλογισμούς του Παναγιωτάτου.
Περαίνοντας, εκφράζουμε
για μια ακόμη φορά την βαθύτατη λύπη μας για όσα απαράδεκτα ελέχθησαν και
επράχθησαν κατά την φετινή επίσκεψη του Πάπα στο Φανάρι. Λόγια και
έργα, τα οποία έχουν σκανδαλίσει τον πιστό λαό του Θεού, για τον οποίο βέβαια
σκανδαλισμό πρόκειται να δώσουν λόγο εν ημέρα κρίσεως ενώπιον του φοβερού
βήματος του Χριστού οι σκανδαλίσαντες. Σε μας απομένει, αφ’ ενός μεν να
προσευχόμεθα για τα πρόσωπα αυτά, μήπως ο Θεός τους φωτίσει και τους δώσει
μετάνοια, αφ’ ετέρου δε να παραμένουμε εδραίοι και αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη
πίστη μας επαγρυπνούντες και ανταγωνιζόμενοι προς την πολύμορφη πλάνη και
παρακαλούντες και δεόμενοι του Κυρίου, όπως αναδείξει αξίους εκκλησιαστικούς
ηγέτες προς δόξαν της αγίας μας ορθοδοξίας!
Εκ του Γραφείου επί
των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών».
Δημοσίευση σχολίου