GuidePedia

0
του θεολόγου-φιλολόγου Κωνσταντίνου Νούση
Αποτελεί κοινό τόπο πλέον, όταν αναφέρεται κάποιος στον τρίτο πειρασμό του Κυρίου και στις ομόρριζες μεγαλοϊδεατικές θεωρίες περί Τρίτης Ρώμης, στις οποίες έπεσαν, μάλλον διαχρονικά το διαπράττουν, οι σλαβορθόδοξοι εκ Ρωσίας. Το προβληματικό τούτο ιδεολόγημα προσλαμβάνει νέες ανησυχητικές διαστάσεις δεδομένων των καινοφανών εκκλησιολογικών προσκομμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις δικαιοδοσίες της Διασποράς και της επικρατούσας εθνοφυλετιστικής νοοτροπίας, η οποία αμαυρώνει – μέχρις ακυρώσεως ενίοτε – την αλήθεια και τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο.

Ο πειρασμός της δύναμης, που δοκιμάζει και ταλανίζει αιώνες τώρα τους Ρώσους - εξαιτίας της πληθυσμιακής υπεροχής και της κρατικής τους υπόστασης και ισχύος - δεν μπορεί εύκολα να τους επιτρέψει να αποφύγουν τον συναφή επιθυμητικό απότοκο της αρχής εφ’ όλης της Εκκλησίας. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να παρακάμψουμε τέτοιες σκέψεις τόσο λόγω των σύγχρονων πεπραγμένων της Τοπικής τούτης Εκκλησίας, όσο και εξαιτίας της προκείμενης πρόσφατης Συνοδικής ανακοίνωσης, η οποία έχει πολλά «γκρίζα» σημεία, που ανοίγουν νέα ζητήματα εκεί όπου θεωρητικά προσπαθούν να κλείσουν και επιλύσουν έτερα σοβαρότερα.

Καταρχήν θα ήθελα να διευκρινίσω ότι το κείμενό της εξετάζεται επί της βάσης μιας ελληνικής μετάφρασης που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο,[1] οπότε ενδέχεται να «αδικηθεί» κάπως στις λεπτομερειακές του κριτικές προσεγγίσεις το πρωτότυπο της Μόσχας. Έτσι, για παράδειγμα, δεν κατανοούμε τι σημαίνει ακριβώς η φράση «η Εκκλησία, ούσα επί της γης, δεν είναι μόνο η κοινωνία των εις Χριστόν πιστευόντων, αλλά και ο Θεανθρώπινος οργανισμός» και πού έγκειται η διαστολή της πρότασης τούτης. Στο ίδιο πλαίσιο υπάρχουν και άλλα σημεία θεολογικώς κάπως συζητήσιμα, π.χ. στον τρόπο που θεωρείται και εκφράζεται η «πηγή» των πολυεπίπεδων Επισκοπικών αυθεντιών και πρωτείων, αλλά και φράσεις ενοχλητικές, όπως του τύπου «η διοικητική αυθεντία του Επισκόπου εκδηλούται στην υποταγή (sic) σε αυτόν των κληρικών, των μοναχών και των λαϊκών της επισκοπής». Θα σημειώναμε, ωστόσο, ότι τα σημεία τούτα είναι μάλλον δευτερευούσης σημασίας εν προκειμένω συγκριτικά με άλλα «πονηρότερα», είτε εμφανή είτε επιμελώς κρυπτόμενα στις συνειδήσεις, καθώς και με τα πιθανώς «επίβουλα σχέδια» των συντακτών και υπογραψάντων αυτή τη δήλωση. Λέξεις, ωστόσο, σαν τις «υποταγή» και «αυθεντία» σίγουρα υποκρύπτουν, έστω και ασύνειδα, πνεύμα και τάσεις φιλαρχίας και εξουσιαστικότητας, που δεν πρέπει να περνάνε τόσο αδιάφορα μπροστά από τα μάτια μας, εφόσον πρόκειται για επίσημο συνοδικό κείμενο μιας τοσούτον ιστορικής και ισχυρής από κάθε άποψη εκκλησιαστικής κοινότητος.

Πριν προβούμε στη θέαση τού κατ’ ουσίαν εκκλησιολογικού προβλήματος που φαίνεται να «θέλει» να ανακινήσει το κείμενο της Ρωσικής Εκκλησίας, καλό θα ήταν να επισημανθεί πως χωλαίνει και σε άλλα επιμέρους ζητήματα. Για παράδειγμα, αντιδιαστέλλει με κάποια ιδιαίτερη έμφαση – οι λέξεις δεν πρέπει να μας διαφεύγουν αβασάνιστα, διότι μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο κατοχύρωσης και προώθησης αντίστοιχων ενεργειών – την «αυθεντία» του Επισκόπου σε μια απλή Επισκοπή σε σύγκριση με κείνη του Πρώτου μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Η αυθεντία του Επισκόπου σε σύγκριση με τους υπόλοιπους βαθμούς της Ιερωσύνης, ενώ έχει λειτουργική υποστατική βάση, επαναφέρει στο προσκήνιο την τάση της εξουσιαστικότητας, η οποία εξάπαντος μπορεί να καταστεί από λίγο έως εξαιρετικά επικίνδυνη, αμαυρώνοντας τη λειτουργική και διακονική διάκριση της ομοουσιότητας των εκκλησιαστικών χαρισμάτων - λειτουργημάτων. Αλλά και η σύγκριση που ακολουθεί ανάμεσα στο πρωτείο του Προκαθημένου μιας Τοπικής Εκκλησίας και σ’ εκείνο στο επίπεδο της Οικουμενικής τοιαύτης αφήνει ερμηνευτικά κενά. Δηλαδή, πού ακριβώς εδράζεται η αποκλειστικότητα του πρωτείου τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι και σε αυτό της Τοπικής Εκκλησίας, ενώ ισχύει πάντοτε η αρχή τού primusinterpares; Υπάρχει εδώ, κατά τη γνώμη μου, κάποιο (εκκλησιο)λογικό κενό και ταυτόχρονα αναιρείται το πνεύμα του ΛΔ’ Αποστολικού Κανόνος, ο οποίος μιλάει για την αλληλοπεριχώρηση Πρώτου και Συνοδικότητας, κάτι που ισχύει εν τοις πράγμασι κατά τη λήψη των συνοδικών αποφάσεων. Για ποιον λόγο, επομένως, να αντιπαρατίθεται το ερμηνευτικό τούτο πρίσμα προς το σε οικουμενικό επίπεδο πρωτείο; Και εκεί η «αυθεντία» και η «τιμή» του Πρώτου μπορούν να συνυπάρχουν κάλλιστα στον ίδιο βαθμό και με παρόμοιο τρόπο ισχύος της λειτουργίας τους και στο τοπικό επίπεδο της αυτοκεφαλίας, εφόσον διασφαλίζεται η φυσική ισοτιμία αναμεταξύ των Επισκόπων και των κατά τόπους Εκκλησιών.

Είναι βέβαιο πως μια προσέγγιση σαν την παρούσα δεν σκοπεύει να επεκταθεί σε λεπτομέρειες. Δεν μπορούμε, όμως, να μην παρατηρήσουμε τη λέξη «εξουσία», η οποία επανέρχεται κάθε τρεις και λίγο και δεν δύναται παρά να ηχεί ενοχλητικά στην ακρίβεια του ορθόδοξου εκκλησιολογικού πνεύματος. Τα θέματα, ωστόσο, που προκύπτουν σαν «συζητήσιμα» από την εν λόγω ανακοίνωση συνιστούν και το ουσιαστικό πρόβλημα που αναδύεται υποδορίως μέσα απ’ αυτήν. Ενώ, λοιπόν, φαίνεται η Συνοδική τούτη διαγνώμη να θέλει να καθαιρέσει τη διαστροφή του παπικού πρωτείου, μάλλον ανοίγει νέα ζητήματα, που εύκολα θα τα παραβάλαμε με τους ασκούς του Αιόλου. Το πρώτο σημείο βρίσκεται εδώ: «δεν υπάρχει ούτε υπήρχε ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα ενιαίο διοικητικό κέντρο σε παγκόσμιο επίπεδο». Και όμως αυτό δεν αληθεύει, τουλάχιστον ιστορικά. Το ενιαίο διοικητικό κέντρο, που «εντοπίζεται» στον θεσμό της Πενταρχίας, των Οικουμενικών Συνόδων και της Πρωτόθρονης Εκκλησίας της Κων/πολης ειδικά στην μετά το Σχίσμα εποχή, δεν δικαιώνει τη θέση αυτήν, η οποία, επιχειρώντας να αμφισβητήσει υποδόρια τη συντονιστική λειτουργία του Φαναρίου, προσπαθεί να υπερτονίσει τη διοικητική αυτοτέλεια των Τοπικών Εκκλησιών καθ’ «υπονόμευσιν» της συντονιστικής ενσυνοδικής αρχής, την οποία φέρει εν εαυτώ εγγενώς ο θεσμός του Πρώτου, έστω και με τη μορφή του πρωτείου τιμής. Σίγουρα, ωστόσο, δεν υπήρχε τέτοιο κέντρο με τη μεταλλαγμένη διάσταση του Παπικού Πρωτείου, όπως ευθύς αμέσως το συνδέει η ανακοίνωση των Ρώσων.

Η επόμενη παράγραφος είναι εξίσου σιβυλλική: «η Πατριαρχική Καθέδρα της Κωνσταντινουπόλεως έχει πρωτεία τιμής επί τη βάσει των Ιερών Διπτύχων, τα οποία αναγνωρίζονται υφ΄ όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το περιεχόμενο δε αυτού του πρωτείου καθορίζει η συναίνεση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία εκφράζεται ειδικώς στις Διορθόδοξες Διασκέψεις επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Η πρώτη περίοδος αποσιωπά – ίσως τεχνηέντως – κάτι που είχε αναφερθεί προηγουμένως, ότι δηλαδή αυτή η παράδοση ανάγεται στις Οικουμενικές Συνόδους, και το βάρος ρίχνεται στη «σημερινή αναγνώρισή» της υπό των Ορθοδόξων Κοινοτήτων, οπότε ευλόγως συνάγεται ότι με ένα αντίστοιχο πανορθόδοξο ή διορθόδοξο (Οικουμενικό) σχήμα θα μπορούσε να μετατραπεί. Η δε δεύτερη περίοδος έρχεται εξίσου, ίσως και πιότερο «ύποπτα», να θέσει σε σχετικότητα τη σχετική Κανονική παράδοση: το περιεχόμενο του πρωτείου της Κωνσταντινούπολης «στενεύει» ακόμη περισσότερο στις σύγχρονες Διορθόδοξες Διασκέψεις και ειδικότερα σε αυτές επί τη προπαρασκευή της Μεγάλης Συνόδου.

Προκύπτουν, επομένως και σαφώς, θέματα: 1. αν πάψει να υφίσταται κάποια στιγμή η ομοφωνία στη συναίνεση των Τοπικών Επισκοπών, τότε τι γίνεται; Προφανώς επανεξετάζεται το ζήτημα του πρωτείου τιμής. 2. Το περιεχόμενο του πρωτείου για ποιον λόγο συμπυκνώνεται συγκυριακά μονάχα στις σύγχρονες Διορθόδοξες Διασκέψεις και παρασιωπάται εντελώς η ιστορική και καταγεγραμμένη Ιεροκανονική του διάσταση; 3. Τέλος, δεν παραπέμπεται, εμμέσως πλην σαφώς, στη Μεγάλη και μέλλουσα συγκληθήναι Σύνοδο η πιθανότητα – δυνατότητα να επανατεθεί το ζήτημα του πρωτείου (τόσο του φορέα όσο και του περιεχομένου του); Φοβάμαι πως ναι.

Και τώρα κάποιες «δεύτερες» σκέψεις, εν είδει σεναρίου εκκλησιαστικής φαντασίας: αν ετίθετο ζήτημα Πρωτείου, η Ρωσία θα μπορούσε να το διεκδικήσει για ποσοτικούς – εξάπαντος απαράδεκτους εκκλησιολογικά - λόγους (αριθμητική υπεροχή και σαν εκπροσωπούσα το πολυπληθέστερο σλαβικό ορθόδοξο στοιχείο σε παγκόσμιο επίπεδο). Το Φανάρι θα έπρεπε να αντικατασταθεί λόγω του ιστορικού του εγκλεισμού σε μια ισλαμική χώρα και ως αιχμάλωτο σε μια εχθρική κυβέρνηση. Είναι και οι περί Οικουμενισμού μομφές που κάλλιστα κρατούν και μπορούν ανά πάσα στιγμή να του προσαφθούν… Παραμένει, βέβαια, σε εκκρεμότητα το ζήτημα για ποιον λόγο και τίνι τρόπω θα πρέπει να παρακαμφθούν τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, που προηγούνται τη τάξει, αλλά θα ξεπεραστεί και τούτο μέσα από τα ίδια περίπου επιχειρήματα με τα οποία θα αμφισβητηθεί και το πρωτείο του Φαναρίου.

Ίσως δεν θα έπρεπε να είμαστε τόσο καχύποπτοι προς τους ομόδοξους αδερφούς μας. Δυστυχώς, όμως, η εκκοσμικευτική διάσταση του τρίτου πειρασμού του Κυρίου, η οποία άγγιξε ήδη ιστορικά την εν λόγω Τοπική Εκκλησία, σύγχρονα εκείθεν ομόλογα ατοπήματα και η κακή εμπειρία από τα ανθρώπινα πάθη δεν μας επιτρέπουν τέτοιες πολυτέλειες. Είναι γεγονός πως η κακοήθεια της ιστορίας αναιρεί συνεχώς την αγάπη, η οποία αποτελεί – θα έπρεπε, για να ακριβολογούμε – στοιχείο ταυτότητος του χριστιανισμού και κατ’ επέκταση της διοικητικής δομής του. Η ύπαρξη και μόνον των Κανον(ιστ)ικών αυτών Διατάξεων, οι οποίες πληθωρικά παρατίθενται στο ρωσικό κείμενο, δείχνει ακριβώς αυτήν την έκπτωση των χριστιανών από τις επιταγές του θείου θελήματος και την υποκατάσταση της όντως ζωής από τις παραφθορές της αμαρτίας. Η Συνοδική Διαγνώμη της Ρωσικής Εκκλησίας πρέπει να μπει κάτω από το θεολογικό και αγιοπνευματικό μικροσκόπιο, την ίδια ώρα που όλοι οφείλουμε, στο πλαίσιο του συνενενεργητικού μας εν Θεώ εκκλησιαστικού λειτουργήματος, να προσευχόμαστε η μοναδική κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, να αποτρέψει νέες πληγές και σχίσματα στο Σώμα Του, εμφυσώντας Πνεύμα ταπείνωσης, διακονικής αγάπης και διάκρισης εν πάσι και εις άπαντας.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top