GuidePedia

0
impantokratoros.gr

(Λόγος στηλιτευτικός κατά εὐνούχων)

Φανερώνοντας ἔξοχα καί στηλιτεύοντας ὁ μέγας Κύριλλος 
αὐτήν τήν ἀκόλαστη καί ἀκάθαρτη γνώμη καί πράξη 
ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θεληματικῶς πάσχουν, 
λέγει τά ἑξῆς:

Οἱ καημένοι τό ἐνεργοῦν αὐτό - τό νά ὑφίστανται ὅσα ἀνήκουν στίς γυναῖκες, ἐνῷ θέλουν νά εἶναι ἄνδρες - ἐξ αἰτίας τῆς ἀκολασίας. Διότι διαφθείρουν τή θεόπλαστη καί ἀνδροπρεπῆ μορφή μεταβάλλοντας τή φύση, ὄχι γιά τίποτε τό χρήσιμο, παρά μόνο γιά τήν ἀσέλγεια, εἴτε θεληματικῶς πολλές φορές, εἴτε ἀναγκαζόμενοι ἀπό ἄλλους νά τό ὑπομείνουν αὐτό. Ὡς φθορεῖς τῆς φύσεως, καί ἐχθροί τοῦ [ἀνθρωπίνου] γένους, γίνονται καί σπῖλοι τῆς πολιτείας καί προσβολή γιά τή ζωή· ἐκπορνευόμενοι σάν τίς Μαινάδες [22] χορεύουν ἄμετρα στά αἴσχιστα πάθη· μειγνύοντας τήν ἄθλια ζωή μέ τήν σιχαμερή καί διεφθαρμένη πολιτεία τους, περιφέρουν τά πρόσωπά τους ἀμφίβολα καί μισημένα καί «γράμμα νοθευμένο» [23]. Αὐτοί νά φεύγουν μακριά ἀπό τούς ἱερούς περιβόλους καί νά ἀποδιώκονται ἀπό τίς ἅγιες Συνάξεις [τῆς Ἐκκλησίας] ὡς σιχαμένο μόλυσμα καί θεομίσητο. Διότι, ἀφοῦ μέ αἰσχρότατη καί κάκιστη βούληση ἀλλοίωσαν καί μεταποίησαν τό καλό καί θεϊκό ἔργο πρός τό κακό καί κατηγορημένο δόγμα [24], καί ἀφοῦ ἀνάγκασαν τήν πνευματική εὐνουχίᾳ νά ὑπηρετεῖ τήν ἀπαγορευμένη πράξη, δέν εἶναι ἄξιοι μόνον νά δέχονται τήν τιμωρία τῆς νομικῆς ἀποφάσεως [25], ἀλλά καί νά ἀποδιώκονται συνολικῶς στό λεγόμενο ἐξώτερο σκότος τῆς κολάσεως, βάσει τῆς εὐαγγελικῆς καί ἀποστολικῆς ἀποφάσεως [26]. Διότι γι΄ αὐτούς εἶπε ὁ Μωυσῆς: «Θλαδίας καί ἐκτετμημένος δέν θά εἰσέλθει στήν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου» [27].

Εἶναι λοιπόν δυνατόν νά δεῖ κανείς γεμᾶτα τά σπίτια τῶν μεγιστάνων ἀπό τέτοια τερατόμορφα πρόσωπα, πού φοροῦν χρυσᾶ περιλαίμια στόν τράχηλο, καί νά ἔχουν φύση μέν ἀρσενική, ἀλλά ὄψη θηλυκή, καί νά βαδίζουν θηλυπρεπῶς καί νά ὁμιλοῦν ἀσελγῶς. Ὅπως τά πορνίδια, περιστρέφουν μέ ἀπρέπεια τό κεφάλι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ καί γελοῦν ἀκράτητα καί μέ ἀναίδεια, ὑποδηλώνοντας φανερή ὑποδούλωση στόν οἶστρο. Ἔτσι, ἀφ΄ ἑνός φθείρονται ὡς γυναῖκες, μαλακά κατακλινόμενοι καί ἐκθηλυνόμενοι μέ τούς ἅνδρες, ἀφ’ ἑτέρου δέ, κοιμώμενοι μέ τίς γυναῖκες ὡς φύλακες καί εἰκόνες σωφροσύνης δῆθεν, αἰσχροπραγοῦν ἀναίσχυντα καί ἀσύστολα. Καί αὐτοί λοιπόν, φθειρόμενοι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπό ἄνδρες βεβήλους καί ἀνοσίους, ἐκθηλύνονται καί καταμολύνονται μέσῳ τῆς παρά φύσιν ἀνοσιουργίας καί σιχαμάρας. Οἱ ἴδιοι δέ σάν λυσσασμένα σκυλιά καταμολύνουν καί καταβλάπτουν γυναικάρια ταλαίπωρα, «πού ἔχουν σωρούς ἀπό ἁμαρτίες», ὅπως ἔχει λεχθεῖ [28]· καί, τό χειρότερο καί πιό ἐλεεινό, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ γίνονται αἴτιοι καί πρόξενοι καί μέτοχοι τῆς ἀπεράντου κολάσεως, καί ἐκεῖνοι πού φθείρουν καί ἐκεῖνοι πού φθείρονται [29].

Ἀλλά, πόση ἀφροσύνη! Πόση ἀπάτη καί παραλυσία ! Αὐτούς, κάποιοι ἄνθρωποι καί μάλιστα ἀξιωματοῦχοι, ἀφοῦ τούς παραδεχθοῦν ὡς σώφρονες, τούς ἐμπιστεύονται καί τούς βάζουν στά σπίτια τους [30]. Ἐκεῖνοι, γινόμενοι δεκτοί στό σπίτι, καί ἐξασφαλίζοντας καί «θάρρος», τούς μέν σώφρονες ἄνδρες, πού ἐπιμελοῦνται μέ τρόπο δίκαιο τήν ἀρετή, ἀφοῦ τούς δελεάσουν σιγά σιγά, τούς ἐκσφενδονίζουν ἐλεεινά στό αἰσχρό βάραθρο τῶν Σοδομιτῶν, καί τούς παραπέμπουν στό πῦρ [τῆς κολάσεως]· γι΄ αὐτό, λοιπόν, αὐτούς, ὁ νόμος καί ὁ Εὐαγγελικός Λόγος καί ὁ ἄριστος βίος καί ἡ εὐσεβής πολιτεία τούς σιχαίνεται πολύ ἰσχυρῶς, ὡς θεομίσητους καί ἀκαθάρτους. Διότι αὐτοί, ἀφοῦ προτίμησαν καί πόθησαν μιά τέτοια καταμολυσμένη ζωή, ὅσον μέν ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτούς, καί τίς πόλεις τίς ἀφάνισαν, παραφθείροντας τόν σπερματικό λόγο τῆς φύσεως καί φθειρόμενοι [οἱ ἴδιοι], ἀλλά καί δεινῶς ἐξαφάνισαν τήν ἔνδοξη ρώμη καί τό παράστημα τοῦ ἀνδρός, καί τήν ἀρρενωπή καί γενναία ἰσχύ του· καί μέ ἕνα λόγο, ἀφοῦ κατέστρεψαν τή σύντονη καί σφριγηλή ἀκμή τῆς νεότητος, ἔκαναν ἄθλιους καί περιγέλαστους ὅσους παρασύρθηκαν [ἀπό αὐτούς] · αὐτούς βέβαια πρέπει νά τούς ἀποφεύγει κανείς «τρέχοντας» καί νά τούς σιχαίνεται δικαίως, ὡς ψυχοκτόνους καί σωματοφθόρους καί πράγματι μολυσμένους καί καταχραστές τῆς φύσεως· διότι ἀληθῶς δέν ὑπάρχει τίποτε πιό σιχαμένο καί ἀκάθαρτο ἀπό ὅσους ἔτσι ἐκπορνεύονται καί ἐκπορνεύουν [31]. Συνηθίζουν δέ, καθώς ἔχουμε πληροφορηθεῖ μέ ἀλήθεια καί ἀκρίβεια, ὄχι μόνον οἱ σπάδοντες [32] καί ὅσοι ἔχουν ἐλλιπῆ τά ὄργανα τῆς αἰσχρουργίας, νά προβαίνουν σέ ἄμετρη ἀσέλγεια καί νά ἀκολασταίνουν χωρίς κόρο, ἀλλά καί οἱ τελείως ἀπόκοποι καί ἐκτετμημένοι, ὅπως καί ἐκεῖνοι πού ἐκ γενετῆς τά στεροῦνται αὐτά [τά ὄργανα] - ὤ, τί ἔσχατο ἀτόπημα καί φρενοβλάβεια – νά φθείρουν τίς ἄθλιες γυναῖκες μέ τό χέρι καί μέ τό δάχτυλο, καί νά κατεργάζονται μέ τόση μανία τήν ἀνοσιουργία οἱ ἀνόσιοι. Αὐτό φανερώνοντας ὁ Σοφός ξεκάθαρα εἶπε: «Μακάριος ὁ εὐνοῦχος πού δέν διέπραξε ἀνομία μέ τό χέρι καί ἡ παρθένος πού δέν γνώρισε κρεβάτι σέ παράπτωμα» [33].


Εὐλόγως, λοιπόν, ὀνομάστηκαν αὐτοί ἄθηλοι, ἄναδροι, ἀνδρόγυνοι, σιδηροκατάδικοι καί γυναικομανεῖς [34]. Ἄς ἀκούσουν, λοιπόν, ἐκεῖνοι πού ματαίως τούς θεωροῦν καθαρούς καί σώφρονες καί νά μή ἐμπιστεύονται τό ψεῦδος καί τήν προσποιητή καθαρότητα καί σωφροσύνη· διότι, «ἀπό ἀκάθαρτο τί καθαρό μπορεῖ νά προέλθει; Καί ἀπό τό ψεῦδος ποιά ἀλήθεια μπορεῖ νά προέλθει» [35];


___________________________________________________________________________

[22] Μαινάδες (ἡ μαινάς, ἡ βάκχη): Τό Λεξικόν τοῦ Σούδα (10ος αἰ.) ταυτίζει τήν Μαινάδα μέ τή Βάκχη (σελ. 679) καί ἀλλοῦ: «Βάκχαι καί Σάτυροι καί Πᾶνες καί Σιληνοί, ὀπαδοί Διονύσου [...] βακχεύων: μαινόμενος. Καί κατεβακχεύοντο, τοὐτέστιν ἐνεθουσίων ἐπιπνοίας τινός πληρωθέντες· “ἐπ΄ αὐτήν ... ἐξοιστρούμενοι”» (Suidae Lexikon, ex recognitione Immanuelis Bekkeri, typis et impensis Georgii Reimeri, Berolini 1854, σελ.211). Πρόκειται περί τῆς ὀργιαστικῆς λατρείας τοῦ «θεοῦ» Διονύσου καί τά κατ΄ αὐτήν, στήν αἰσχρή ἀκολουθία τοῦ ὁποίου οἱ Μαινάδες ἀποτελοῦσαν τό γυναικεῖο τμῆμα.

[23] Προφανῶς ἡ ἔκφραση θέλει νά σημάνει τήν φαλκίδευση, ἐκτροπή καί ἀλλοίωση τοῦ ἀρχικοῦ σκοποῦ καί νοήματος ἑνός πράγματος.

[24] Ἡ γενετήσιος ἀναπαραγωγική λειτουργία εἶναι σαφῶς «κατασκευή» τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἄν ἐνεργοποιήθηκε μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων· ἔτσι ἀπαγορεύεται, ὡς αἵρεση, νά καθίσταται ἀντικείμενο μομφῆς (ὅπως στούς αἱρετικούς Γνωστικούς Ἐγκρατῖτες), ὡς αἴτιο δῆθεν τῆς ἁμαρτίας. Ἁμαρτία εἶναι ἡ παράχρησή της: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Κατά Μανιχαίων 14, PG 94, 1517C.D.1520A: «Ἔστιν οὖν ἡ κακία ἡ τῶν φυσικῶν δυνάμεων παράχρησις [...] καί οὐκ αὐταί αἱ δυνάμεις, οὐδέ ἡ χρῆσις αὐτῶν ἐστι κακή, ἀλλ’  ὁ κακός τρόπος τῆς χρήσεως, ὁ παρά τόν νόμον τοῦ δεδωκότος Θεοῦ [...] Καί εἰ τῇ μίξει χρησόμεθα ταῖς ἑαυτῶν γυναιξί πρός τεκνογονίαν κατά τόν νόμον τόν δοθέντα τῇ φύσει παρά Θεοῦ, καλόν· εἰ δέ χρησόμεθα τῇ ἐπιθυμίᾳ πρός τά ἀλλότρια, παρά τόν νόμον τοῦ Θεοῦ, κακόν [...] Ἡ πορνεία οὐ διά τήν συνάφειάν ἐστι κακή, ἀλλά διά τό τῇ ἀλλοτρίᾳ συναφθῆναι».

[25] Ἐννοεῖ τούς κατά τῆς ὁμοφυλοφιλίας ρωμαΐικους, «βυζαντινούς», νόμους, ὅπως λ.χ. τήν διάταξη Institutiones IV. Xviii. 4 ἀπό τό Corpus Juris Civilis τοῦ ἔτους 533 μ.Χ. ἐπί Ἰουστινιανοῦ, πού προέβλεπε τόν διά ξίφους θάνατο μοιχῶν καί ὁμοφυλοφίλων (βάσει τοῦ παλαιοῦ νόμου Lex Julia de adulteris, ἀπό τό 17 π.Χ. περίπου): «... non solum temeratores alienarum nuptiarum gladio punit, sed etiam eos, qui cum masculis infandam libidinem exercere audent». Ἐπίσης, τόν προγενέστερο νόμο τῶν Βαλεντινιανοῦ Β΄, Θεοδοσίου καί Ἀρκαδίου, τοῦ ἔτους 390, πού συμπεριελήφθη στόν Θεοδοσιανό Κώδικα (IX.vii.6) καί προέβλεπε τήν δημόσια καύση σέ πυρά γιά τήν ἔμπρακτη ὀμοφυλοφιλία: «Omnes, quibus flagitii usus est, virile corpus muliebriter constitutum alieni sexus damnare patientia (nihil enim discretum videntur habere cum feminis), huius modi scelus spectante populo flammis vindicibus expiabunt». K.ἄ.

[26] Α΄ Κορ. 6,9.10· «Μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε κλέπται οὔτε πλεονέκται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὔχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι». Βλ. καί παραπάνω σημ. 14.

[27] Δευτ. 23, 2· «Οὐκ εἰσελεύσεται θλαδίας οὐδέ ἀποκεκομμένος εἰς τήν ἐκκλησίαν Κυρίου».

[28] Β΄Τιμ. 3, 6.7· «Ἐκ τούτων γάρ εἰσιν οἱ ἐνδύνοντες εἰς τάς οἰκίας καί αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καί μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα».

[29] Βλ. ἀνωτέρω σημ. 14, 15 καί 26.

[30]. Τώρα ὄχι μόνον στίς οἰκίες, ἀλλά καί σέ δημόσια ἀξιώματα καί σέ περίοπτες θέσεις τῶν Μ.Μ.Ε. καί τοῦ starsystem ταινιῶν, μουσικῆς καί φιλολογίας, ὥστε νά μπορεῖ καί ἡ εὐμετάβλητη νεότητα νά ἐξοικειωθεῖ μέ - καί παραδειγματιστεῖ ἀπό - τούς ἰδιαίτερους τρόπους καί τά «σκιρτήματα» τῆς ὁμοφυλοφιλίας.

[31] Βλ. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους 4,2· PG 60, 419· «Ἅ γάρ αἱ πορνευόμεναι πάσχουσι γυναῖκες, ταῦτα καί οὗτοι· μᾶλλον δέ ἐκείνων ἀθλιώτερα. Ταῖς μέν γάρ εἰ καί παράνομος, ἀλλά κατά φύσιν ἡ μεῖξις· αὕτη δέ καί παράνομος καί παρά φύσιν [...] τό γάρ ὑπό τῶν οἰκείων ὑβρίζεσθαι ἐλεεινότερον τοῦ παρά τῶν ἀλλοτρίων. Τούτους ἐγώ καί ἀνδροφόνων χείρους εἶναί φημι· καί γάρ βέλτιον ἀποθανεῖν ἤ ζῇν ὑβριζόμενον οὕτως. Ὁ μέν γάρ ἀνδροφόνος τήν ψυχήν ἀπό τοῦ σώματος διέῤῥηξεν, οὗτος δέ τήν ψυχήν μετά τοῦ σώματος ἀπώλεσε. Καί ὅπερ ἄν εἴποις ἁμάρτημα, οὐδέν ἴσον ἐρεῖς τῆς παρανομίας ταύτης· καἰ εἰ ἐπῃσθάνοντο τῶν γινομένων οἱ πάσχοντες, μυρίους ἄν κατεδέξαντο θανάτους, ὥστε μή τοῦτο παθεῖν».

[32] Ὡς πρός τήν διάκριση τῶν εὐνούχων ἰσχύουν τά ἐξῆς: «Ὁ ὑποστάς τήν ἐγχείρησιν τοῦ εὐνουχισμοῦ καλεῖται εὐνοῦχος. Οἱ εὐνοῦχοι διακρίνονται εἰς τρεῖς κατηγορίας· εἰς τούς ἐκτομίας, τούς θλιβίας καί τούς σπάδωνας. Ἐκτομίαι καλοῦνται ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων οἱ ὄρχεις ἀπεκόπησαν δι΄ ἐγχειρήσεως, θλιβίαι ἐκεῖνοι, οἵτινες ἐστερήθησαν αὐτῶν δι΄ ἐκθλίψεως, καί σπάδωνες ἐκεῖνοι, οἵτινες οὔτε ἐκτομίαι οὔτε θλιβίαι ὄντες, συνεπείᾳ ψύξεως ἤ παθήσεως τῶν ὄρχεων, κατέστησαν ἀνίκανοι πρός παιδοποιΐαν. Σπάδων ὅμως ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ σημαίνει ἐν γένει τόν εὐνοῦχον, ἀσχέτως πρός τήν αἰτίαν ἐξ ἧς οὗτος κατέστη τοιοῦτος» ΠΑΝ. Κ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ἀνωτ., στ. 1065.

[33] Σοφ. Σολ. 3, 13.14· «Ὅτι μακαρία στεῖρα ἡ ἀμίαντος, ἥτις οὐκ ἔγνω κοίτην ἐν παραπτώματι, ἕξει καρπόν ἐν ἐπισκοπῇ ψυχῶν, καί εὐνοῦχος ὁ μή ἐργασάμενος ἐν χειρί ἀνόμημα, μηδέ ἐνθυμηθείς κατά τοῦ Κυρίου πονηρά».

[34] ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολή 115, Σιμπλικίᾳ αἱρετικῇ, PG 32,532A· «Εἰ δέ καί μαρτύρων χρεία, οὐ δοῦλοι στήσονται, οὐδέ εὐνούχων γένος ἄτιμον καί πανώλεθρον· τοῦτο δέ τοῦτο, ἄθηλυ, ἄνανδρον, γυναικομανές, ἐπίζηλον, κακόμισθον, ὀξύθυμον, θηλυθριῶδες, γαστρίδουλον, χρυσομανές, ἀπηνές, κλαυσίδειπνον, εὐμετάβλητον, ἀμετάδοτον, πάνδοχον, ἀπροσκορές, μανικόν καί ζηλότυπον· καί τί γάρ ἔτι εἰπεῖν; σύν αὐτῇ τῇ γενέσει σιδηροκατάδικον. Πῶς οὖν τούτων γνώμη ὀρθή, ὧν καί οἱ πόδες στρεβλοί; Οὗτοι σωφρονοῦσι μέν ἄμισθα διά σιδήρου· μαίνονται δέ ἄκαρπα δι΄ οἰκείαν αἰσχρότητα».

[35] Σοφ. Σειρ. 34, 4· «Ἀπό ἀκαθάρτου τί καθαρισθήσεται; Καί ἀπό ψευδοῦς τί ἀληθεύσει;»

Δημοσίευση σχολίου

 
Top