GuidePedia

0
impantokratoros.gr


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310-996-957, Οικ. 2310-342-938
Θεσσαλονίκη 1-10-2014

                                                                              Πρός
                                                                           τήν Ἱερά Σύνοδο
                                                                           τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
                                                                           Ἰ. Γενναδίου 14
                                                                           11521 ΑΘΗΝΑ

Κοινοποίηση: Σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Γιά ἄλλη μιά φορά, ὡς Πανεπιστημιακός Καθηγητής τῆς Δογματικῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, θά ἤθελα νά ἀπευθυνθῶ εὐλαβῶς πρός Ἐσᾶς, ὡς τήν Ἀνωτάτη Διοίκηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας, γιά ἕνα σοβαρότατο ἐκκλησιολογικό θέμα.

Συγκεκριμένα, πρίν λίγες ἡμέρες, ζήτησα νά ἐνημερωθῶ ἀπό κάποιους γνωστούς μου Ἐπισκόπους γιά τόν Διμερῆ Θεολογικό Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας (15-19 Σεπτεμβρίου 2014). Εἰδικότερα, ἐρώτησα νά μάθω, ἄν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συζήτησε ἐν Συνόδῳ καί ἔλαβε κάποια ἀπόφαση γιά τόν ἐν λόγῳ Θεολογικό Διάλογο. Καί, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ τρεῖς ἀπό τούς Ἐπισκόπους αὐτούς ἦταν Συνοδικοί, μοῦ ἀπάντησαν πώς δέν ἐγνώριζαν τίποτε γιά τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου.

Τό ἴδιο, ἀκριβῶς, συνέβη καί μέ τήν ἐρώτησή μου σχετικά μέ τήν Διάσκεψη τῶν Ἀντιπροσώπων ὅλων τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τῆς Ἐλβετίας. Οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας -καί μάλιστα Συνοδικοί- ἀγνοῦσαν οὐσιαστικά τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου.

Καί, ἐνῶ ἡ Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (21-28 Νοεμβρίου 1976) ἀπεφάσισε, ὅτι «ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἀκολουθούμενη μεθοδολογία… προϋποθέτει τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν Διαλόγων», δέν ὑπάρχει στήν πράξη, ἡ «σχετική πληροφόρησις» οὔτε κἄν στά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὡς γνωστόν, στούς Θεολογικούς Διαλόγους συζητῶνται σοβαρότατα θέματα πίστεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς, λοιπόν, εἶναι ἐπιτρεπτό τά θέματα αὐτά νά θεωροῦνται «ἀπόρρητα» καί γι’ αὐτό ἀπροσπέλαστα στά πλέον ἁρμόδια πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι στό σύνολό τους; Γι΄ αὐτό, κάθε πιστός μέ αἴσθηση εὐθύνης γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή, εὔλογα διερωτᾶται, γιατί κάποιοι, προφανῶς ἠθελημένα, κρατοῦν τούς Ἀρχιερεῖς μας σέ ἄγνοια καί γιατί δέν ἐνδιαφέρονται γιά τήν Συνοδική ἐνημέρωση καί ἀπόφασή τους, γιά τόσο σοβαρά θέματα, πού ἀφοροῦν τήν σύνολη Ἐκκλησία; Ὡστόσο, βέβαια, ἡ ἀκριβής γνώση τοῦ περιεχομένου τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, ὅπως καί ἡ μετάδοση τῆς γνώσεως αὐτῆς στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δικαίωμα ἀλλά καί ὑποχρέωση ὅλων τῶν Ἐπισκόπων.

Καί σέ προγενέστερη ἐπιστολή μου (5-10-2009) -μέ ἀνάλογη ἀφορμή- ὑπενθύμισα, ὅτι ἡ Κανονική τάξη τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβάλλει: α) Νά γνωστοποιεῖται τό θέμα τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου στούς σεπτούς Ἱεράρχες μας. β) Νά τίθεται τό θέμα -ἐξαιτίας τῆς μεγάλης θεολογικῆς σημασίας του- στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου νά συζητηθεῖ μέ βάση τόν ὑπάρχοντα σχεδιασμό (Προσχέδιο Κοινοῦ Κειμένου) τῆς ἁρμόδιας Ἐπιτροπῆς, νά τοποθετηθεῖ ἐπ' αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία καί νά ἐκδώσει τή Συνοδική Πρότασή της. γ) Ὁ Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας νά μεταφέρει τή Συνοδική Πρόταση στόν Θεολογικό Διάλογο, καί νά κινηθεῖ καί ὁ ἴδιος ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Προτάσεως.

Ἐπιπροσθέτως, θά ἦταν ἐκκλησιολογικῶς ἐνδεδειγμένο, τό Κοινό Κείμενο, πού ἐνδεχομένως θά προκύψει ἀπό τή Μικτή Διεθνῆ Ἐπιτροπή, νά τεθεῖ στήν κρίση τῆς ὅλης Ἱεραρχίας μας. Καί στή συνέχεια, ἡ ἐπ’ αὐτοῦ Συνοδική ἀπόφανσή της νά ἀποσταλεῖ στό Συντονιστικό Κέντρο τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Ταπεινῶς, φρονῶ ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή ἐκκλησιολογική ἀντιμετώπιση τοῦ συγκεκριμένου αὐτοῦ θέματος, στήν πράξη. Μόνον ἔτσι, φανερώνεται μέ πλήρη διαφάνεια ἡ λειτουργία τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως, δυστυχῶς, ποτέ τά θέματα τῶν δέκα ἕως τώρα Συνελεύσεων τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο δέν τέθηκαν ὑπόψη τοῦ σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου οἱ Ἱεράρχες μας νά πάρουν θέση στά θέματα αὐτά, Συνοδικῶς. Κατά συνέπεια, ποτέ ὁ Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, πού μετεῖχε στίς Συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς, δέν εἶχε στά χέρια του τήν Συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας του, τήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ὑποστήριζε καί κατέθετε. Ἀλλά, ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα καί οἱ Ἀρχιερεῖς μας βρίσκονται σέ ἄγνοια γιά ὅσα ἔγιναν, πῶς διακηρύσσεται ὅτι ὁ Θεολογικός Διάλογος διενεργεῖται ὄχι μέ τίς ἐνέργειες ὁρισμένων προσώπων ἤ Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μέ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων καί αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν;

Καί, ἀφοῦ πρίν πέντε χρόνια ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας πῆρε ἀπόφαση, ὁ Ἀντιπρόσωπός της νά ἐνημερώνει τήν Ἱερά Σύνοδο καί νά παίρνει τή σχετική Συνοδική Ἀπόφαση κατά τή μετάβασή του στή Συνέλευση τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς, γιατί οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς -παρά ταῦτα- κρατῶνται σέ ἄγνοια;

Μήπως, ὅμως, τό ἴδιο ἀκριβῶς δέν συμβαίνει καί μέ τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, καί στήν προκειμένη περίπτωση μέ τήν πραγματοποιουμένη αὐτές τίς ἡμέρες Διάσκεψη στό Σαμπεζύ, ὅπου προετοιμάζονται θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα, πού θά ἀπασχολήσουν τή μέλλουσα νά συνέλθει τό 2016 Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας;

Ἀλλά, καί μετά τήν Προσυνοδική Διάσκεψη τῶν Ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ, σίγουρα θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλες παρόμοιες, μέχρι τήν τελική σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό 2016. Ἐξαιτίας, ὅμως, τῆς κορυφαίας σημασίας τῶν ἀποφάνσεών της, εἶναι ἐπιβεβλημένο οἱ Ἀρχιερεῖς μας νά γνωρίζουν τήν ὅλη ἐξέλιξη τῆς θεματολογίας, πού θά ἀπασχολήσει τήν Μεγάλη αὐτή Σύνοδο, προκειμένου νά διαμορφώσουν τήν ἁρμόζουσα, ὑπεύθυνη, θέση τους. Ἄλλωστε, μόνο μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ ἡ δέουσα Συνοδική Διαγνώμη καί νά ἐπιδοθεῖ στήν Ἀντιπροσωπεία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τά περαιτέρω.

Μακαριώτατε καί Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Μετά ἀ­πό ὅσα εἶπα ἕως ἐδῶ, ἔρχομαι στόν κύριο λόγο, πού μέ ὤθησε νά γράψω αὐτήν την ἐπιστολή. Καταρχήν, ἡ πρόθεσή μου δέν εἶναι νά μεμφθῶ κανέναν, ἀλλά νά ἐκφράσω τήν ἀνησυχία καί τόν προβληματισμό μου, ὡς ἁπλοῦ πιστοῦ καί ὡς καθηγητοῦ τῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά τόν κίνδυνο πού βλέπω νά διαγράφεται, σαφῶς, μέ τήν ἀπόκλιση ἀπό τήν ἁγιοπνευματική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔχω τήν γνώμη, ὅτι οἱ ἐνεργοῦντες μέ τίς παραπάνω ἐσφαλμένες ἐκκλησιολογικῶς πρακτικές, δέν ἐκφράζουν τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντίθετα, μάλιστα, διολισθαίνουν -ἀνεπιγνώστως, ἴσως- πρός τόν Παπισμό. Καί, γιά νά γίνω σαφέστερος, ἐπιτρέψτε μου, νά σᾶς ἐκθέσω τίς ἐπ’ αὐτοῦ θεολογικές ἀπόψεις μου, μέ κάθε συντομία.

Ὁ Παπισμός -πρωτογενῶς- προέκυψε, ὡς συνέπεια τῆς κακοδοξίας του γιά τόν τρόπο τῆς ὑποστατικῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, εἶναι μία νεώτερη Πνευματολογική αἵρεση. Συγκεκριμένα, οἱ Δυτικοί ἔκαναν σύγχυση τῆς Θεολογίας (ἀΐδιες σχέσεις) καί Οἰκονομίας (φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία). Ἡ σύγχυ­ση, ὅμως, αὐτή προέκυψε, ὅταν οἱ Δυτικοί ὑποβάθμισαν στήν ἐκκλησιαστική ζωή τους τήν χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βέβαια, στήν ὑποβάθμιση αὐτή προσδιοριστική σημασία εἶχε ἡ ἐκκοσμίκευση καί ἡ ἁμαρτωλή ζωή, μέ τήν προωθητική δύναμη τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ. Ἔτσι, ὁδηγήθηκαν ἀναπόφευκτα καί στήν υἱοθέτηση τοῦ κοσμικοῦ θεσμικοῦ προτύπου τοῦ ἱστορικοῦ περιβάλλοντός τους καί δόμησαν πυραμιδοειδῶς τή Δυτική Ἐκκλησία, συρρικνώνοντας καί περιθωριοποιώντας τόν ἁγιοπνευματικό θεσμό τῆς Συνοδικότητας, ἡ ὁποία προσκρούει εὐθέως στόν ἐγωκεντρισμό τοῦ ἑκάστοτε Πρώτου. Καί ἱστορικά, ὅμως, πιστοποιεῖται, ὅτι πρῶτα ὑποβαθμίζεται στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἡ χαρισματική παρουσία καί λειτουργία τοῦ Ἁγίου Πνευματος καί κατόπιν δομεῖται, θεσμικά ἐσφαλμένως, ἡ Ἐκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ συρρίκνωση τῆς ἁγιοπνευματικῆς λειτουργίας τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας παραπέμπει ἱστορικά στόν θεσμό τοῦ Παπισμοῦ, μέ τή κορύφωσή του στό κακῶς νοούμενο Πρωτεῖο καί τό ἐπηρμένο Ἀλάθητο τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος ἔθεσε ἑαυτόν ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ἀλλοτριωμένη θεσμική ἔκφραση «ἐκκλησιαστικοῦ» τύφου, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, εἶναι «τό μόνον πάθος ἀνίατον» (Λόγος ἀποδεικτικός, Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος δεύτερος, 2).

Μετά ἀπό τά παραπάνω, νομίζω, ὅτι εὔλογα διερωτᾶται κάθε ἐκκλησιαστικά εὐαισθητοποιημένος πιστός, μήπως μέ τήν ἀκολουθούμενη τά τελευταῖα χρόνια μεθοδολογία -ἡ ὁποία συρρικνώνει συστηματικά τήν ἁγιοπνευματική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας- κάποιος ἐπιδιώκει νά τεθεῖ ἐπάνω ἀπό ὅλους τούς Ἐπισκόπους καί τελικά ἐπάνω ἀπ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Μήπως, ὅμως, μέ τόν τρόπο αὐτό «κυοφορεῖται» καί μιά κάποια μορφή Παπισμοῦ στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἤ μήπως διολισθαίνουμε κι’ ὅλας -πρακτικῶς- πάνω στίς ράγες τοῦ Παπισμοῦ; Καί τό λέγω αὐτό, γιατί ἡ ὑποβάθμιση τῆς ἁγιοπνευματικῆς λειτουργίας τῆς Συνοδικότητας τό λιγότερο πού κάνει εἶναι νά «κυοφορεῖ» τίς προϋποθέσεις τῆς «γεννήσεως» τῆς ἀρρώστιας τοῦ Παπισμοῦ στήν Ἐκκλησία μας.

Βέβαια, ἡ κατάσταση αὐτή εἶναι γνωστή στούς «παροικοῦντας» στήν Ἱερουσαλήμ. Ἤδη ἀπό πολύ καιρό, Ἀρχιερεῖς μας δηλώνουν ἐμπόνως τήν δυσφορία τους, τήν ἁγία ὀργή καί τήν ἱερή ἀγάνάκτησή τους -σέ στενό κύκλο τους- ὅτι δέν λειτουργεῖ ὀρθά, δυστυχῶς, τό Συνοδικό Σύστημα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν πρόκειται γιά τά οὐσιώδη θέματά Της.

Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Ἐδῶ, δέν πρόκειται γιά κάποιο θέμα νομικῆς ἤ Καταστατικῆς ἁπλῶς τάξεως, ἀλλά γιά πρόσκρουση σέ ἁγιοπνευματική λειτουργία, ἀφοῦ ὁ Τριαδικός Θεός ἔτσι εὐδόκησε, συνοδικῶς, νά ἐκφράζεται θεσμικά ἡ Ἐκκλησία Του.

Ἀπ’ ὅσα, λέχθηκαν παραπάνω, ἕνα εἶναι ἀπολύτως σαφές, ὅτι ὑπάρχει «ἔλλειμμα» Συνοδικότητας. Αὐτό, πρακτικῶς, σημαίνει ἔλλειψη βιώσεως τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό κάποιους ἐκφραστές τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ θεσμοῦ τῆς Συνοδικότητας.

Ἡ Συνοδικότητα, ὡς ἁγιοπνευματική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ἐγγυᾶται τήν χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξίσου σέ ὅλους τούς Ἐπισκόπους, ἐφόσον αὐτοί εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Ἄλλωστε, ἡ Συνοδικότητα -καί ὡς θεσμική ἔκφραση τῆς ταπεινώσεως τῶν Ἐπισκόπων- ἑλκύει τήν θεία Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο, ὡς Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, φωτίζει καί κατευθύνει διά τῶν Ἐπισκόπων τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13).

Πῶς, ὅμως, θά παρασχεθοῦν οἱ ἐγγυήσεις γιά τήν ἁγιοπνευματική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας, ἄν συρρικνώνεται ἤ ἀδρανεῖ -σέ κορυφαῖα θεολογικά θέματα- ἡ ἁγιοπνευματική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας;

Μέ ὅσα, ἐν συντομίᾳ ἔγραψα, ἀπευθύνομαι πρός Ἐσᾶς Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς μας, γιά νά Σᾶς ἐκφράσω τίς ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα ἀνησυχίες μου καί παράλληλα νά θέσω ὑπόψη Σας μιά συνοπτική θεολογική ἀποτίμησή μου γιά τή μεθοδολογία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καί τήν ἐκκλησιολογική σημασία, πού ἔχει ἡ πρωτογενής Συνοδική κάλυψή τους.


Μέ βαθύτατο σεβασμό
υἱικῶς ἀσπάζομαι τήν δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Δημοσίευση σχολίου

 
Top