Από το Γεροντικό
Στις δώδεκα τα
μεσάνυκτα χτύπησαν την πόρτα. Ήταν μια γριούλα και ζητούσε να πάει να
κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ό Ιερέας ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της.
Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ή γριούλα ανοίγει την πόρτα
και μπάζει τον Ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να, ξαφνικά ό παπάς ευρίσκεται εκεί
μόνος με τον άρρωστο.Ό άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την
πόρτα και σκούζει. Φύγε από εδώ! Ποιός σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα
πεθάνω.
Ό παπάς τα έχασε. Μά
δεν ήλθα από μόνος μου! με κάλεσε ή γριά! Ποιά γριά; 'Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ό παπάς, καθώς στέκει
απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα
που τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του
δείχνει το πορτραίτο. Να αυτή! Ποιά αυτή; Ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή
είναι ή μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα! Για μια στιγμή πάγωσαν
και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος.
Ό άρρωστος άρχισε να
κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε. Ή μητέρα
του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει το δρόμο της σωτηρίας.
Δημοσίευση σχολίου