GuidePedia

0
ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΦΟΡΑ.GR

Του Γιώργου Χαρίτου |ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΦΟΡΑ.GR


Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος μας, όπως είχαμε κλείσει από το προηγούμενο, θα συνεχίσουμε με την Ιστορία των Νεοπαγών Πατριαρχείων, Δηλαδή του Πατριαρχείου Ρωσίας, το Πατριαρχείο Σερβίας, Γεωργίας, Ρουμανίας, και Βουλγαρίας.


Η ΡΩΣΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία έχει μια μακρά ιστορία ισχυρής πνευματικής και πολιτικής επιρροής στα τεκταινόμενα της ρωσικής ιστορίας. Η ρωσική ορθόδοξη αυτοκέφαλη εκκλησία τελεί υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και πασών των Ρωσιών, σε κοινωνία με τις υπόλοιπες ανατολικές ορθόδοξες εκκλησίες.

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει περίπου σήμερα 28.000 ενορίες, κυρίως στη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία. Αριθμεί περίπου 135 εκατομμύρια πιστούς σε όλο τον κόσμο, γεγονός που την προσδιορίζει ως την πρώτη μεγαλύτερη τοπική εκκλησία μεταξύ των ορθοδόξων και δεύτερη μετά την Καθολική Εκκλησία του χριστιανικού κόσμου.

Στην κορυφή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του πατριαρχείου της Μόσχας είναι ο πατριάρχης Μόσχας και πασών Ρωσιών. Όλες οι ενορίες ανήκουν σε επαρχεία, τα οποία είναι ισοδύναμα με τις επισκοπές, κεφαλή των οποίων είναι οι αρχιερείς ή επίσκοποι. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 130 επαρχεία.



ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Α) Ο ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ

Η ιστορία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ξεκινάει την περίοδο της χρυσής εποχής του κράτους των Ρως, τον πρόδρομο του ρωσικού κράτους.
Ο Βλαδίμηρος το 10ο αιώνα πριν υιοθετήσει το Χριστιανισμό, είχε δοκιμάσει να μεταρρυθμίσει το σλαβικό παγανισμό καθιερώνοντας τον Περούν, θεό του κεραυνού και της αστραπής, ως υπέρτατη θεότητα. Είδωλα του Περούν είχαν τοποθετηθεί στα σπουδαιότερα μέρη της χώρας, ενώ αναφέρονται ακόμα και ανθρωποθυσίες στο όνομά του. Παρ' όλο το ζήλο του η απόπειρα απέτυχε, γι' αυτό και αποφάσισε να εισαγάγει το μονοθεϊσμό από τα γειτονικά κράτη.
Ο Βλαδίμηρος τότε έστειλε τους σοφούς του να επισκεφθούν όλες τις γειτονικές χώρες και να ανακαλύψουν ποια θρησκεία είναι καλύτερη. Για τους Μουσουλμάνους Βουλγάρους του Βόλγα του είπαν ότι βασιλεύει η μιζέρια και η θλίψη, δεν τρώνε χοιρινό, δεν πίνουν οινοπνευματώδη. Αυτό του προκάλεσε έκπληξη και είπε "μα το ποτό είναι η χαρά μας". Μετά συμβουλεύτηκε κάποιους Ιουδαϊστές απεσταλμένους, πιθανότατα χαζάρους, αλλά απέρριψε τη θρησκεία τους με το αιτιολογικό πως "αν ο Θεός σας υποστήριζε, δε θα χάνατε την Ιερουσαλήμ".
Τελικά ο Βλαδίμηρος αποφάσισε να υιοθετήσει το Χριστιανισμό. Στις εκκλησίες των Γερμανών οι απεσταλμένοι δε βρήκαν καμία ομορφιά, αλλά στην Κωνσταντινούπολη ανακάλυψαν αυτό που έψαχναν. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις τους από μια Θεία Λειτουργία που παρακολούθησαν στην Αγία Σοφία, ανέφεραν πως "δεν ξέραμε εάν βρισκόμαστε στη γη ή στον ουρανό. Δεν ξέρουμε πώς να το περιγράψουμε με λόγια". Έτσι ο Βλαδίμηρος ζήτησε από το βυζαντινό αυτοκράτορα να τον βαπτίσει Χριστιανό. Η τελετή έγινε το 988 μ.Χ. στη Χερσώνα της Κριμαίας και ο Βλαδίμηρος έλαβε το χριστιανικό όνομα του νονού του Βασίλειος και παντρεύτηκε την αδελφή του Άννα, χωρίζοντας όλες τις άλλες γυναίκες του.
Επιστρέφοντας θριαμβευτικά στο Κίεβο, ο νεοφώτιστος Βλαδίμηρος διέταξε τους βογιάρους (αριστοκράτες) και τους γιους του να προσέλθουν στο Δνείπερο για να βαπτιστούν Χριστιανοί. Την επόμενη μέρα κάλεσε για τον ίδιο λόγο όλους κατοίκους της πρωτεύουσας, πλούσιους και φτωχούς, ζητιάνους, ακόμα και σκλάβους, αλλιώς κινδύνευαν να γίνουν εχθροί του. Στο σημείο της μαζικής βάπτισης ανήγειρε το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Ναό της Δεκάτης, διότι διέθεσε για την κατασκευή της το 1/10 της περιουσίας του.

Β) ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΜΟΣΧΑΣ

Από τότε η Ρωσική εκκλησία υπαγόταν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η πρώτη γνωστή μητροπολιτική έδρα ήταν το Κίεβο. Όταν η πολιτική δύναμη μετακινήθηκε από το Κίεβο στη Μόσχα κατά τον 14ο αιώνα, μεταφέρθηκε και η έδρα. Έκτοτε διαμορφώθηκε η παράδοση ότι ο μητροπολίτης Μόσχας είναι και η κεφαλή της Εκκλησίας.
Διαμορφώνοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της μέσα στον μεσαίωνα, η Ρωσική Εκκλησία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον ασκητισμό, που εξελίχθηκε εντέλει σε μια ευρέως διαδεδομένη μοναστική παράδοση. Πολλές ήταν οι μονές (Λαύρες) που ιδρύθηκαν σε τούτη την περίοδο στην επικράτεια της Μοσχοβίας, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου επεκτάθηκαν.

Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έγινε αυτοκέφαλη και το 1589 ο μητροπολίτης Μόσχας διεκδίκησε και πήρε τον τίτλο του πατριάρχη. Εν τη γενέσει της η Ρωσική Εκκλησία διατήρησε τη βυζαντινή παράδοση της αλληλεπίδρασης με την κοσμική εξουσία επιτρέποντας στην κρατική γραφειοκρατία να συμμετέχει ενεργά στις διοικητικές υποθέσεις της Εκκλησίας. Τούτος ο έντονος βυζαντινισμός μαζί με το γεγονός ότι η Ρωσία παρέμεινε μετά τον μεσαίωνα για μακρό χρονικό διάστημα απομονωμένη από τη Δύση, κράτησε ουσιαστικά τη Ρωσική Εκκλησία ανέπαφη από τις ιστορικές εξελίξεις της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης. Η εμμονή στο παραδοσιακό τυπικό προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις στη νεοτερικότητα ουκρανών κληρικών κατά τον 17ο αιώνα να εισάγουν δογματικές και λειτουργικές μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα την εκδήλωση σχίσματος στην Εκκλησία και την εμφάνιση του κινήματος των Παλαιών Πιστών.

Γ) ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

Αργότερα, κατά τον 18ο αιώνα επαναπροσδιορίζοντας την αυτάρκεια της εξουσίας του ως τσάρος ο Πέτρος ο Μέγας ελαχιστοποίησε κατά το δυνατόν την εμπλοκή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαχείριση του κράτους αλλάζοντας το καταστατικό της και καταργώντας το παλαιορωσικό ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο η μέτρηση των χρόνων άρχιζε από κτίσεως κόσμου και το έτος ξεκινούσε το Σεπτέμβριο. Επενέβη περαιτέρω στην εκκλησιαστική διαχείριση, καταργώντας το πατριαρχείο το 1721 και ορίζοντας την Ιερά Σύνοδο ένα κρατικό όργανο στελεχωμένο από κοσμικούς υπαλλήλους, προορισμένο να διαχειρίζεται και να ελέγχει την Εκκλησία. Η δυναμική του επέμβαση στην κοσμική εξουσία της Ρωσικής Εκκλησίας του απέφερε τον τίτλο αντίχριστος από τους δυσαρεστημένους εκκλησιαστικούς παράγοντες.
Οι επεμβάσεις είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της εικόνας της Εκκλησίας ως ηθικής αρχής κατά τον 18ο ιδιαίτερα και κατά τον 19 αιώνα, οπότε εκδηλώθηκε ένα ισχυρό κίνημα για την αποκατάσταση της αυτονομίας της Εκκλησίας και οργανωτική ανανέωση. Επιπρόσθετα, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η ισχυρή μοναστική παράδοση παρήγαγε ένα σεβαστό αριθμό πρεσβυτέρων της εκκλησίας, οι οποίοι κατόρθωσαν να κερδίσουν τον σεβασμό όλων των κοινωνικών τάξεων λειτουργώντας ως σύμβουλοι επί κοσμικών και πνευματικών θεμάτων.

Δ) ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Ρωσική Εκκλησία, όπως και κάθε άλλη θρησκευτική έκφραση, υποτάχτηκε στη Σοβιετική Ένωση. Πέραν του ότι έγινε αναστολή των προνομίων που παρείχε η μετριοπαθής προσωρινή κυβέρνηση λίγο πριν το 1917 και τα οποία αποκαθιστούσαν την Εκκλησία στο προ Πέτρου Μεγάλου καθεστώς της, η εκκλησιαστική περιουσία κρατικοποιήθηκε και εκτελέστηκαν με διάφορες αιτιολογήσεις πάνω από 1200 απλοί ιερείς και αξιωματούχοι στην περίοδο 1922-26.
Με έναρξη τη δεκαετία του 1920, εκτός από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία που κυνηγήθηκε ανελέητα, βουδιστικοί και σαμανιστικοί τόποι λατρείας στην Μπουρυατία στην περιοχή της Βαϊκάλης καταστράφηκαν, ενώ οι Λάμα και οι σαμάνοι συλλαμβάνονταν και είτε οδηγούνταν στην εξορία είτε απειλούνταν με ποινή θανάτου.
Το 1925, ιδιαίτερα ιδρύθηκε στη Σοβιετική Ένωση ο Σύνδεσμος των Άθεων Μαχητών ο οποίος κατεύθυνε μια πανσοβιετική εκστρατεία κατά των οργανωμένων θρησκειών. Η κορύφωση των διωγμών κατά των θρησκειών ήλθε στη δεκαετία του 1930, όπου ξεκίνησε ένας ανελέητος διωγμός εναντίον κάθε θρησκευτικής έκφρασης, βασισμένος στο αποκαλούμενο "Πέντε χρόνων σχέδιο αθεΐας", υιοθετημένο από την κυβέρνηση του Στάλιν το Μάιο του 1932.  
Στην περίοδο του Β' παγκοσμίου πολέμου εξ αιτίας της ανάγκης εκδηλώσεως προς τους Δυτικούς συμμάχους ενός προσωπείου ανεξιθρησκίας, ο Ιωσήφ Στάλινχαλάρωσε την αντιθρησκευτική του πολιτική και χρησιμοποιήσει την Εκκλησία προς όφελός του προκειμένου να κρατήσει ενωμένο το λαό μπροστά στον εθνικό κίνδυνο. Χάριν εθνικής άμυνας χιλιάδες Εκκλησίες άνοιξαν εκ νέου στη Σοβιετική Ένωση, για να κλείσουν και πάλι χάριν της πολιτικής που ακολούθησαν ο Νικήτα Χρουτσώφ και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ στην περίοδο 1953-1982.

Ε) Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Μία εκ νέου αλλαγή της σοβιετικής πολιτικής συνέβη, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ το 1988 συναντήθηκε με ηγέτες της ορθόδοξης εκκλησίας, προκειμένου να συζητηθεί ο ρόλος των θρησκειών στη ζωή των πιστών τους. Λίγο αργότερα ο επίσημος εορτασμός της χιλιετηρίδας της Ρωσικής Ορθοδοξίας υπέδειξε ότι ήταν πλέον αποδεκτή η ελεύθερη θρησκευτική έκφραση. Έκτοτε με διαρκείς νομοθετικές ρυθμίσεις την άνοιξη του 1990 ψηφίστηκε ένας νέος νόμος που αναγνώριζε εξαιρετικές θρησκευτικές ελευθερίες.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Αλέξιο Β' μεταξύ των ετών 1990 και 1995 περισσότερες από 8000 Ρωσικές Ορθόδοξες Εκκλησίες άνοιξαν, διπλασιάστηκαν οι ενεργές ενορίες και προστέθηκαν 32 επισκοπές. Ακολούθως η ρωσική κυβέρνηση επέστρεψε πολλά από τα δημευμένα κτήρια και εγκαταστάσεις παρέχοντας ταυτοχρόνως βοήθεια για την επισκευή και την ανακατασκευή των κατεστραμμένων συγκροτημάτων.

Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία


Η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ἀνεξάρτητη καί Αὐτοκέφαλη Εκκλησία και Πατριαρχείο.


Οι καταβολές διάδοσης του Χριστιανιασμού στην περιοχή που συνιστά την πνευματική δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Ρουμανικής Εκκλησίας, εντοπίζονται στους Αποστολκούς κιόλας χρόνους. Οι Ωριγένης, Ευσέβιος Καισαρείας,Ευχέριος Λυώνος, Βασίλειος Σελευκείας και Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, αλλά και ο μοναχός Επιφάνειος της Μονής Καλλιστράτων στην Κωνσταντινούπολη και ο Νικήτας Δαβίδ Παφλαγών, συνδέουν τον Απόστολο Ανδρέα με το κήρυγμα του χριστιανισμού στην περιοχή της Μικράς Σκυθίας (σημερινή Δοβρουτσά). Ενισχυτική όλων αυτών των μαρτυριών έρχεται η λαϊκή ρουμανική παράδοση μλεσα από τα τραγούδια και τα κάλαντα τα σχετικά με το βίοκαι τη δράση του Απόστολου Ανδρέα. Επίσης και εξωχριστιανικές πηγές επιβεβαιώνουν τη διάδοση του Χριστιανισμού, όπως ο Πλίνιος ο νεώτερος,διοικητής της Βιθυνίας. Τέλος δεν απουσιάζχουν και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες: παλαιοχριστιανικά αντικείμενα που βρέθηκαν στην Τρανσυλβανία και στη Δοβρουτσά[1]. Από τον 3ο αιώνα υπάρχει στην περιοχή οργανωμένη Εκκλησία και στην πόλη Τόμη (σημερινή Κωνστάντζα) ήταν έδΣτο β'μισό του 15ου αιώνα η Εκκλησία διέρχεται κρίση (διοικητική και πνευματική: εντός των κόλπων της Μητροπόλεως Μλδαβίας αναπτύχθηκε ισχυρή ανθενωτική προς τοΟικουμενικό Πατριαρχείο μερίδα η οποία χειροτόνησε δικό της Μητροπολίτη στα 1449 με 1454), που αντιμετωπίστηκε από τον Νήφωνα Β' που σύστησε νέες επισκοπές ενώ συγκρούσθηκε και με τον ηγεμόνα Ράντο τον Μέγα επειδή απέτρεψε το γάμο της αδελφής του με έναν ήδη παντρεμενο ηγεμόνα. Την ίδια περίοδο αρχίζουν να πολλαπλασίάζονται οι σχέσεις των Ρουμανικών χωρών με το Άγιον Όρος: αθρόα είσοδος Αγιορειτών μοναχών στη Ρουμανία και δωρεές Ρουμάνων ηγεμόνων στις Αγιορείτικες Μονές. Η Μητρόπολη Μολδαβίας με έδρα τη Σουτσεάβα στη Βουκοβίνα,από το 1565 μεταφέρθηκε στο Ιάσιο. Από τα 1715 αρχίζει η περίοδος των Φαναριωτών. Την περίοδο αυτή η Ρουμανική Εκκλησία βρίσκεταισε εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού οι Μητροπολίτες Ουγγροβλαχίας εκλέγονταν μεν στην Ρουμανία αλλά εγκρίνονταν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η εξάρτηση αυτή ενίσχυε την εκεί Εκκλησία από τις ξένες προπαγάνδες. Την περίοδο από τον 16ο αιώνα και με αποκορύφωμα τον 18ο αιώνα, εμφανίζεται στη Ρουμανία ο θεσμός των Αφιερωμένων Μοναστηριών, όταν οι ιδρυτές των μονών διέθεταν τις τακτικές χρηματικές εισφορές για την υποστήριξη θεσμών εκτός συνόρων των δύο Ηγεμονιών.Καθώς όμως πέρασαν οι μονές στην επιρροή Ελλήνων ηγουμένων αυτά τα εισοδήματα διατίθεντο κατά βούληση και κυρίως στο εξωτερικό. Η στενή συνεργασία των βογιάρων με τον ανώτερο κλήρο φέρνει τις δύο αυτές κοινωνικές δυνάμεις αντιμέτωπες με τις αγροτικές μάζες.[6]ρα Επισκόπων και Αρχιεπισκόπων[Στο β'μισό του 15ου αιώνα η Εκκλησία διέρχεται κρίση (διοικητική και πνευματική: εντός των κόλπων της Μητροπόλεως Μλδαβίας αναπτύχθηκε ισχυρή ανθενωτική προς τοΟικουμενικό Πατριαρχείο μερίδα η οποία χειροτόνησε δικό της Μητροπολίτη στα 1449 με 1454), που αντιμετωπίστηκε από τον Νήφωνα Β' που σύστησε νέες επισκοπές ενώ συγκρούσθηκε και με τον ηγεμόνα Ράντο τον Μέγα επειδή απέτρεψε το γάμο της αδελφής του με έναν ήδη παντρεμενο ηγεμόνα. Την ίδια περίοδο αρχίζουν να πολλαπλασίάζονται οι σχέσεις των Ρουμανικών χωρών με το Άγιον Όρος: αθρόα είσοδος Αγιορειτών μοναχών στη Ρουμανία και δωρεές Ρουμάνων ηγεμόνων στις Αγιορείτικες Μονές. Η Μητρόπολη Μολδαβίας με έδρα τη Σουτσεάβα στη Βουκοβίνα,από το 1565 μεταφέρθηκε στο Ιάσιο. Από τα 1715 αρχίζει η περίοδος των Φαναριωτών. Την περίοδο αυτή η Ρουμανική Εκκλησία βρίσκεταισε εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού οι Μητροπολίτες Ουγγροβλαχίας εκλέγονταν μεν στην Ρουμανία αλλά εγκρίνονταν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η εξάρτηση αυτή ενίσχυε την εκεί Εκκλησία από τις ξένες προπαγάνδες. Την περίοδο από τον 16ο αιώνα και με αποκορύφωμα τον 18ο αιώνα, εμφανίζεται στη Ρουμανία ο θεσμός των Αφιερωμένων Μοναστηριών, όταν οι ιδρυτές των μονών διέθεταν τις τακτικές χρηματικές εισφορές για την υποστήριξη θεσμών εκτός συνόρων των δύο Ηγεμονιών.Καθώς όμως πέρασαν οι μονές στην επιρροή Ελλήνων ηγουμένων αυτά τα εισοδήματα διατίθεντο κατά βούληση και κυρίως στο εξωτερικό. Η στενή συνεργασία των βογιάρων με τον ανώτερο κλήρο φέρνει τις δύο αυτές κοινωνικές δυνάμεις αντιμέτωπες με τις αγροτικές μάζες.[6]2].
Οι παράγοντες που καθόρισαν τη διάδοση του Χριστιανισμού στην περιοχή ήταν α) η παρουσία ισχυρών ελληνικών αποικιών από τους Μακεδονικούς χρόνους. Οι ελληνικές και ελληνίζουσες περιοχές εκχριστιανίσθηκαν αρχικά και μετά οι ιθαγενείς. β)Η ενσωμάτωση της επαρχίας Δακίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία[3].

Επί του αυτοκράτορα Ζήνωνα (5ος αι.), οι Ρουμανικές Εκκλησίες υπάγονται στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της πόλεως Τόμεως. Τη διοίκηση ασκούν οι Χωρεπίσκοποι λόγω των συχνών επιδρομών στην περιοχή. Στα μέσα του 6ου αιώνα και μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα, λαμβάνει χώρα μια προσωρινή μεταβολή με την ίδρυση της Πρώτης Ιουστινιανής στο Ταυρήσιο, η οποία θα περιλαμβάνει τις δύο Δακίες, την Άνω Μοισία, τη Δραδανία, την Παννονία, την Πρεβελιτάνη[4]. Η Τόμη θα καταστραφεί στα 602-603 μ.Χ. από τους Άβαρους. Τη διαδέχθηκε η Αρχιεπισκοπή Βιτζίνας, η οποία θα έχει υπό την δικαιοδοσία της μέχρι τον 14ο αιώνα τις περιοχές Τρανσυλβανίας, νότιας Μολδαβίας και Ουγγροβλαχίας. Αρχές του 11ου αιώνα η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος έχει υπό τη δικαιοδοσία της τις παρίστριες Επισκοπές Σιλιστρίας και Βιθυνίου, ενώ με την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Τυρνόβου (1235) περίήλθαν στα όριά της παραδουνάβιες πόλεις με επισκόπους χειροτονημένους από τον Αρχιεπίσκοπο Τυρνόβου. Η Μητρόπολη Ουγγροβλαχίας ιδρύθηκε το 1359 με πατριαρχική και συνοδική πράξη υπογεγραμμένη από τον Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄,μετά από επίμονες αιτήσεις του Βλάχου ηγεμόνα Αλεξάνδρου Βεσσαράβα. Με την ίδρυσή της ενισχύθηκε η ενότητα του ρουμανικού έθνους, ανακόπηκε η Ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα και εδρεώθηκε η βυζαντινή παρουσία στην περιοχή. Το 1370 ιδρύεται δεύτερη Μητρόπολη Ογγροβλαχίας και υπάρχει έως το 1376,οπότε οι Ούγγροι κατέλαβαν το Σεβηρίνο. Στο β' μισό του 14ου αιώνα, Ρουμάνοι ηγεμόνες ενισχύουν τους Ρωμαιοκαθολικούς (π.χ.ο Latcu Voda),ενώ ο Πέτρος Μουσάτ ζητά να αναγνωρίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Μητροπολίτη Μολδαβίας πρόσωπο δικής του επιλογής, τον Ιωσήφ, αλλά ο Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄ δεν τον αναγνωρίζει και ιδρύει Μητρόπολη Μολδαβίας στην οποία τοποθετεί τον Ιερεμία το 1392. Τελικά θα προβεί σε αφορισμό του Ρουμάνου ηγεμόνα, των επισκόπων της επιλογής του και της χώρας του. Ακολούθησαν διαδοχικές αποστολές αντιπροσωπειών εκατέροθεν με σκοπό την άρση του αναθέματος και την λύση της κρίσης. Η ανώμαλη κατάσταση θα παραμείνει μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα (περίπου 1401),οπότε ήρθη το ανάθεμα και αναγνωρίστηκε ο Ιωσήφ Μητροπόλίτης Μολδαβίας.
Ο εκλεγμένος από τις εθνοσυνελεύσεις της Βλαχίας και της Μολδαβίας κοινός Ηγεμόνας Αλέξανδρος Κούζας προέβη σε κρατικοποίηση της μοναστηριακής περιουσιας της χώρας, ενώ αποζημίωσε τα απαλλοτριωθέντα κτήματα και δάση που είχαν δωρηθεί σε μονές του Αγιού Όρους,τη Μονή Σινά και τα Πατριαρχεία με το ποσό των 82.000.000 γροσίων που στη συνέχεια ανέβηκε στα 150.000.000 γρόσια. Τελικά τα ελληνικά ιδρύματα δεν αποζημιώθηκαν παρά τις διακαστικές διεκδικήσεις. Ο Μητροπολίτης Μολδαβίας και όσοι κληρικοί διαμρτυρήθηκαν τους επιβλήθηκε περιορισμός. Η επιδείνωση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κλιμάκωσε τα μέτρα που έλαβε ο Κουζάς και αφάιρεσε τη διέθυνση των ιερατικών σχολών από την αρμοδιότητα της Ρουμανικής Εκκλησίας,έκλεισε τα τυπογραφεία της, απαγόρευσε τη χρήση τηςελληνικής γλώσσας στους ρουμανικούς ναούς (εκτός των Ελληνικών κοινότήτων),έπαυσε τους έλληνες ηγουμένους από τις μονές και δήμευσε τις περιουσίες τους.Κατάργησε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εισήγαγε το θεσμό του πολιτικού γάμου και υπήγαγε το διαζύγιο στα πολιτικά δικαστήρια. Στα 1864 ψηφίζεται από την Εθνοσυνέλευση Οργανικό διάταγμα για τη λειτουργία μιας κεντρικής ανώτατης αρχής της Συνόδου: βασικά χαρακτηριστικά της νέας διοίκησης της Ρουμανικής Εκκλησίας ήταν η διοικητική ανεξαρτησία της από κάθε ξένη αρχή,η διοίκησή της από μια Γενική Σύνοδο απαρτιζόμενη από κληρικούς (Μητροπολίτες), και λαϊκούς (καθηγητές εκκλησιαστικών σεμιναρίων και κοσμήτορες Θεολογικών Σχολών Ιασίου και Βουκουρεστίου), αλλά και ο υπουργός των Εκκλησιαστικών με συμβουλευτική ψήφο. Η Σύνοδος είχε νομοθετική,δικαστική και διοικητική εξουσία σε θέματα πνευματικά και θρησκευτικά. Οι αποφάσεις της Συνόδου ήταν εκτελεστές μόνο μετά από έγκριση του ηγεμόνος. Αποκορύφωμα των πολιτειοκρατικών αντιλήψεων τουΑλέξανδρου Κούζα ήταν ένας άλλος νόμος που προώθησε σχετικά με την εκλογή των Μητροπόλιτών οι οποίοι θα διορίζονταν από τον ηγεμόνα με πρόταση του υπουργού των Εκκλησιαστικών και ύστερα από σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου[7]. Σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες αντέδρασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Ρουμανικός κλήρος και η προσπάθεια του δεύτερου ονομάστηκε αγών υπέρ της κανονικότητος (Lupta pentru canonicitate)[8]. Στα 1866 ο διάδοχος του Κουζά, Κάρολος Χοετζόλλερν, απέστειλε στοΟικουμενικό Πατριαρχείο για έγκριση νέο σχέδιο νόμου που αφορούσε τα της Εκκλησίας για έγκριση και τελικά ψηφίσθηκε στα 1872: αυτός προέβλεπε τη διοίκηση της Εκκλησίας από Σύνοδο συγκροτούμενη από Αρχιερείς και την συμμφωνα με τους ιερούς κανόνες επίλυση των όποιων εκκλησιαστικών ζητημάτων. Το μόνο αρνητικό του ήταν η πρόβλεψη για προηγούμενη έγκριση από την κυβέρνηση κάθε επικοινωνίας της Ρουμανικής Εκκλησίας με άλλες εκκλησίες[9]. Το 1882 η Ρουμανική Εκκλησία πρόεβη σε καθαγιασμό του αγίου μύρου προβάλοντας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο θέσεις περί αυτοκεφαλίας έναντί του. Το 1885 υποβλήθηκε σχετικό αίτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο τον Απρίλιο του 1885 εξέδωσε Συνοδικό Τόμο ανακήρυξης τους αυτοκεφάλου. Σε ανταπόδοση ο Ρουμάνος Βασιλίας Κάρολος Α' απέδωσε στονΟικουμενικό Πατριάρχη τον σταυρό των ανωτέρων Ταξιαρχών του στέμματος της Ρουμανίας. Σε ένδειξη σεβασμού προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η αυτοκέφαλη Ρουμανική Εκκλησία θα ελάμβανε το άγιο μύρο από αυτό[10]. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρουμανία ενώθηκε εθνικά και εκκλησιαστικά κατ'επέκτασιν. Στις 4 Φεβρουαρίου 1925 η Ιερά Σύνοδος της Ρουμανικής Εκκλησίας αναγόρευσε τον Μητροπολίτη Πριμάτο Μύρων Κρίστεα Πατριάρχη Ρουμανίας με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Βουκουρεστίου, Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας και Πατριάρχης Ρουμανίας. Η Ρουμανική Βουλή ψήφισε τον σχετικό νόμο στις 25 Φεβρουαρίου και το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο επισημοποίησε την ανύψωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας[11].

Βασικοί σταθμοί της εκκλησιαστικής ιστορίας της περιόδου είναι ο συντονισμένος αγώνας που κατέβαλε για την αποτροπή της αποεθνικοποίησης των Ρουμάνων της Νοτιοδυτικής Τρανσιλβανίας ο Μύρων Τρίστεα πατριάχρης της Ρουμανίας έλαβε εθναρχικές πρωτοβουλίες: κατέδειξε μέσω του τύπου το πρόβλημα της αποεθνικοποίησης των πληθυσμών των περιοχών αυτών, σύστησε σχολεία και αγροτικά και οικονομικά προγράμματα[12]. Στις 10 Μαΐου 1927 συνυπογράφηκε συμφωνία με το Βατικανό από τον ρωμαιοκαθολικό βασιλιά της χώρας Φερδινάνδο Α' κάτι που ενίσχυε ακόμαπιο πολύ την δράση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη Ρουμανία και έδινε τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με το Βατικανό: διορισμός καρδιναλίων από Παπικό θρόνο, διορισμό ιερέων από καρδιναλίους, μισθοδοσία τους από Ρουμανικό κράτος,ελεύθερη λειτουργία εκκλησιαστικού σεμιναρίου για την εκπαίδευση του κλήρου τους,υπό την εποπτεία και των καρδιναλίων περιέρχονταν και τα σχολεία γενικής παιδείας χωρίς τον έλεγχο του Ρουμανικού κράτους.[13] Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μέρος της Τρανσιλβανίας περιήλθε στην Ουγγαρία και σε αυτήν έμεινε μόνο ένας επίσκοπος ενώ οι υπόλλοιποι απελάθηκαν, ρουμανικοί ναοί καταστράφηκαν, ενώ αρκετοί Ρουμάνοι εξαναγκάσθηκαν να γίνουν Ρωμαιοκαθολικοί και ορισμένοι ιερωμένοι θανατώθηκαν (Aurel Munteanu, Andrei Bujor, Traian Costea)[14]


Η περίοδος αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ξεκινά με την αποκήρυξη, στις 17 Ιουλίου 1948 , του Κονκορδάτου με την Αγία Έδρα, από την τότε Ρουμανική κυβέρνηση ύστερα από πιέσεις του τότε Πατριάρχη Ιουστινιανού.Επίσης σημαντικός σταθμός αποτελεί την ίδια περίοδο η επανένταξη των Ουνιτών στην Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία, στις 3 Οκτωβρίου του 1948. Περίπου 1.250.000 Ουνίτες εγκατέλειψαν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.[15]

Από το β' μισό του 9ου αιώνα και ειδικότερα από το 864 μέχρι το 1640 επικρατεί η Ρουμανική γλώσσα

Βουλγαρική Εξαρχία

Η Βουλγαρική Εξαρχία, βουλγ. (Българска екзархия Bâlgarska ekzarkhia) συστήθηκε ως αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία με σουλτανικό φιρμάνι στις 28 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1870, το οποίο αναγνώριζε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή της Βουλγαρίας μετά την αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού και την εκδίωξη των Ελλήνων κληρικών από την περιοχή.
Το φιρμάνι, το οποίο προέβλεπε ότι η Εξαρχία παρέμενε υπό την κανονική εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προέβλεπε επίσης την ίδρυση επισκοπών σε περιοχές, όπου τα 2/3 τουλάχιστον των Ορθοδόξων πιστών ήθελαν να υπαχθούν στην αρμοδιότητα της Βουλγαρικής εξαρχίας[2]. Έτσι, η Εξαρχία απέκτησαν επισκοπές σε όλη τη σημερινή Βουλγαρία καθώς και στην περιοχή των Σκοπίων και της Αχρίδας, των οποίων οι κάτοικοι επέλεξαν με ψηφοφορία την προσχώρησή τους σε αυτήν.
Στις 11/23 Μαΐου 1872 ο πρώτος Έξαρχος Άνθιμος Α' μαζί με άλλους Βούλγαρους ιεράρχες ανακήρυξε μονομερώς και αντίθετα με τους Ιερούς Κανόνες την αυτοκεφαλία της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκάλεσε Σύνοδο, όπου κήρυξε την Βουλγαρική Εξαρχία σχισματική. Στη Μεγάλη Σύνοδο που συγκλήθηκε από τον Πατριάρχη Άνθιμο τον ΣΤ΄ καταδικάζονταν ο εθνοφυλετισμός, ως αντίθετος με τους Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
    Ο ΄Ορος της Συνόδου «αποκηρύττει, κατακρίνει και καταδικάζει τον φυλετισμόν τουτέστι (αυτό είναι) τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία… τους δε παραδεχομένους τον τοιούτον φυλετισμόν.... κηρύττει αλλοτρίους της Εκκλησίας σχισματικούς.[3]    
Στην περιοχή της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, οι Βούλγαροι δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα 2/3, ώστε να εγκαταστήσουν επισκοπές, αλλά απέστειλαν επιτρόπους (βικάριους), οι οποίοι προσπαθούσαν να πείσουν τους κατοίκους να υπαχθούν στην Βουλγαρική Εκκλησία. Παράλληλα, το σουλτανικό φιρμάνι προέβλεπε το δικαίωμα να ιδρυθεί βουλγαρικός ναός, οπουδήποτε εκπροσωπούνταν το 1/3 του τοπικού ποιμνίου, δημιουργώντας κανονική ανωμαλία παρόμοια με αυτή που ισχύει σήμερα στις ΗΠΑ. Η κατάσταση αυτή "διεμβόλισε την ειρήνευση μεταξύ των ομοδόξων, προκάλεσε αντιπαλότητα και δίχασε τη θρησκευτική συμπόρευση[4].
Οι Βούλγαροι εκμεταλλευόμενοι τη σλαβόφωνη κρεολή διάλεκτο, που ομιλούνταν στη Μακεδονία, αγωνίζονταν για τη διαμόρφωση βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος ωστόσο στην πλειοψηφία του έμενε πιστός στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, διακηρύσσοντας έτσι την ελληνική του εθνική συνείδηση. Σύντομα, άρχισε να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα σε αυτοσχέδια σχολεία που ιδρύθηκαν από το πληθυσμό.
Οι αντιπαλότητες και οι απόπειρες προσεταιρισμού ήταν συχνές και έντονες και θα κορυφωθούν με το Μακεδονικό Αγώνα

Η ιστορία του 
Πατριαρχείου Γεωργίας
H Γεωργία βρίσκεται στα νότια του Καυκάσου, μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας. Η ιστορία της κρατικής υπόστασης του μετρά σχεδόν τρεις χιλιάδες πεντακόσια χρόνια, και αυτή του Χριστιανισμού, δύο χιλιάδες χρόνια. Η Παναγία Θεοτόκος θεωρείται η κύρια προστάτης και μεσάζων της Γεωργίας.

Εκείνη την εποχή υπήρχαν δύο βασίλεια στο έδαφος της Γεωργίας - Kartli (Iberia)Το Βασίλειο προς τα ανατολικά, και Egrisi (Κολχίδα)το Βασίλειο προς τα δυτικά. Ο Άγιος Ανδρέας κήρυξε σε διάφορα μέρη της Γεωργίας. 

Ο Άγιος Ανδρέας κήρυξε το Ευαγγέλιο μαζί με τον Άγιο Simon Χαναάν στη δυτική Γεωργία. Σύμφωνα με τα παλαιότερα σενάρια οι Άγιοι Απόστολοι επισκέφτηκαν την Γεωργία και Κήρυξαν το ευαγγέλιο στην περιοχή.

Η γεωργιανή Εκκλησία ιδρήθηκε από τους Αγίους Αποστόλους

Μετά την επίσημη υιοθέτηση του Χριστιανισμού, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και η βασίλισσα Ελένη έστειλε ένα κομμάτι του Τιμίου Σταυρού.

Το Κήρυγμα του Χριστιανισμού και η ίδρυση της Εκκλησίας στις αρχές του 4 αιώνα, η οποία πιστοποιείται από την παρουσία του Stratophilous, Επίσκοπος Bichvinta, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο στη Νίκαια. Από τότε η Γεωργία και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας έχουν πάντα σταθερή και ευλαβική σχέση.Τον 6 αιώνα ο βυζαντινός ιστορικός Prokofi Καισαρείας γράφει, "Οι Ιβύρες είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και οι ποιο πιστοί στην τήρηση των Κανόνων".

Από την επίσημη υιοθέτηση του Χριστιανισμού, και ακόμη και πριν, οι Γεωργιανοί άνθρωποι είχαν πάντα αγωνιστεί κατά των ξένων εισβολέων. Πέρσες, Άραβες, Τούρκοι, Μογγόλοι, και τους Οθωμανούς με στόχο να εισβάλει και να καταστρέψουν τη χώρα και χριστιανική πίστη του. Οι γεωργιανός λαός θα μπορούσε να κρατήσει και να διατηρήσει την κρατική της οντότητα και την Ορθόδοξη πίστη. Ο αγώνας για την κρατική ανεξαρτησία ήταν ίση με την προστασία της Ορθοδοξίας για πολλούς αιώνες.Μεγάλη πολλοί ιερείς, καθώς και πολίτες θυσίασαν τη ζωή τους για τον Χριστιανισμό.

Δεν υπάρχει κανένα άλλο παράδειγμα της ανιδιοτέλειας στην παγκόσμια ιστορία, όταν εκατοντάδες χιλιάδες Γεωργιανοί θυσιάστηκαν ταυτόχρονα για την ανεξαρτησία . 

Πολλοί και μεγάλοι βασιλείς αγιοποιήθηκαν από την Γεωργιανή εκκλησία. Όλοι τους έδειξαν εξαιρετικά παραδείγματα πατριωτικά αισθήματα, το θάρρος, τον ηρωισμό και χριστιανική ανθρωπότητα. Argvety Princes Δαβίδ και Κωνσταντίνου Mkheidze μαρτύρησε από τους Άραβες εισβολείς (VIII αι.), Ο βασιλιάς Archil (VIII αι.), Ο βασιλιάς Δημήτρη II αποκεφαλίστηκε από Μογγόλων εισβολέων (XIII αι.), Ο βασιλιάς Luarsab II σκοτώθηκαν από τους Πέρσες (XVII αι.), Και Queen Ketevan μαρτύρησε από τους Πέρσες (XVII), είναι απλά ελλιπής κατάλογος των γεωργιανών αγίων.

Παρά την τραγική ιστορία της Γεωργίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας διεξήγαγε πάντα μεγάλη εκπαιδευτική  αναβίωση των δραστηριοτήτων μετά την ανακοίνωση της κρατικής θρησκείας. Το σύνολο του εδάφους της Γεωργίας καλύπτεται με τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Μπορείτε να βρείτε εκατοντάδες εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου σε όλη τη Γεωργία. Ο Άγιος Γεώργιος έχει πάντα ιδιαίτερη τιμή και σεβαστή ως προστάτης της Γεωργίας.

Οι Γεωργιανοί έκτισαν εκκλησίες και μοναστήρια στην Παλαιστίνη, τη Συρία, Κύπρος, Ελλάδα, Βουλγαρία, κλπ.  πρέπει ιδιαίτερα να σημειωθεί η Μονή Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα (επί του παρόντος είναι υπό τη δικαιοδοσία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας),η Μονή του Αγίου Ιακώβου στην Ιερουσαλήμ (επί του παρόντος υπό τη δικαιοδοσία της Ιερουσαλήμ Αρμένικη Εκκλησία), Ιβήρων Ιερά Μονή στις Άγιον Όρος (γνωστή για τη θαυματουργή εικόνα Ιβήρων Παναγίας Θεοτόκου), Petritsoni Μοναστήρι (σήμερα Bachkovo, Βουλγαρία). Τέτοια εξέχοντες γεωργιανοί θεολόγοι φιλοσόφοι συγγραφείς, μεταφραστές και ως Peter IBERI, Εφραίμ Minor, Ekvtime και ο Γιώργος Mtatsmindelis (Athonians), John Πετρίτσι και πολλοί άλλοι εξυπηρετούνται και δημιούργησε τα αριστουργήματά τους σε όλη τη Γεωργία όσο και στο εξωτερικό.      

Από την πρόωρη δεκαετία του '20 του IV αιώνα η Εκκλησία της Γεωργίας ήταν υπό τη δικαιοδοσία του Αντιόχου καθεδρικού ναού. Μετά την αναφορά και μεσιτεύει από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βασιλιάς Vakhtang Gorgasali, το Πατριαρχείο του Αντίοχου χορήγησε αυτοκέφαλο να Kartli Εκκλησία και ο Επίσκοπος της Mtskheta χορηγήθηκε το βαθμό του Καθολικού στο 60-70 του 5 αιώνα. Εκκλησία της Δυτικής Γεωργίας (Αμπχαζία) ήταν ακόμη υπό τπ Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τον 9 αιώνα είχε διοριστεί εκεί Καθολικού. Στις αρχές του XI αιώνα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επανένωσης της γεωργιανής Βασιλείου, Καθολικός της Mtskheta (Kartli) χορηγήθηκε μια τάξη του Πατριάρχη. Από τότε η υπέρτατη θέση της Εκκλησίας της Γεωργίας είχε τίτλο Καθολικός Πατριάρχης της Mtskheta και Πάσης Γεωργίας.

Το 1811 η ρωσική αυτοκρατορία ακύρωσε παράνομα το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Γεωργίας. Εκεί σταμάτησε η θέση του Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Γεωργίας έγινε σύμφωνα με τον κανόνα της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας. Τον Μάρτιο του 1917, οι γεωργιανές κληρικοί αναβίωσαν το αυτοκέφαλο και αποκατέστησαν το Πατριαρχείο. Το 1989, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνωρίζει την ύπαρξη του αυτοκεφάλου και Πατριαρχείου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Γεωργίας από το 5 αιώνα.
Από το 1977 ο Καθολικός Πατριάρχης και πάσης Γεωργία είναι ο Μακαριωτάτος Ηλία II.

Πατριαρχεῖον Σερβίας (ελλιπείς στοιχεία)


Διά Συνοδικοῦ Τόμου, ἐκδοθέντος, τῷ 1831 παρεχωρήθη εἰς τήν ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίαν ἐσωτερική αὐτονομία, ὑπό τήν ἐποπτείαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τῷ 1879, διά Συνοδικοῦ Τόμου, ἐπί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἀνεκηρύχθη ἀνεξάρτητος καί αὐτοκέφαλος, τῷ δέ 1920 ἀνεγνωρίσθη ὡς Πατριαρχεῖον.

πηγές - Βιβλιογραφία

www.patriarchate.ge


www.ec-patr.org

el.wikipedia.org

patriarhia.ro

Δημοσίευση σχολίου

 
Top