GuidePedia

0
xristianos.gr

Μετά τον αρσανά του Χελανδαρίου και δίπλα ακριβώς στη θάλασσα μέσα σ' ένα γαλήνιο ορμίσκο είναι κτισμένο το μοναστήρι του Εσφιγμένου, που γιορτάζει την Ανάληψη του Κυρίου 

(40 μέρες μετά το Πάσχα).

Σχετικά με την ονομασία της μονής παρατηρείται μεγάλη διαφωνία μεταξύ των ερευνητών. Σύμφωνα με μία γνώμη αυτή οφείλεται στη θέση της μονής ανάμεσα στους τρεις λόφους, της Ζωοδόχου Πηγής,
Σαμάρειας και Γριμποβίτσας, από τους οποίους κατά κάποιο τρόπο μοιάζει σαν να περισφίγγεται. Πάνω σ' αυτό ο Ιωάννης Κομνηνός στο βιβλίο του Προσκυνητάριον του Αγίου Όρους του Άθωνος, ανάμεσα
σε άλλα γράφει: «Ονομάζεται του Εσφιγμένου, διότι είναι ανάμεσα σε τρία βουνάκια περιωρισμένο σιμά εις τον αιγιαλόν». Άλλοι υποστηρίζουν την άποψη ότι το όνομα αυτό έχει σχέση με τον ιδρυτή ή
ανακαινιστή της μονής, που ήταν κάποιος μοναχός «μονοχίτων σχοινίω σφιγκτώ εζωσμένος».

Η ίδρυση της μονής, καθώς και εκείνης του Ξηροποτάμου, αποδίδεται από την αγιορειτική παράδοση στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' και την αδερφή του Πουλχερία (5ος αι.). Η μονή αυτή όμως, σύμφωνα με
την ίδια την παράδοση, καταστράφηκε αργότερα από ένα βράχο, που ξεριζώθηκε από το βουνό και έπεσε καταπάνω της λένε μάλιστα ότι τα ερείπιά της σώζονται μισό χιλιόμετρο πιο πέρα από το σημερινό
μοναστήρι. Αλλά μη μπορώντας φυσικά, να στηριχθούμε στις πληροφορίες αυτές παραμένουν για την ώρα άγνωστοι ο ιδρυτής και ο ακριβής χρόνος της ιδρύσεως της μονής Εσφιγμένου. Με κάποια
βεβαιότητα μπορούμε να τοποθετήσουμε την ίδρυση της στο τέλος του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα, όπως μαρτυρούν διάφορες γραπτές πηγές της εποχής αυτής. 

Συγκεκριμένα για πρώτη φοράαναφέρεται στο εγκλητικό λεγόμενο γράμμα του Παύλου Ξηροποταμηνού (1016), μετά στη διαθήκη του μοναχού Δημητρίου του Χαλκέως (1030), όπου υπογράφει ως εκτελεστής της ο «Θεόκτιστος μοναχός
και καθηγούμενος της μονής Εσφιγμένου», και τέλος στο Β' Τυπικό του Αγίου Όρους (1046).



Η μονή μέχρι την τουρκική κατάκτηση πέρασε μια περίοδο ακμής από κάθε άποψη. Σ' αυτό συνετέλεσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, πολλοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου και ηγεμόνες άλλων ορθοδόξων
χωρών, όπως ο Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος, ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δ', ο δεσπότης Γεώργιος Βράγκοβιτς και άλλοι.

Δυσάρεστη ίσως παρένθεση στα ευτυχισμένα αυτά χρόνια της μονής αποτελούσαν οι συνεχείς αντιδικίες της για οριακές και κτηματικές διαφορές με τη γειτονική μονή του Βατοπεδίου και οι διάφορες
πειρατικές επιδρομές επίσης δύο πυρκαγιές που έλαβαν χώρα στον 14ο αιώνα. Ειδικά όμως το μοναστήρι υπέφερε πολλές φορές από τις πειρατικές επιδρομές λόγω της θέσης του στο απάνεμο εκείνο
μέρος της θάλασσας, που το καθιστούσε εύκολη λεία των κουρσάρων, όπως αναφέρουν σχετικά οι «ενθυμήσεις» σε τρία χειρόγραφα (αριθ. 4,14 και 296) της μονής. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η
ολοκληρωτική σχεδόν ερήμωσή της, οπότε βρήκαν ευκαιρία οι διπλανές μονές Χελανδαρίου και Ζωγράφου να πάρουν διάφορα κτήματά της και να έχουμε έτσι νέες φιλονεικίες και δικαστικούς αγώνες.
Η μονή κατόρθωσε να ξεπεράσει τις διάφορες καταστροφές και δυσκολίες της, όπως φαίνεται και από ένα έγγραφο του έτους 1569, που αναφέρει 51 μοναχούς να εργάζονται δραστήρια για την
ανασυγκρότησή της. Αργότερα, το 1655, ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξιος, ύστερα από νέες περιπέτειες της μονής, έδωσε τη σχετική άδεια στους Εσφιγμενίτες μοναχούς να περιοδεύουν κάθε πέντε χρόνια στη
χώρα του και να συγκεντρώνουν εράνους. Εξάλλου την ίδια εποχή φρόντισαν γι' αυτήν και οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας.

Στις αρχές του 18ου αιώνα και στη συνέχεια ευεργέτησαν τη μονή οι Μητροπολίτες Μελενίκου Γρηγόριος, που ήρθε εδώ ως μοναχός της και φρόντισε για την ανακαίνισή της, και ο Θεσσαλονίκης Δανιήλ, που
τακτοποίησε τα οικονομικά της και την έκανε κοινόβια, ύστερα από τη συγκατάθεση της Κοινότητας και του πατριάρχη Γερασίμου το σχετικό σιγίλλιο εκδόθηκε από τον εθνομάρτυρα πατριάρχη Γρηγόριο Ε' το
1797, που φρόντισε και για την ανοικοδόμηση της νότιας πτέρυγας που στο μεταξύ είχε πέσει.

Πολλές εργασίες έγιναν επίσης την εποχή αυτή από τους ικανούς ηγουμένους της Ακάκιο, Ευθύμιο, Θεοδώρητο και Αγαθάγγελο, από τους οποίους προέρχονται όλα τα σημερινά κτίρια. Τότε λειτούργησε στη
μονή για πολύ χρόνο μία αγιογραφική σχολή υπό τον ηγούμενο Λουκά, διάδοχο του Αγαθαγγέλου, που πρόσφερε σ' αυτήν πολλές υπηρεσίες.

Κατά την ελληνική επανάσταση η μονή Εσφιγμένου, καθώς βρισκόταν πρώτη προς τη μεριά του κόσμου, υπέφερε πολλά από τους Τούρκους που ήρθαν εξαγριωμένοι στο Όρος. Αλλά και την περίοδο αυτή
παρουσίαζε κάποια ανάπτυξη και πρόοδο.


Το αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου καθολικό της μονής κτίστηκε από τον ηγούμενο Θεοδώρητο στα χρόνια 1806 - 1810 στη θέση του παλαιότερου ναού, και σύμφωνα με τον τύπο των άλλων
καθολικών τα εγκαίνιά του έκανε ένα χρόνο αργότερα ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε', που βρισκόταν τότε στο Άγιον Όρος. Στο έργο της ανέγερσης βοήθησε πολύ ο μητροπολίτης Κασσανδρείας Ιγνάτιος, που
διέθεσε για το σκοπό αυτό ολόκληρη την ατομική του περιουσία. Ο ναός, ευρύχωρος και μεγαλοπρεπής, σχηματίζει στη μολυβοσκέπαστη στέγη του 8 τρούλλους, από τους οποίους ο κεντρικός είναι
μεγαλύτερος. Το μαρμάρινο υλικό μεταφέρθηκε εδώ από το νησί της Τήνου, από όπου καταγόταν και ο αρχιτέκτονάς του Παύλος.

Η τοιχογράφηση του ναού έγινε στα χρόνια 1811 (κυρίως ναός) και 1818 (Ιερό Βήμα) από τους Γαλατσιάνους ζωγράφους Βενιαμίν, Ζαχαρία και Μακάριο, και του νάρθηκα το 1841 από τους Ιωάσαφ, Νικηφόρο,
Γεράσιμο και Άνθιμο. Σ' αυτή την εποχή ανήκουν η Αγία Τράπεζα, τα αναλόγια, τα προσκυνητάρια καθώς και το ξυλόγλυπτο κοιλόκυρτο τέμπλο (1813), που επιχρυσώθηκε αργότερα (1846) και φέρει
πλούσια φυτική διακόσμηση και διάφορες σκηνές στην κάτω ζώνη του, κυρίως από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη θεωρείται από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά τέμπλα στο Άγιον Όρος.

Τα δύο παρεκκλήσια, ο εξωνάρθηκας και η στοά μπροστά στην είσοδο του καθολικού προστέθηκαν το 1845 από τον πατριάρχη Άνθιμο ΣΤ', που ήταν προηγουμένως Εσφιγμενίτης μοναχός.

Μπαίνοντας στη μονή από την κύρια είσοδο της συναντάμε τη φιάλη του αγιασμού έξω από τη νοτιοανατολική γωνία του καθολικού. Κτίστηκε το 1815 από τον ηγούμενο Ευθύμιο στη θέση της παλαιάς φιάλης,
που προερχόταν από τα χρόνια του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, και στεγάζεται με θόλο ο οποίος στηρίζεται σε 8 κιονίσκους, ανάμεσα στους οποίους είναι τοποθετημένα μαρμαρένια θωράκια με γλυπτό
διάκοσμο.

Απέναντι από την πρόσοψη του καθολικού βρίσκεται η κοινή τράπεζα της μονής, που έχει σχήμα ορθογώνιο. Έργο και αυτή του Ευθυμίου στεγάζεται σε ανεξάρτητο οικοδόμημα μέσα στην αυλή (1810). 
Οι τοιχογραφίες της (1811) σώζονται πολύ μαυρισμένες από τις φωτιές που άναβαν μέσα εδώ οι Τούρκοι στρατιώτες κατά την ελληνική επανάσταση.

Εκτός τώρα από τον κεντρικό ναό, στη μονή ανήκουν και 13 ακόμη παρεκκλήσια, 8 μέσα και 5 έξω από αυτή. Από τα πρώτα τα δύο σπουδαιότερα είναι των Εισοδίων και των Αρχαγγέλων, δεξιά και αριστερά
στη λιτή του καθολικού τα υπόλοιπα 6 βρίσκονται σε διάφορα σημεία της μονής: των Αγίων Αναργύρων στο νοσοκομείο, του Αγίου Ανθίμου πλάι στο ηγουμενείο, όπου γίνονται οι κουρές των νέων μοναχών,
του Αγίου Γεωργίου στη νοτιοανατολική γωνία με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πάνω από την είσοδο της μονής (1854), του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των Αγίων
Νείλου του Σοφού, Νείλου του Μυροβλήτη και Ιωάννου του Ελεήμονος στην ανατολική πτέρυγα όλα αυτά είναι χωρίς τοιχογραφίες, αλλά περιέχουν φορητές εικόνες, σε μερικές από τις οποίες διακρίνεται το
χέρι του αγιογράφου Λουκά ή παπαΛουκά.



Από τα εξωτερικά παρεκκλήσια αξίζει να αναφέρουμε εδώ του Αγίου Αντωνίου Πετσέρσκυ, που βρίσκεται απέναντι από τη μονή ο όσιος αυτός είναι ο ιδρυτής της Λαύρας του Κιέβου και ταυτόχρονα ο
θεμελιωτής του μοναχισμού στη Ρωσία με βάση τους γνωστούς σ' αυτόν ελληνικούς μοναστικούς θεσμούς. Τα άλλα παρεκκλήσια είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο κοιμητήριο, του Αγίου Μοδέστου, των
Αγίων Θεοδώρων και των Αγίων Πάντων.

Από τα κειμήλια της μονής πολλά φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιό της, που προσωρινά στεγάζεται μαζί με τη βιβλιοθήκη των χειρογράφων πάνω από το νάρθηκα του καθολικού υπάρχουν εδώ σταυροί,
εγκόλπια, ιερά άμφια, λειτουργικά σκεύη και άλλα αντικείμενα. Επίσης ένα μεγάλο κομμάτι (3,05x2,80) από τη σκηνή του Μεγ. Ναπολέοντα, δώρο του πατριάρχη Γρηγορίου Ε προς τη μονή, το οποίο και
χρησιμοποιείται μία φορά το χρόνο, την ημέρα της Αναλήψεως που γιορτάζει η μονή, σαν παραπέτασμα στη βασίλειο πύλη του καθολικού.

Εξάλλου στο Ιερό Βήμα βρίσκεται ο λεγόμενος σταυρός της Πουλχερίας, λειψανοθήκες και πολλά κομμάτια από λείψανα αγίων, καθώς και μία πολύ σπουδαία βυζαντινή εικόνα πάνω σε ψηφιδωτό, μικρών
διαστάσεων (0,15x0,07) σ' αυτή παριστάνεται ολόσωμος και σε μετωπική στάση ο Χριστός, ευλογώντας με το δεξί του χέρι και κρατώντας στο αριστερό χέρι το Ευαγγέλιο. Το εικονίδιο αυτό περιβάλλεται από
ένα ασημένιο πλαίσιο, στο οποίο εικονίζονται οι Απόστολοι ενώ στο κάτω μέρος του είναι τοποθετημένα μικρά κομματάκια από λείψανα αγίων. Τέλος στο παλαιό ηγουμενείο υπάρχουν φορητές εικόνες,
χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα, σιγίλλια και άλλα έγγραφα.

Η βιβλιοθήκη, όπου ανεβαίνει κανείς από μια στενή ελικοειδή σκάλα, περιέχει 372 χειρόγραφα, από τα οποία τα 75 είναι περγαμηνά και μερικά εικονογραφημένα, ανάμεσα στα οποία και το σπουδαιότατο
Μηνολόγιο, αριθμ. 14, με τις 80 μικρογραφίες του. Εδώ βρίσκονται ακόμη γύρω στις 2.000 έντυπα βιβλία, ενώ πάνω από 7.000 φυλάσσονται σε άλλο σημείο του μοναστηριού στον δεύτερο όροφο της
βορεινής πλευράς.

Η μονή Εσφιγμένου ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα ζωής και κατέχει τη δέκατη όγδοη θέση ανάμεσα στις 20 μονές του Άθω αριθμεί συνολικά 65 περίπου μοναχούς.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top