Του π.Αντωνίου Αλεβιζόπουλου
Ο Μέγας Βασίλειος
δίνει τον ακόλουθο ορισμό της νηστείας: «Νηστεία αληθινή είναι η
αποξένωσις από το κακόν, η εγκράτεια της γλώσσης, η αποχή από τον θυμόν, ο
χωρισμός από τας επιθυμίας, την καταλαλιάν, το ψεύδος και την ψευδορκίαν. Η
στέρησις από αυτά είναι αληθινή νηστεία. Μέσα εις αυτά λοιπόν η νηστεία είναι
αγαθόν».
Ο περιορισμός της
νηστείας στην αποχή από φαγητά δεν είναι «αγαθόν»· μόνο νηστεία τού σώματος που
συνοδεύεται από τον χωρισμό από τα πάθη λογίζεται αρετή. «Η αληθινή
νηστεία είναι η αποξένωσις από τα κακά» επαναλαμβάνει ο Μ. Βασίλειος
και παραπέμπει στο Ης. ξγ’ 4-6′ να λύσης τα δεσμά της αδικίας, μη νηστεύεις
χάριν διαμάχης και έριδος. «Δεν τρώγεις κρέατα, αλλά τρώγεις τον
άδελφόν σου· δεν πίνεις οίνον, αλλά δεν είσαι εγκρατής εις τας ύβρεις».
«Διότι ποίον είναι το
όφελος εάν απέχης από τροφάς, αλλά τρώγεις δια των οφθαλμών την ακολασίαν της
μοιχείας ή με την θέλησίν σου ακούεις δια των ώτων ματαίας και διαβολικάς
φωνάς; Δεν ωφελεί καθόλου να απέχης από τροφάς, όμως να μην απέχης από την
έπαρσιν της υψηλοφροσύνης, της κενοδοξίας και κάθε πάθους. Ή τι ωφελεί βεβαίως
να είσαι εγκρατής εις τας τροφάς, αλλά να μην απέχης από πονηρούς λογισμούς… Ας
γίνωμε λοιπόν εγκρατείς εις όλα αυτά, δια να μη έλθη ποτέ εις ημάς η κατηγορία
τού Κυρίου, ότι διυλίζομεν τον κώνωπα και καταπίνομε την κάμηλον (Ματθ. κγ’
24)» (Μ. Βασίλειος).
Για τον Μ. Βασίλειο η νηστεία είναι παλαιότερη εντολή (Γέν. β’ 17). Το «μη φάγετε», λέγει, είναι
«νομοθέτημα νηστείας και εγκράτειας». Μετά από την πτώση όμως η νηστεία πήρε
τη θέση τού ιατρού, γιατί συνδέεται με τη μετάνοια· είναι η μετάνοια τού
σώματος! Εκείνος που νηστεύει δεν μιμείται την παρακοή της Εύας και δεν
ακολουθεί τη συμβουλή του φιδιού. Για τους πρωτόπλαστους η «νηστεία» ήταν το
μέτρο που θα εδοκιμάζετο η σφοδρή επιθυμία των να μείνουν σε κοινωνία με τον
Θεό. Μετά από την πτώση η νηστεία, που συνοδεύεται με την άσκηση των άλλων
αρετών, αποτελεί θεμέλιο στο οποίο ο πνευματικός αθλητής στηρίζει τον
πνευματικό του αγώνα.
«Η νηστεία, οπού
είναι ο ιατρός των ψυχών ημών», λέγει ο Συμεών ο νέος Θεολόγος, «έχει
συνήθειαν, άλλου χριστιανού να ταπεινώση την σάρκα και άλλου να καταπραΰνη τον
θυμόν και άλλον να φέρη εις προ-θυμίαν δια να κάμη το καλόν και άλλου να
καθαρίζη τον νουν του και να τον κάμνη ελεύθερον από τους πονηρούς λογισμούς.
Και άλλου να δαμάζη την αδάμαστον και ακράτητον γλώσσαν και να την κρατά με τον
φόβον τού Θεού… Και άλλου να εμποδίζη τα μάτια να μη κοιτάζουν εδώ και εκεί και
να περιεργάζονται τι κάμνει ο ένας και ο άλλος, αλλά κάμνει τον κάθε ένα να
προσεχή εις τον εαυτόν του και να ενθυμήται τα ιδικά του ελαττώματα…». Η
νηστεία οδηγεί σε κατάνυξη και μας βοηθεί να περάσουμε με τη χάρη τού Θεού
«όλην την ταραχήν των παθών και την φουρτούνα των πειρασμών τού διαβόλου οπού
μας καταδυναστεύει πικρώς και θέλει έλθωμεν εις τον λιμένα της απαθείας»,
καταλήγει ο ίδιος πατέρας.
«Θλίβε την κοιλία και οπωσδήποτε να κλείσης και το στόμα· διότι η γλώσσα
ισχυροποιείται από τα πολλά φαγητά. Να πυγμαχής συνεχώς εναντίον της και να
επαγρυπνής συνεχώς επάνω της. Εάν συ κοπιάσης λίγο, αμέσως και ο Κύριος σε
βοηθεί» (Κλίμαξ).
«Η σωματική νηστεία
δεν είναι το πρώτο· κατέχει τελευταίον μέρος εις τον χώρον της αρετής» (Χρυσ.).
Η αληθινή νηστεία είναι «βία φύσεως και περιτομή των ηδονών τού
λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών,
απελευθέρωσις από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής,
διαφύλαξις τού νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως… σταμάτημα της
πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής ελαφρότης τού ύπνου, υγεία τού
σώματος πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις τού
παραδείσου» (Κλίμαξ). Οι κόποι και οι ταλαιπωρίες είναι η συνεργασία
τού σώματος στην άσκηση των αρετών της ψυχής, λέγει ο Μ. Βασίλειος και
αναφέρεται στη νηστεία τού Κυρίου, τού Μωυσή και τού Ηλία.
Διακρίνοντας τη νηστεία τού Κυρίου με την ιδική μας νηστεία ο Γρηγόριος ο
Θεολόγος λέγει πως η νηστεία Εκείνου προβάλλεται εναντίον των πειρασμών (Ματθ.
δ’ 1-2), ενώ για μας σημαίνει «συμμετοχή εις την νέκρωσιν τού Χριστού και μία
προεόρτιος κάθαρσις». Και δεν είναι αυτό «παντελής αποχή από τας τροφάς», λέγει
ο Μ. Βασίλειος, αλλά «αποχή από τας απολαύσεις, με σκοπόν να συντρίψωμε το
φρόνημα της σαρκός (Ρωμ. η’ 8) και να επιτύχωμε τον σκοπόν της ευσέβειας». Γι’
αυτό κανείς δεν εξαιρείται «από τον κατάλογον των νηστευόντων… Άγγελοι είναι
αυτοί που κάμνουν την καταγραφήν των νηστευόντων εις κάθε εκκλησίαν».
Σκοπός της νηστείας
δεν είναι η συντριβή τού σώματος, αλλά χαλιναγώγηση της δυνάμεως της σάρκας
ώστε ο ίππος των επιθυμιών να καταστεί ευπειθής, λέγει ο Χρυσόστομος και
συνιστά την τροφή για την ικανοποίηση των αναγκών.
Η νηστεία είναι όπλο
στην εκστρατεία εναντίον τού Διαβόλου (Μάρκ. θ’ 29). Ένας πολεμιστής
προμηθεύεται πάντοτε τα αναγκαία τρόφιμα, όχι εκείνα που χρησιμεύουν στην
απόλαυση· έτσι πρέπει να κάνει και ο πολεμιστής εναντίον των αοράτων έχθρων,
λέγει ο Μ. Βασίλειος και προσθέτει σε άλλο σημείο: «Η εγκράτεια πρέπει
να ορίζεται δια κάθε άνθρωπο ανάλογα της σωματικής του δυνάμεως, ώστε ούτε
ολιγώτερον της υπαρχούσης δυνάμεως να αγωνισθώμεν, ούτε να επεκτεινόμεθα υπέρ
την δύναμιν. Διότι και τούτο, νομίζω, πρέπει να προσέξωμε, μήπως δηλαδή
καταλύσωμε την αντοχήν τού σώματος με την υπερβολήν της εγκράτειας και το
καταστήσωμεν ανίκανον να επιτελέση τας σπουδαίας πράξεις».
Αναφερόμενος στην
αναγκαιότητα της εργασίας και ταυτόχρονα της νηστείας λέγει· «πρέπει να
νηστεύωμε και να τρώγωμεν όπως απαιτείται από την θεοσέβειαν ώστε όταν μεν
χρειάζεται να εκτελεσθή η εντολή τού Θεού δια της νηστείας, να νηστεύσωμεν όταν
δε πάλιν η εντολή τού Θεού ζητή τροφή τονωτικήν δια το σώμα, να φάγωμεν όχι ως
γαστρίμαργοι, άλλ’ ως εργάται τού Θεού. Διότι πρέπει να τηρούμε τον λόγον τού
αποστόλου· «είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού
ποιείτε» (Α’ Κορ. Γ 31).
Εκείνος που τρώγει
τόσο, «όσον χρειάζεται δια να αναλάβη δυνάμεις το σώμα που ασθενεί», λέγει ο
Χρυσόστομος, μπορεί να είναι «εφάμιλλος προς εκείνον που νηστεύει ως προς την
σωφροσύνην της ψυχής. Γιατί και αν το σώμα είναι ασθενικό για τη νηστεία, δεν
είναι ασθενικό για την προσευχή, ούτε ανίσχυρο για να περιφρονήσει την τρυφηλή
ζωή και να αποφύγει την αμαρτία ή να μετάσχει με κατάνυξη στη λατρευτική ζωή
της Εκκλησίας. Αυτός που για λόγους ασθενείας δεν νηστεύει σε τίποτε δεν
εμποδίζεται να ασκηθεί στην ταπείνωση, να περιφρονήσει την κενοδοξία, να
προσεύχεται και να εξομολογείται και να βοηθεί τον εαυτό του με την
ελεημοσύνη», λέγει ο Χρυσόστομος και υπογραμμίζει ότι η ελεημοσύνη μπορεί να
εξαλείψει τις αμαρτίες μας, όταν την ασκούμε με αφθονία και χωρίς επίδειξη
ενώπιον των ανθρώπων.
«Διότι υπάρχουν
πράγματι τρόποι κατά πολύ σπουδαιότεροι από την αποχήν από τα τρόφιμα, οι
οποίοι μπορούν να μας ανοίξουν τας θύρας της παρρησίας προς τον Θεόν. Εκείνος
λοιπόν, που τρώγει και δεν ημπορεί να νηστεύει ας επιδεικνύει πλουσιωτέραν
ελεημοσύνην, εκτενείς προσευχάς ας έχη έντονον προθυμίαν δια την ακρόασιν των
θείων λόγων εδώ δεν μας εμποδίζει καθόλου».
________________________
Από το βιβλίο: ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ
ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ