Romfea.gr
Του
Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών
Δρος Κανονικού Δικαίου
Εν όψει της
συγκλήσεως της αποκαλουμένης Αγίας, Μεγάλης και Πανορθοδόξου Συνόδου, την οποία
έχει εξαγγείλει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, θα ήθελα ως
κανονολόγος να τοποθετηθώ και να απαντήσω σε ορισμένα ερωτήματα, τα οποία
θέτουν ευλόγως ορθόδοξοι θεολόγοι, αλλά και ο απλός ορθόδοξος λαός.
Και το πρώτο ερώτημα
είναι: Πότε συγκαλείται Σύνοδος με την συμμετοχή εκπροσώπων της καθόλου
Ορθοδόξου Εκκλησίας; Το δεύτερο: Πώς πρέπει να αποκαλήται αυτή η Σύνοδος,
Πανορθόδοξος ή Οικουμενική; Κάι το τρίτο: Πότε μία Σύνοδος χαρακτηρίζεται
ληστρική;
α. ποτε συγκαλειται
συνοδος
Η Εκκλησία του
Θεανθρώπου Κυρίου ως το «μυστικό Του Σώμα» -«και αυτός εστίν η κεφαλή του
σώματος, της εκκλησίας» (Κολ. 1, 18)- από τα πρώτα βήματά της εκινείτο
συνοδικώς. «Έδοξε τώ αγίω πνεύματι καί ημίν» (PG 31, 1432), εξαγγέλλει η
Αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων και ο λόγος αυτός γίνεται ο ιερός τύπος όλων
των μετέπειτα Συνόδων της Εκκλησίας.
Η Σύνοδος με την
συμμετοχή εκπροσώπων της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί το υπέρτατο
νομοθετικό όργανο της Εκκλησίας του Χριστού, της ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Συγκαλείται κυρίως «προς κοινήν συνδιάσκεψιν καί απόφασιν
επί εκκλησιαστικών ζητημάτων, αφορώντων την καθόλου Εκκλησίαν» (Μίλας,
Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Αθήνησιν 1906, σ. 405).
Συγκαλείται, δηλαδή,
όταν χρειάζεται να ρυθμισθούν θέματα, τα οποία ταλανίζουν τον κλήρο και τον λαό
της, όπως η σχέση των μελών της, κληρικών και λαϊκών, μετά των διαφόρων
αιρετικών.
Η ανωτέρω Σύνοδος,
έχοντας «την χρείαν κατεπείγουσαν καί τήν αιτίαν εύλογον», κατά τον Μ. Αθανάσιο
(PG 26, 688B), συγκαλείται πρωτίστως για να υπερασπισθή την ενότητα της
Εκκλησίας και να διασώση την Ορθόδοξο πίστη. Όταν κινδυνεύουν τα δύο αυτά, τότε
είναι αδήριτος η ανάγκη συγκλήσεώς της. Ο π. Δ. Στανιλοάε γράφει επ' αυτού: «Οι
Σύνοδοι [...] διέσωσαν την χριστιανική ενότητα και την χριστολογική βάση της
Εκκλησίας» (Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, Θεσ/νίκη 2014, σ. 60).
Συνεπώς το κύριο θέμα
με το οποίο πρέπει να ασχοληθή μία νέα Σύνοδος, συμμετεχόντων απάντων των
εκπροσώπων της ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ είναι η ενότητα των
μελών της. Δεν είναι δυνατόν, ως προς τα θέματα πίστεως, να μην βασιζώμαστε
στις αποφάσεις των Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων, αλλά και των Αγίων
Πατέρων, οι οποίες έλαβαν οικουμενικό κύρος και διαφορετικά να πρεσβεύουν ο
Οικουμενικός Πατριάρχης και οι ομόλογοί του και διαφορετικά ο κλήρος και ο
λαός.
Κατ' αυτόν τον τρόπο
κινδυνεύουμε να φθάσουμε σε σχίσματα, διακυβεύεται η ενότητα της Μιας
Εκκλησίας.
Ο Μ. Βασίλειος
εναγωνίως αναφωνούσε: «Πάνυ με λυπεί ότι επιλελοίπασι λοιπόν οι των Πατέρων
κανόνες και πάσα ακρίβεια των Εκκλησιών απελήλαται, και φοβούμαι μη, κατά
μικρόν της αδιαφορίας ταύτης οδώ προϊούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της
Εκκλησίας πράγματα» (PG 32, 400B).
Καθίσταται σαφές,
επομένως, ότι μία νέα Σύνοδος με την συμμετοχή απάντων των εκπροσώπων της
Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει να ασχοληθή κατά πρώτον με το θέμα της ενότητος των
μελών της Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, διαγράφοντας μία ενιαία αντιμετώπιση
των σημερινών αιρέσεων, όπως τού Παπισμού, τού Προτεσταντισμού, τού Χιλιασμού
κ.αλ. Κατά δεύτερον οφείλει να διεξέλθη και να επιλύση τα αναφυέντα εντός του
χώρου της ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, νέα ποιμαντικά
προβλήματα με φρόνημα Πατερικό βάσει των αποφάσεων των προηγηθεισών
Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, οι οποίες
έλαβαν οικουμενικό κύρος με τον Β΄ κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
β. πως πρεπει να
αποκαληται
Το δεύτερο ερώτημα
είναι: Πώς θα ονομασθή, ποίο χαρακτηρισμό θα λάβη, της Οικουμενικής Συνόδου ή
της Πανορθοδόξου;
1. Εάν η Σύνοδος
ονομασθή «Πανορθόδοξος», αυτό σημαίνει ότι τα μέλη της συνίστανται από
Ορθοδόξους Επισκόπους, οι οποίοι θα ασχοληθούν με την ρύθμιση γενικών
εκκλησιαστικών ζητημάτων της Ορθοδοξίας και μόνον.
Με έναν τέτοιο
χαρακτηρισμό υπονοείται ότι παραδεχόμαστε την ύπαρξη και άλλων Εκκλησιών, όπως
του Παπισμού, του Προτεσταντισμού κ.αλ. και άρα, για τους υποστηρικτές του
χαρακτηρισμού της Συνόδου ως Πανορθοδόξου, για να κληθή Οικουμενική οφείλουν να
συμμετάσχουν αντιπρόσωποι όλων των χριστιανικών λεγομένων ομολογιών. Συνεπώς
είναι λανθασμένος ο χαρακτηρισμός των προηγουμένων επτά Συνόδων ως
Οικουμενικών.
Έπρεπε με το ως άνω
σκεπτικό να ονομάζωνται Α΄ Πανορθόδοξος Σύνοδος, Β΄ Πανορθόδοξος Σύνοδος κ.ο.κ.
γιατί υπήρχαν και οι άλλες «Εκκλησίες», των Αρειανών, των Πνευματομάχων, των
Νεστοριανών κ.λπ. Άπαγε της βλασφημίας!!! Να διευκρινισθή εδώ ότι η παρουσία
των αρχηγών ή μελών των αιρετικών παρατάξεων στις Οικουμενικές Συνόδους ήταν
συμμετοχή απολογίας και όχι μετοχή στην λήψη των συνοδικών αποφάσεων.
Ο χαρακτηρισμός και η
ονομασία μίας νέας Συνόδου ως Πανορθοδόξου εγκρύπτει την πεποίθηση και αποδοχή
της υπάρξεως και άλλων «Εκκλησιών» εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και άρα
αποκαλύπτει αίρεση. Αυτοί δε, οι οποίοι υποστηρίζουν την ύπαρξη πολλών
Εκκλησιών, είναι αιρετικοί. Η Εκκλησία είναι μία, γιατί το Σώμα τού Χριστού
είναι ένα. «Μεμέρισται ο Χριστός;» (Α Κορ. 1, 13).
Η Εκκλησία είναι μία
και οι άλλοι όλοι είναι αποκομμένοι από την ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ και ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Επομένως, εάν συγκληθή Σύνοδος με την συμμετοχή του
πληρώματος της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα ονομασθή Οικουμενική και όχι
Πανορθόδοξος.
2. Οικουμενική
Σύνοδος χαρακτηρίζεται για τον λόγο ότι είναι «η ανωτάτη διοικητική βαθμίς της
εκκλησιαστικής ιεραρχίας» (Αμ. Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί Κανόνες, 1997, σ. 20) και
συγκεντρώνει τούς Επισκόπους από όλα τα μέρη τού Ορθοδόξου χριστιανικού κόσμου.
Με τον όρο «οικουμένη» ονομαζόταν το Ρωμαϊκό κράτος: «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος
Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» (Λουκ. 2, 1).
Έτσι αποκαλείται
Οικουμενική η Σύνοδος, για τον λόγο ότι συμμετέχουν όλοι οι ανά την οικουμένην
Επίσκοποι της ΜΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Στην Οικουμενική Σύνοδο παρευρίσκεται
όλο το Σώμα της Εκκλησίας, το οποίο συναποτελούν οι Ορθόδοξοι κληρικοί και
λαϊκοί και τοιουτοτρόπως η Σύνοδος αυτή καθίσταται ο φορέας του αλαθήτου της
Εκκλησίας, αφού τα μέλη της αποφαίνονται «υπό την επίνοιαν και επιστασίαν τού
Αγίου Πνεύματος επί τη βάσει της αγίας Γραφής και της ιεράς Παραδόσεως», (Ι.
Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 1, εν
Αθήναις 19602, σ. 105).
3. Η Οικουμενική
Σύνοδος εξετάζει ζητήματα αφορώντα στην ουσία της πίστεως και της
εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Οι αποφάσεις της είναι και πρέπει να είναι ό,τι
επιστεύθη πάντοτε και υπό πάντων, τη επενεργεία του Αγίου Πνεύματος.
Ουδέποτε ακυρώνει
αποφάσεις, οι οποίες ελήφθησαν υπό των προηγουμένων Συνόδων. Aυτό διετράνωσαν
οι συμμετασχόντες Πατέρες στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο: «Μετά πάσης ακριβείας
ερευνήσαντές τε καί διασκεψάμενοι, καί τώ σκοπώ τής αληθείας ακολουθήσαντες,
ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα τά τής Καθολικής Εκκλησίας
αμείωτα διαφυλάττομεν καί επόμενοι ταίς αγίαις Οικουμενικαίς έξ Συνόδοις [...]
πιστεύομεν [...] επακολουθούντες τή θεηγόρω διδασκαλία τών αγίων Πατέρων ημών,
καί τή παραδόσει τής Καθολικής Εκκλησίας. τού γάρ εν αυτή οικήσαντος αγίου
Πνεύματος είναι ταύτην γινώσκομεν» (Μansi 13, 376). Γι' αυτό, όπως υποστηρίζει
ο καθηγητής Καρμίρης, «αι επτά αρχαίαι Οικουμενικαί Σύνοδοι αποτελούν τήν
υψίστην αυθεντίαν εν τή Εκκλησία τού Χριστού » (ΘΗΕ 9, 688).
γ. ποτε μια συνοδοσ
χαρακτηριζεται ληστρικη
Βάσει των ανωτέρω,
εάν μία νέα Οικουμενική Σύνοδος, προφασιζομένη τα δεδομένα της συγχρόνου
εποχής, τολμήση να απορρίψη ή να διορθώση αποφάσεις των προηγουμένων
Οικουμενικών Συνόδων ή αποφάσεις τοπικών Συνόδων και Πατέρων της Εκκλησίας, οι
οποίες έλαβαν οικουμενικό κύρος και αφορούν τόσο στο δογματικό μέρος της
Ορθοδόξου Θεολογίας, όσο και στο ηθικό - ποιμαντικό τοιούτο, αυτομάτως θα
χαρακτηρισθή ληστρική Σύνοδος και δεν θα υποχρεούται ο Ορθόδοξος κλήρος και
λαός να αποδεχθή τις αποφάσεις της.
Για την συγκληθησόμενη
νέα Σύνοδο το 2016 γράφονται και ακούονται πολλά. Όπως επί παραδείγματι ότι θα
αναγνωρίση τον Παπισμό ως Εκκλησία, θα νομιμοποιήση την ομοφυλοφιλία, θα
ανασκευάση τις αποφάσεις των προηγουμένων Συνόδων ως προς τα θέματα της
νηστείας, θα εγκρίνη την χειροτονία των γυναικών και πολλά άλλα, αφορώντα στην
δογματική και ηθική Ορθόδοξο διδασκαλία, για τα οποία έχουν αποφανθή
Οικουμενικές, Τοπικές Σύνοδοι και Άγιοι Πατέρες. Όμως, ο Β΄ κανόνας της
Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου τονίζει: «Μηδενί εξείναι τούς προδηλωθέντας
παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι
κανόνας» (Ράλλη Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 2, σσ. 309-310).
Ο δε Άγιος Αμφιλόχιος
αναφωνεί: «Πίστιν την εκτεθείσαν υπό των πατέρων τηνικαύτα φυλάττομεν ακίνητον
καί πρός τό διηνεκές ασπάρακτον μένειν εύχομαι» (Επιστ. Συνοδική, PG 39, 96A).
Ο καθηγητής Μουρατίδης γράφει σχετικώς περί την μη αθέτηση των παλαιοτέρων
κανόνων: «Εκφράζει [ο κανών] αυτήν ακριβώς την βαθείαν πεποίθησιν της
εκκλησιαστικής συνειδήσεως περί τού αιωνίου κύρους και τού αμεταβλήτου τού υπό
τού Αγίου Πνεύματος εμπνευσθέντος περιεχομένου των Ιερών Κανόνων και εκείνων
εισέτι ων το εξωτερικόν περίβλημα το εξηρτημένον εξ ωρισμένων ιστορικών
συνθηκών περιέπεσεν εις αχρηστίαν» (Τό αιώνιο κύρος τών Ι. Κανόνων, Αθήνα 1972,
σ. 62).
Κατόπιν τούτων πρέπει
να γνωρίζουν a priori οι Εκκλησιαστικοί και άλλοι παράγοντες ότι μία τέτοια
Σύνοδος, η οποία δεν θα πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, θα χαρακτηρισθή
ληστρική, όπως συνέβη σε παρόμοιες περιπτώσεις και στο παρελθόν και θα
προκαλέση σχίσμα στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
Δεν
γνωρίζω εάν είμαστε πραγματικά έτοιμοι για την Σύνοδο, η οποία προετοιμάζεται
πυρετωδώς.
Ο Οικουμενικός
Πατριάρχης και οι περί αυτόν φέρουν μεγίστη ευθύνη έναντι τού Θεού και των
μελών της Εκκλησίας, εάν καταστή μία Οικουμενική -και όχι Πανορθόδοξος- Σύνοδος
ληστρική και προκαλέση σχίσμα στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
Παναγιώτατε και
λοιποί Πατριάρχες, «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου».