oodegr.com
Όπως ανέφερα εξαρχής, διαφωνώ μ’ αυτή την άποψη˙ τη θεωρώ παρερμηνεία των απόψεων του αποστόλου και πιστεύω, αντίθετα, ότι ο Παύλος ήταν πολύ φιλικός, και τρυφερός ακόμη με τις γυναίκες, χωρίς όμως αυτή η τρυφερότητα να παίρνει ερωτικό περιεχόμενο, γιατί ο ίδιος ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στο Θεό (είχε “θεϊκό έρωτα”, αντανάκλαση του οποίου είναι ο ανθρώπινος έρωτας, όταν χαρακτηρίζεται από αγάπη).
Στηρίζω την άποψή μου στα εξής:
Α. Ο Παύλος, όπως και οι άλλοι απόστολοι, αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς, μίλησε στις γυναίκες όπως και στους άντρες. Υπήρξαν μάλιστα φορές που μίλησε μόνο σε γυναίκες (πράγμα αδιανόητο για τους ρήτορες και τους θρησκευτικούς δασκάλους της εποχής, είτε Ρωμαίους και Έλληνες είτε Ιουδαίους), όπως στους Φιλίππους της Μακεδονίας, όπου μάλιστα φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μια γυναίκας που έγινε χριστιανή, της αγίας Λυδίας της πορφυροπώλιδος, με πρωτοβουλία της ίδιας (βλ. Πράξεις των αποστόλων, 16, 13-15). Συνεργάστηκε επίσης με γυναίκες, όπως η αγία Φοίβη, διακόνισσα και επίσημο πρόσωπο στην Εκκλησία των Κεχραιών, η οποία μετέφερε στη Ρώμη την επιστολή του Παύλου προς Ρωμαίους, και για την οποία ο Παύλος μιλάει πολύ τιμητικά στο 16ο κεφ. αυτής της επιστολής («…δεχτείτε την όπως ταιριάζει στους χριστιανούς και στηρίξτε την σε ό,τι χρειαστεί, γιατί έχει προστατεύσει πολλούς και εμένα τον ίδιο», Ρωμ. 16, 1-2).
Β. Σ’ αυτό το κεφ. 16 της προς Ρωμαίους, όπου χαιρετά έναν προς έναν τους φίλους του [κατά κάποιους το κεφάλαιο δεν ανήκει στην προς Ρωμαίους, γιατί ο Παύλος φαίνεται να μην είχε ακόμη επισκεφτεί τη Ρώμη, αλλά έχει αποσπαστεί από την προς Εφεσίους (βλ. Σάββα Αγουρίδη, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1971, σελ. 273-276), μπορεί όμως να υπήρχαν στη Ρώμη γνωστοί του Παύλου χωρίς ο ίδιος να είχε πάει οπωσδήποτε εκεί], το 1/3 των ανθρώπων που αναφέρει είναι γυναίκες. Προσθέτει μάλιστα τι οφείλει (ο ίδιος ή η χριστιανική ιεραποστολή) σε καθέναν και καθεμιά απ’ αυτούς. Ο τρόπος που μιλάει για τις γυναίκες είναι πολύ τιμητικός και φανερώνει όχι μόνο μεγάλη αγάπη (π.χ.: «χαιρετίστε την Περσίδα, την αγαπητή…, χαιρετίστε τον Ρούφο, τον εκλεκτό εν Κυρίω, και τη μητέρα του και δική μου μητέρα» –εννοεί ότι την αγαπάει σα μητέρα του– «χαιρετίστε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, τους συνεργάτες μου, που πρόταξαν το στήθος τους για να με προστατεύσουν» κ.λ.π.), αλλά και την ισότιμη θέση που είχαν άντρες και γυναίκες στην πρώτη Εκκλησία: «… χαιρετίστε τον Ανδρόνικο και την Ιουνία …, που είναι επίσημοι ανάμεσα στους αποστόλους και έγιναν χριστιανοί πριν από μένα…, χαιρετίστε την Τρύφαινα και την Τρυφώσα, που κοπιάζουν στην υπηρεσία του Κυρίου» κ.λ.π. Επίσης, στην επιστολή προς Φιλήμονα αναφέρει ως παραλήπτες ισότιμα το Φιλήμονα, τη γυναίκα του «Απφία την αγαπητή», τον Άρχιππο, που κατά κάποιους ήταν τοπικός επίσκοπος (μήπως όμως και γιος τους;) και ολόκληρη την «εκκλησία του σπιτιού του».
Γ. Στο κεφ. 7 της Α΄ προς Κορινθίους, ο Παύλος, αν και άγαμος, δίνει συμβουλές στα παντρεμένα ζευγάρια. Δεν το κάνει για να προκαθορίσει τη ζωή των χριστιανών και να την εξουσιάσει σε κάθε της πτυχή, ούτε για να… παραστήσει ότι τα ξέρει όλα, αλλά επειδή τού το ζήτησαν οι χριστιανοί της Κορίνθου με επιστολή τους. Εκεί ομολογεί ότι θα προτιμούσε οι χριστιανοί να έμεναν άγαμοι, σαν κι αυτόν, αλλά δηλώνει ότι θεωρεί εξίσου χαρίσματα τόσο την αφιέρωση στο Θεό όσο και το γάμο –«ο καθένας έχει το χάρισμά του» λέει (7, 7). Απλώς, η αφιερωμένη στο Θεό παρθενία, διευκρινίζει, υπερτερεί μόνο επειδή δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Η διαπίστωση αυτή ήταν εξαιρετικά σημαντική για τον ειδωλολατρικό αρχαίο κόσμο, όπου συχνά ο γάμος ήταν υποτιμημένος, επειδή το σώμα και γενικά η ύλη θεωρούνταν δημιουργήματα κατώτερου κακού θεού (δυαλισμός).
Στο κεφάλαιο αυτό λοιπόν φαίνεται η ισοτιμία άντρα και γυναίκας στο χριστιανισμό: ό,τι συμβουλεύει ο Παύλος τον άντρα, το ίδιο λέει και στη γυναίκα, και δηλώνει ότι ο άντρας μπορεί να σώσει τη γυναίκα του και η γυναίκα τον άντρα της (δηλαδή να την ή τον βάλει στη βασιλεία του Θεού, να του ή της προσφέρει την αγιότητα, μέσα απ’ το γάμο, με την αγάπη που θα υπάρχει ανάμεσά τους). Γράφει:
«…Ο άνδρας να προσφέρει στη γυναίκα την εύνοια που της οφείλει, το ίδιο και η γυναίκα στον άνδρα» (εύνοια, εδώ = συζυγική αγάπη). «Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά ο άνδρας× ομοίως, και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα. Μη στερείτε ο ένας τον άλλον» [ενν. από την ερωτική πράξη –επειδή συχνά τα μέλη θρησκευτικών ομάδων τηρούσαν υποχρεωτική ασκητική εγκράτεια μέσα στο γάμο, επειδή θεωρούσαν το σώμα κακό (άποψη που απορρίφθηκε αμέσως από το χριστιανισμό)], «εκτός αν το κάνετε με κοινή συμφωνία προσωρινά, για να αφοσιώνεστε στην προσευχή και τη νηστεία, και πάλι να σμίγετε, για να μη σας πειράζει ο διάβολος για τη μικρή αντοχή σας… Εάν ένας χριστιανός έχει γυναίκα άπιστη” (=ειδωλολάτρισσα) “και αυτή συμφωνεί να μείνει μαζί του, να μην τη χωρίσει× και γυναίκα εάν έχει άνδρα άπιστο και αυτός συμφωνεί να μείνει μαζί της, να μην τον χωρίσει. Γιατί ο άπιστος άνδρας έχει αγιαστεί μέσα από τη γυναίκα και η γυναίκα η άπιστη έχει αγιαστεί μέσα από τον άνδρα… Εάν ο άπιστος θέλει να χωρίσει, ας χωρίσει. Δεν είναι δεσμευμένος ο αδελφός ή η αδελφή σε κάτι τέτοιο. Ο Θεός μας έχει καλέσει εν ειρήνη. Γιατί, πού ξέρεις, γυναίκα, αν δε σώσεις τον άνδρα; Ή πού ξέρεις, άνδρα, αν δε σώσεις τη γυναίκα;…» (Α΄ Κορ. 7, 3-16).
Εκτός των άλλων, φαίνεται εδώ ότι και η γυναίκα μπορούσε να χωρίσει τον άντρα της με τη δική της θέληση, όπως και ο άντρας τη γυναίκα.
Υπενθυμίζω για την ιστορία ότι κατά τον Αριστοτέλη «το άρρεν και το θήλυ, φύσει το μεν κρείττον, το δε χείρον, το μεν άρχον το δε αρχόμενον» (Πολιτικά Α΄, Γ΄, Η΄), ενώ κατά τον Πλάτωνα «η θηλεία φύσις ως προς αρετήν χείρων της των αρρένων»(Νόμοι, Στ΄, 781). Στη Ρώμη ζούσαν στην αυστηρή κηδεμονία του συζύγου τους ή του κοντινότερου άντρα συγγενή, ενώ ακόμη και οι νόμοι του Σόλωνα όριζαν πως η μάνα δεν έχει γνώμη για τη ζωή του παιδιού της! Αν ο πατέρας έπαιρνε στα χέρια του το νεογέννητο, σήμαινε πως «το λυπήθηκε και το κρατούσε», ενώ, αν απέστρεφε το πρόσωπό του, το πετούσαν στα όρνια ή το σκότωναν! Γι’ αυτό η επιστολή προς Διόγνητον γράφει πως οι χριστιανοί (η «ψυχή της κοινωνίας») «γεννάνε παιδιά, αλλά δεν τα πετάνε».
Ήταν το πλαίσιο της εποχής. Το ερώτημα ήταν: η γυναίκα είναι άνθρωπος; Ούτε στη Γαλλική Επανάσταση της δόθηκε δικαίωμα ψήφου, παρά μόνο στην Αγγλία το 1917 και μόνο στις παντρεμένες και τις πτυχιούχους, ενώ στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου μόλις το 1871 είχαν γίνει δεκτές φοιτήτριες.
Αιτίες παρανοήσεων
Τότε γιατί υπάρχουν σε επιστολές του Παύλου τα αποσπάσματα που δίνουν αφορμή να θεωρείται μισογύνης;
Ας δούμε αυτά τα σημεία.
1. Στην προς Εφεσίους 5, 22-33, που διαβάζεται κατά τη σημερινή τελετή του γάμου, ο Παύλος προσπαθεί να πείσει τους άντρες να αγαπούν και να προστατεύουν τις γυναίκες τους. Το παράδειγμα της κεφαλής («ο άνδρας είναι κεφαλή της γυναίκας, όπως ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας») έχει στόχο να καταλήξει στο ότι καμιά κεφαλή δε μίσησε ποτέ το σώμα της, άρα ο άντρας πρέπει να φέρεται στη γυναίκα του όπως ο Χριστός φέρεται στην Εκκλησία: να την αγαπάει και να θυσιάζεται γι’ αυτήν («οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής», 5, 25).
Το απόσπασμα τελειώνει με τη γνωστή κατακλείδα «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα» –«να υποτάσσεται» στον άντρα, λέει στην αρχή, ενώ όμως έχει ήδη πει, απευθυνόμενος σε όλους τους χριστιανούς, το παράδοξο και διαφωτιστικό «να υποτάσσεσθε ο ένας στον άλλο» («υποτασσόμενοι αλλήλοις», 5, 21), χωρίς να ξεχωρίζει άντρες και γυναίκες: αυτή η αμοιβαία «υποταγή» δηλώνει την αμοιβαία υποχωρητικότητα, αναγκαία για την ανθρώπινη συνύπαρξη.
Η κατακλείδα αυτή («ίνα φοβήται τον άνδρα») δεν είναι εντολή: είναι η κατάληξη της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του άντρα προς τη σύζυγό του –ο άντρας πρέπει να αγαπά και να προστατεύει τη γυναίκα του, εάν θέλει η γυναίκα του «να τον φοβάται»: «ίνα» φοβήται, γράφει, όχι «φοβού» (ενώ «οι άνδρες αγαπάτε»)
Ότι το φοβήται έχει την έννοια του σεβασμού είναι γνωστό (μπορεί να έχει και μια άλλη έννοια: η γυναίκα να ανησυχεί για τον άντρα, να «φοβάται» μήπως, με τη συμπεριφορά της, γίνει ανάξια της εκτίμησής του, κλονίζοντας έτσι και τα θεμέλια της οικογένειάς της). Αν η ερμηνεία περί σεβασμού είναι σωστή, τότε ο Παύλος εδώ απαντά σε συγκεκριμένα προβλήματα οικογενειών, όπου οι γυναίκες, επειδή είχαν χάσει αυτό το «φόβο» (=σεβασμό), αντιμετώπιζαν προβλήματα συμβίωσης με τους άντρες τους.
2. Στην Έφεσο προφανώς υπήρχαν έντονα προβλήματα τέτοιου είδους, γι’ αυτό και στην Α΄ επιστολή προς Τιμόθεον (μαθητή του Παύλου, επισκόπου στην Έφεσο της Μικράς Ασίας), κεφ. 2, 11-15, απαγορεύει στις γυναίκες, και μάλιστα πολύ αυστηρά, να μιλούν κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών συγκεντρώσεων. Λέει μάλιστα ότι η γυναίκα σώζεται «διά της τεκνογονίας» και με τη σταθερότητά της στην πίστη και την αγάπη. Το τελευταίο δεν υποτιμά τη γυναίκα, αλλά τιμά τη γέννηση του παιδιού και την υψώνει σε ύψιστο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας και της (καθ’ έκαστον) ανθρώπινης ζωής, ισοδύναμο με όλες τις φιλοσοφίες, τις ιεραποστολές, τους αγώνες και τις προσπάθειες που καταβάλλει ο άντρας για τη δική του «σωτηρία».
Στο τέλος του κεφ. 14 της Α΄ προς Κορινθίους (14, 34-40), η απαγόρευση αυτή επανέρχεται, με την πληροφορία ότι ισχύει σε όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες και μάλιστα με τη σκανδαλώδη συμπλήρωση ότι, αν η γυναίκα θέλει να μάθει κάτι που δεν το κατάλαβε, πρέπει να περιμένει να γυρίσουν σπίτι και να ρωτήσει τον άντρα της, γιατί «είναι αισχρό να μιλάει μια γυναίκα στη συγκέντρωση των πιστών»! Λίγο νωρίτερα (11, 2-16) έχει πει και ότι οι γυναίκες πρέπει να καλύπτουν την κεφαλή τους κατά τη διάρκεια της λατρείας, για να δείχνουν ότι «έχουν κεφαλή» (τον άντρα τους), όπως και ο άντρας έχει κεφαλή: το Χριστό. «Ο άντρας είναι εικόνα και δόξα του Θεού και η γυναίκα είναι δόξα του άντρα”. “Η γυναίκα έγινε από τον άντρα και για τον άντρα και όχι ο άντρας από τη γυναίκα και για τη γυναίκα» λέει (δηλαδή η Εύα από την πλευρά του Αδάμ)!
Προσθέτει όμως αμέσως το ερμηνευτικό κλειδί, που προστατεύει από παρανοήσεις σε βάρος της γυναίκας: ναι, αυτό ορίζει ο νόμος και αυτό επιβάλλουν οι ατυχείς κοινωνικές περιστάσεις, αλλά προσοχή: «όμως, ούτε άνδρας χωρίς γυναίκα ούτε γυναίκα χωρίς άνδρα εν Κυρίω. Γιατί, όπως υπάρχει η γυναίκα από τον άντρα» (η Εύα από τον Αδάμ), «έτσι και ο άντρας από τη γυναίκα και όλα από το Θεό». Εδώ είτε εννοεί τη γέννηση κάθε άντρα από τη μητέρα του είτε τη γέννηση του 2ου Αδάμ, του Χριστού, από τη «νέα Εύα», την Παναγία.
Πού οφείλεται όμως αυτή η απαγόρευση;
Στο σημείο που σχολιάσαμε λίγο πριν, στην αρχή του κεφ. 11, ο Παύλος αναφέρει ρητά ότι η γυναίκα μιλούσε, και μάλιστα προφήτευε, στην «εκκλησία» (δηλαδή στη συγκέντρωση των χριστιανών) και θεωρεί το φαινόμενο απόλυτα αποδεκτό: «κάθε γυναίκα που προσεύχεται ή προφητεύει…» κ.τ.λ. Όμως η προφητεία και κάθε θείο χάρισμα για τον Παύλο είναι κάτι, που, για να προστατεύεται η αυθεντικότητά του, πρέπει να αποφέρει την πνευματική ωφέλεια των ακροατών και να συνοδεύεται από το μέγιστο χάρισμα, την αγάπη˙ οι αναφορές του στα κεφάλαια 13 και 14 ξεκαθαρίζουν τη θέση του απέναντι στα «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος» και γενικά τα «θαύματα».
Έτσι, ζητάει από κάθε άντρα που προσεύχεται ή προφητεύει να έχει το κεφάλι ακάλυπτο κι από κάθε γυναίκα που προσεύχεται ή προφητεύει να το καλύπτει, γιατί η καλυμμένη ή ακάλυπτη κεφαλή, αντίστοιχα, είχε συνδηλώσεις εγωισμού, υποταγής ή κυριαρχίας αθέμιτης του ενός επί του άλλου φύλου. Τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα μπορεί να εκτραπεί. Έχουμε κι εδώ την ισότιμη διατύπωση˙ ό,τι γράφεται για τον ένα γράφεται αντίστοιχα αμέσως μετά, με το ίδιο σχήμα, και για τον άλλο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ομόφωνα είδαν στον Παύλο την υπεράσπιση της ισοτιμίας των δύο φύλων. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται αμέτρητες φορές στον Παύλο για να υποστηρίξει τη γυναίκα. Και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, στις Αποκρίσεις προς Θαλάσσιον, ερμηνεύει αλληγορικά αυτό το σημείο, θεωρώντας ότι ο άντρας υπονοεί το νου και η γυναίκα την αίσθηση, ενώ η προσευχή την καλλιέργεια των αρετών και η προφητεία την εμβάθυνση στη θεολογία˙ ο μεν νους, όταν«προσεύχεται ή προφητεύει», πρέπει να είναι «γυμνός», ελεύθερος από ανθρώπινες μεθόδους ή από περιττές έγνοιες και σκέψεις, η αίσθηση όμως πρέπει να εξουσιάζεται από το νου, γιατί μόνη της δεν επαρκεί για να καθοδηγήσει τον άνθρωπο: μόνο τα ζώα λειτουργούν με άλογες αισθήσεις.
Ακόμα κι αν θεωρήσουμε υπερερμηνεία αυτή την προσέγγιση, πιστεύοντας πως ο Παύλος δεν είχε στο νου του τόσο εξεζητημένες αλληγορίες, είναι ενδεικτικό για την πατερική νοοτροπία, εκφραστής της οποίας είναι ο άγιος Μάξιμος: σε καμία περίπτωση από τους ορθόδοξους Πατέρες δε γίνεται δεκτή ανισότητα των δύο φύλων.
Επίσης γνωρίζουμε από τις Πράξεις των αποστόλων (21, 8-9) ότι στην Καισάρεια της Παλαιστίνης οι τέσσερις θυγατέρες του αγίου διακόνου Φιλίππου προφήτευαν (μία από αυτές ήταν η γιατρός αγία Ερμιόνη)˙ ο Παύλος φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους και καμιά κακή εντύπωση δεν του προκάλεσε το γεγονός, ούτε αντέδρασε, ούτε καν εξεπλάγη. Ομοίως, το κεφ. 16 της προς Ρωμαίους, που αναφέραμε πιο πριν, αποδεικνύει ότι η γυναίκα στην Εκκλησία γινόταν και διάκονος και «επίσημη μεταξύ των αποστόλων». Για τις διακόνισσες ο Παύλος μιλάει πολύ τιμητικά στην Α΄ Τιμόθ. 3, 11: οι σωστές διακόνισσες (πρέπει να) είναι «σεμνές, όχι ραδιούργες, νηφάλιες και έμπιστες σε όλα».
Στην πεντηκοστή, την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την έλαβαν και οι γυναίκες, όπως αναφέρεται ρητά στις Πράξεις, 1, 14. Ονόματα γυναικών αποστόλων («ισαποστόλων», δηλαδή ισότιμων με τους αποστόλους) διασώζει η παράδοση: την αγία Θέκλα (συνεργάτιδα μάλιστα του Παύλου), την αγία Φωτεινή (τη γνωστή Σαμαρείτισσα του κατά Ιωάννην 4, 1-42), την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, την αγία Μαριάμνα, αδερφή του αποστόλου Φιλίππου, μεταγενέστερα την αγία Νίνα, που μετέδωσε το χριστιανισμό στη Γεωργία, κ.ά. Η γυναίκα επίσης είχε το σπουδαίο λειτούργημα της φιλανθρωπίας (συγκεκριμένη υπεύθυνη εκκλησιαστική θέση), όπως φαίνεται από το Α΄ Τιμόθ. 5, 2-16, αλλά και από την ιστορία της αγ. Ταβιθάς, της χριστιανής αρχόντισσας που συντηρούσε τους φτωχούς στην Ιόππη, η οποία πέθανε και την ανάστησε ο Πέτρος (Πράξ. 9, 36-42).
Ο Παύλος γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι έτσι τα πράγματα και θεμελιώνει ο ίδιος, πρώτος στην αρχαιότητα, την ισοτιμία των δύο φύλων: «δεν υπάρχει Ιουδαίος και Έλληνας ούτε δούλος και ελεύθερος ούτε αρσενικό και θηλυκό, όλοι είστε ένας εν Χριστώ Ιησού» (προς Γαλάτας 3, 28). Αντιμετωπίζει όμως με τις επιστολές του συγκεκριμένα προβλήματα που προκύπτουν στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, για τα οποία οι ίδιοι οι χριστιανοί, με δικές τους επιστολές, του ζητούν να παρέμβει (μία τουλάχιστον απ’ αυτές τις ενέργειες την έκανε γυναίκα, η Χλόη, που έστειλε και ζήτησαν από τον Παύλο να παρέμβει για τις διχόνοιες στην Εκκλησία της Κορίνθου, Α΄ Κορ. 1, 11)! Η ύπαρξη γυναικών που προσπαθούσαν να διδάξουν από εγωισμό και όχι από αγάπη (γι’ αυτό και δεν τα κατάφερναν, αλλά επέμεναν), προκαλώντας προβλήματα στην Εκκλησία, είναι φανερή από το γεγονός ότι, μόλις κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., στη Μικρά Ασία (υπενθυμίζω ότι η προς Τιμόθεον απευθύνεται στον πρώτο επίσκοπο Εφέσου της Μ. Ασίας) εμφανίστηκε το αιρετικό κίνημα του Μοντανισμού (ακραίοι ηθικιστές, που θεωρούσαν ότι όποιος αμαρτάνει πρέπει να φεύγει από την Εκκλησία έστω κι αν μετανοεί), με χαρακτηριστικό του τις γυναίκες προφήτισσες, όπως τη Μαξιμίλλα και την Πρίσκιλλα (όχι την ομώνυμη συνεργάτιδα του Παύλου, που είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές στην πρώτη Εκκλησία). Σε τέτοιες περιπτώσεις προφανώς οφείλεται η «απαγόρευση» στη γυναίκα να διδάσκει στη συγκέντρωση των πιστών, ενώ η γυναίκα ήταν σε θέση να προφητεύει, αν είχε το χάρισμα, όπως οι θυγατέρες του Φιλίππου, ακόμη και να διδάσκει, όπως η αγία Πρίσκιλα, οι ισαπόστολοι και πιθανόν η Φοίβη.
Επιμέλεια: Θ.
Ι. Ρηγινιώτης
Ο απόστολος Παύλος
θεωρείται από κάποιους μισογύνης, δηλαδή άνθρωπος εχθρικός προς το γυναικείο
φύλο. Αυτό οφείλεται σε δύο αποσπάσματα από επιστολές του, όπου, στο ένα,
απαγορεύει στις γυναίκες να κάνουν κήρυγμα στη συγκέντρωση των χριστιανών και,
στο άλλο, χαρακτηρίζει τον άντρα “κεφαλή της γυναικός” και
συμβουλεύει τη γυναίκα να “φοβήται τον άνδρα”.
Όπως ανέφερα εξαρχής, διαφωνώ μ’ αυτή την άποψη˙ τη θεωρώ παρερμηνεία των απόψεων του αποστόλου και πιστεύω, αντίθετα, ότι ο Παύλος ήταν πολύ φιλικός, και τρυφερός ακόμη με τις γυναίκες, χωρίς όμως αυτή η τρυφερότητα να παίρνει ερωτικό περιεχόμενο, γιατί ο ίδιος ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στο Θεό (είχε “θεϊκό έρωτα”, αντανάκλαση του οποίου είναι ο ανθρώπινος έρωτας, όταν χαρακτηρίζεται από αγάπη).
Στηρίζω την άποψή μου στα εξής:
Α. Ο Παύλος, όπως και οι άλλοι απόστολοι, αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς, μίλησε στις γυναίκες όπως και στους άντρες. Υπήρξαν μάλιστα φορές που μίλησε μόνο σε γυναίκες (πράγμα αδιανόητο για τους ρήτορες και τους θρησκευτικούς δασκάλους της εποχής, είτε Ρωμαίους και Έλληνες είτε Ιουδαίους), όπως στους Φιλίππους της Μακεδονίας, όπου μάλιστα φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μια γυναίκας που έγινε χριστιανή, της αγίας Λυδίας της πορφυροπώλιδος, με πρωτοβουλία της ίδιας (βλ. Πράξεις των αποστόλων, 16, 13-15). Συνεργάστηκε επίσης με γυναίκες, όπως η αγία Φοίβη, διακόνισσα και επίσημο πρόσωπο στην Εκκλησία των Κεχραιών, η οποία μετέφερε στη Ρώμη την επιστολή του Παύλου προς Ρωμαίους, και για την οποία ο Παύλος μιλάει πολύ τιμητικά στο 16ο κεφ. αυτής της επιστολής («…δεχτείτε την όπως ταιριάζει στους χριστιανούς και στηρίξτε την σε ό,τι χρειαστεί, γιατί έχει προστατεύσει πολλούς και εμένα τον ίδιο», Ρωμ. 16, 1-2).
Β. Σ’ αυτό το κεφ. 16 της προς Ρωμαίους, όπου χαιρετά έναν προς έναν τους φίλους του [κατά κάποιους το κεφάλαιο δεν ανήκει στην προς Ρωμαίους, γιατί ο Παύλος φαίνεται να μην είχε ακόμη επισκεφτεί τη Ρώμη, αλλά έχει αποσπαστεί από την προς Εφεσίους (βλ. Σάββα Αγουρίδη, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1971, σελ. 273-276), μπορεί όμως να υπήρχαν στη Ρώμη γνωστοί του Παύλου χωρίς ο ίδιος να είχε πάει οπωσδήποτε εκεί], το 1/3 των ανθρώπων που αναφέρει είναι γυναίκες. Προσθέτει μάλιστα τι οφείλει (ο ίδιος ή η χριστιανική ιεραποστολή) σε καθέναν και καθεμιά απ’ αυτούς. Ο τρόπος που μιλάει για τις γυναίκες είναι πολύ τιμητικός και φανερώνει όχι μόνο μεγάλη αγάπη (π.χ.: «χαιρετίστε την Περσίδα, την αγαπητή…, χαιρετίστε τον Ρούφο, τον εκλεκτό εν Κυρίω, και τη μητέρα του και δική μου μητέρα» –εννοεί ότι την αγαπάει σα μητέρα του– «χαιρετίστε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, τους συνεργάτες μου, που πρόταξαν το στήθος τους για να με προστατεύσουν» κ.λ.π.), αλλά και την ισότιμη θέση που είχαν άντρες και γυναίκες στην πρώτη Εκκλησία: «… χαιρετίστε τον Ανδρόνικο και την Ιουνία …, που είναι επίσημοι ανάμεσα στους αποστόλους και έγιναν χριστιανοί πριν από μένα…, χαιρετίστε την Τρύφαινα και την Τρυφώσα, που κοπιάζουν στην υπηρεσία του Κυρίου» κ.λ.π. Επίσης, στην επιστολή προς Φιλήμονα αναφέρει ως παραλήπτες ισότιμα το Φιλήμονα, τη γυναίκα του «Απφία την αγαπητή», τον Άρχιππο, που κατά κάποιους ήταν τοπικός επίσκοπος (μήπως όμως και γιος τους;) και ολόκληρη την «εκκλησία του σπιτιού του».
Γ. Στο κεφ. 7 της Α΄ προς Κορινθίους, ο Παύλος, αν και άγαμος, δίνει συμβουλές στα παντρεμένα ζευγάρια. Δεν το κάνει για να προκαθορίσει τη ζωή των χριστιανών και να την εξουσιάσει σε κάθε της πτυχή, ούτε για να… παραστήσει ότι τα ξέρει όλα, αλλά επειδή τού το ζήτησαν οι χριστιανοί της Κορίνθου με επιστολή τους. Εκεί ομολογεί ότι θα προτιμούσε οι χριστιανοί να έμεναν άγαμοι, σαν κι αυτόν, αλλά δηλώνει ότι θεωρεί εξίσου χαρίσματα τόσο την αφιέρωση στο Θεό όσο και το γάμο –«ο καθένας έχει το χάρισμά του» λέει (7, 7). Απλώς, η αφιερωμένη στο Θεό παρθενία, διευκρινίζει, υπερτερεί μόνο επειδή δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Η διαπίστωση αυτή ήταν εξαιρετικά σημαντική για τον ειδωλολατρικό αρχαίο κόσμο, όπου συχνά ο γάμος ήταν υποτιμημένος, επειδή το σώμα και γενικά η ύλη θεωρούνταν δημιουργήματα κατώτερου κακού θεού (δυαλισμός).
Στο κεφάλαιο αυτό λοιπόν φαίνεται η ισοτιμία άντρα και γυναίκας στο χριστιανισμό: ό,τι συμβουλεύει ο Παύλος τον άντρα, το ίδιο λέει και στη γυναίκα, και δηλώνει ότι ο άντρας μπορεί να σώσει τη γυναίκα του και η γυναίκα τον άντρα της (δηλαδή να την ή τον βάλει στη βασιλεία του Θεού, να του ή της προσφέρει την αγιότητα, μέσα απ’ το γάμο, με την αγάπη που θα υπάρχει ανάμεσά τους). Γράφει:
«…Ο άνδρας να προσφέρει στη γυναίκα την εύνοια που της οφείλει, το ίδιο και η γυναίκα στον άνδρα» (εύνοια, εδώ = συζυγική αγάπη). «Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά ο άνδρας× ομοίως, και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα. Μη στερείτε ο ένας τον άλλον» [ενν. από την ερωτική πράξη –επειδή συχνά τα μέλη θρησκευτικών ομάδων τηρούσαν υποχρεωτική ασκητική εγκράτεια μέσα στο γάμο, επειδή θεωρούσαν το σώμα κακό (άποψη που απορρίφθηκε αμέσως από το χριστιανισμό)], «εκτός αν το κάνετε με κοινή συμφωνία προσωρινά, για να αφοσιώνεστε στην προσευχή και τη νηστεία, και πάλι να σμίγετε, για να μη σας πειράζει ο διάβολος για τη μικρή αντοχή σας… Εάν ένας χριστιανός έχει γυναίκα άπιστη” (=ειδωλολάτρισσα) “και αυτή συμφωνεί να μείνει μαζί του, να μην τη χωρίσει× και γυναίκα εάν έχει άνδρα άπιστο και αυτός συμφωνεί να μείνει μαζί της, να μην τον χωρίσει. Γιατί ο άπιστος άνδρας έχει αγιαστεί μέσα από τη γυναίκα και η γυναίκα η άπιστη έχει αγιαστεί μέσα από τον άνδρα… Εάν ο άπιστος θέλει να χωρίσει, ας χωρίσει. Δεν είναι δεσμευμένος ο αδελφός ή η αδελφή σε κάτι τέτοιο. Ο Θεός μας έχει καλέσει εν ειρήνη. Γιατί, πού ξέρεις, γυναίκα, αν δε σώσεις τον άνδρα; Ή πού ξέρεις, άνδρα, αν δε σώσεις τη γυναίκα;…» (Α΄ Κορ. 7, 3-16).
Εκτός των άλλων, φαίνεται εδώ ότι και η γυναίκα μπορούσε να χωρίσει τον άντρα της με τη δική της θέληση, όπως και ο άντρας τη γυναίκα.
Υπενθυμίζω για την ιστορία ότι κατά τον Αριστοτέλη «το άρρεν και το θήλυ, φύσει το μεν κρείττον, το δε χείρον, το μεν άρχον το δε αρχόμενον» (Πολιτικά Α΄, Γ΄, Η΄), ενώ κατά τον Πλάτωνα «η θηλεία φύσις ως προς αρετήν χείρων της των αρρένων»(Νόμοι, Στ΄, 781). Στη Ρώμη ζούσαν στην αυστηρή κηδεμονία του συζύγου τους ή του κοντινότερου άντρα συγγενή, ενώ ακόμη και οι νόμοι του Σόλωνα όριζαν πως η μάνα δεν έχει γνώμη για τη ζωή του παιδιού της! Αν ο πατέρας έπαιρνε στα χέρια του το νεογέννητο, σήμαινε πως «το λυπήθηκε και το κρατούσε», ενώ, αν απέστρεφε το πρόσωπό του, το πετούσαν στα όρνια ή το σκότωναν! Γι’ αυτό η επιστολή προς Διόγνητον γράφει πως οι χριστιανοί (η «ψυχή της κοινωνίας») «γεννάνε παιδιά, αλλά δεν τα πετάνε».
Ήταν το πλαίσιο της εποχής. Το ερώτημα ήταν: η γυναίκα είναι άνθρωπος; Ούτε στη Γαλλική Επανάσταση της δόθηκε δικαίωμα ψήφου, παρά μόνο στην Αγγλία το 1917 και μόνο στις παντρεμένες και τις πτυχιούχους, ενώ στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου μόλις το 1871 είχαν γίνει δεκτές φοιτήτριες.
Αιτίες παρανοήσεων
Τότε γιατί υπάρχουν σε επιστολές του Παύλου τα αποσπάσματα που δίνουν αφορμή να θεωρείται μισογύνης;
Ας δούμε αυτά τα σημεία.
1. Στην προς Εφεσίους 5, 22-33, που διαβάζεται κατά τη σημερινή τελετή του γάμου, ο Παύλος προσπαθεί να πείσει τους άντρες να αγαπούν και να προστατεύουν τις γυναίκες τους. Το παράδειγμα της κεφαλής («ο άνδρας είναι κεφαλή της γυναίκας, όπως ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας») έχει στόχο να καταλήξει στο ότι καμιά κεφαλή δε μίσησε ποτέ το σώμα της, άρα ο άντρας πρέπει να φέρεται στη γυναίκα του όπως ο Χριστός φέρεται στην Εκκλησία: να την αγαπάει και να θυσιάζεται γι’ αυτήν («οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής», 5, 25).
Το απόσπασμα τελειώνει με τη γνωστή κατακλείδα «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα» –«να υποτάσσεται» στον άντρα, λέει στην αρχή, ενώ όμως έχει ήδη πει, απευθυνόμενος σε όλους τους χριστιανούς, το παράδοξο και διαφωτιστικό «να υποτάσσεσθε ο ένας στον άλλο» («υποτασσόμενοι αλλήλοις», 5, 21), χωρίς να ξεχωρίζει άντρες και γυναίκες: αυτή η αμοιβαία «υποταγή» δηλώνει την αμοιβαία υποχωρητικότητα, αναγκαία για την ανθρώπινη συνύπαρξη.
Η κατακλείδα αυτή («ίνα φοβήται τον άνδρα») δεν είναι εντολή: είναι η κατάληξη της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του άντρα προς τη σύζυγό του –ο άντρας πρέπει να αγαπά και να προστατεύει τη γυναίκα του, εάν θέλει η γυναίκα του «να τον φοβάται»: «ίνα» φοβήται, γράφει, όχι «φοβού» (ενώ «οι άνδρες αγαπάτε»)
Ότι το φοβήται έχει την έννοια του σεβασμού είναι γνωστό (μπορεί να έχει και μια άλλη έννοια: η γυναίκα να ανησυχεί για τον άντρα, να «φοβάται» μήπως, με τη συμπεριφορά της, γίνει ανάξια της εκτίμησής του, κλονίζοντας έτσι και τα θεμέλια της οικογένειάς της). Αν η ερμηνεία περί σεβασμού είναι σωστή, τότε ο Παύλος εδώ απαντά σε συγκεκριμένα προβλήματα οικογενειών, όπου οι γυναίκες, επειδή είχαν χάσει αυτό το «φόβο» (=σεβασμό), αντιμετώπιζαν προβλήματα συμβίωσης με τους άντρες τους.
2. Στην Έφεσο προφανώς υπήρχαν έντονα προβλήματα τέτοιου είδους, γι’ αυτό και στην Α΄ επιστολή προς Τιμόθεον (μαθητή του Παύλου, επισκόπου στην Έφεσο της Μικράς Ασίας), κεφ. 2, 11-15, απαγορεύει στις γυναίκες, και μάλιστα πολύ αυστηρά, να μιλούν κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών συγκεντρώσεων. Λέει μάλιστα ότι η γυναίκα σώζεται «διά της τεκνογονίας» και με τη σταθερότητά της στην πίστη και την αγάπη. Το τελευταίο δεν υποτιμά τη γυναίκα, αλλά τιμά τη γέννηση του παιδιού και την υψώνει σε ύψιστο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας και της (καθ’ έκαστον) ανθρώπινης ζωής, ισοδύναμο με όλες τις φιλοσοφίες, τις ιεραποστολές, τους αγώνες και τις προσπάθειες που καταβάλλει ο άντρας για τη δική του «σωτηρία».
Στο τέλος του κεφ. 14 της Α΄ προς Κορινθίους (14, 34-40), η απαγόρευση αυτή επανέρχεται, με την πληροφορία ότι ισχύει σε όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες και μάλιστα με τη σκανδαλώδη συμπλήρωση ότι, αν η γυναίκα θέλει να μάθει κάτι που δεν το κατάλαβε, πρέπει να περιμένει να γυρίσουν σπίτι και να ρωτήσει τον άντρα της, γιατί «είναι αισχρό να μιλάει μια γυναίκα στη συγκέντρωση των πιστών»! Λίγο νωρίτερα (11, 2-16) έχει πει και ότι οι γυναίκες πρέπει να καλύπτουν την κεφαλή τους κατά τη διάρκεια της λατρείας, για να δείχνουν ότι «έχουν κεφαλή» (τον άντρα τους), όπως και ο άντρας έχει κεφαλή: το Χριστό. «Ο άντρας είναι εικόνα και δόξα του Θεού και η γυναίκα είναι δόξα του άντρα”. “Η γυναίκα έγινε από τον άντρα και για τον άντρα και όχι ο άντρας από τη γυναίκα και για τη γυναίκα» λέει (δηλαδή η Εύα από την πλευρά του Αδάμ)!
Προσθέτει όμως αμέσως το ερμηνευτικό κλειδί, που προστατεύει από παρανοήσεις σε βάρος της γυναίκας: ναι, αυτό ορίζει ο νόμος και αυτό επιβάλλουν οι ατυχείς κοινωνικές περιστάσεις, αλλά προσοχή: «όμως, ούτε άνδρας χωρίς γυναίκα ούτε γυναίκα χωρίς άνδρα εν Κυρίω. Γιατί, όπως υπάρχει η γυναίκα από τον άντρα» (η Εύα από τον Αδάμ), «έτσι και ο άντρας από τη γυναίκα και όλα από το Θεό». Εδώ είτε εννοεί τη γέννηση κάθε άντρα από τη μητέρα του είτε τη γέννηση του 2ου Αδάμ, του Χριστού, από τη «νέα Εύα», την Παναγία.
Πού οφείλεται όμως αυτή η απαγόρευση;
Στο σημείο που σχολιάσαμε λίγο πριν, στην αρχή του κεφ. 11, ο Παύλος αναφέρει ρητά ότι η γυναίκα μιλούσε, και μάλιστα προφήτευε, στην «εκκλησία» (δηλαδή στη συγκέντρωση των χριστιανών) και θεωρεί το φαινόμενο απόλυτα αποδεκτό: «κάθε γυναίκα που προσεύχεται ή προφητεύει…» κ.τ.λ. Όμως η προφητεία και κάθε θείο χάρισμα για τον Παύλο είναι κάτι, που, για να προστατεύεται η αυθεντικότητά του, πρέπει να αποφέρει την πνευματική ωφέλεια των ακροατών και να συνοδεύεται από το μέγιστο χάρισμα, την αγάπη˙ οι αναφορές του στα κεφάλαια 13 και 14 ξεκαθαρίζουν τη θέση του απέναντι στα «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος» και γενικά τα «θαύματα».
Έτσι, ζητάει από κάθε άντρα που προσεύχεται ή προφητεύει να έχει το κεφάλι ακάλυπτο κι από κάθε γυναίκα που προσεύχεται ή προφητεύει να το καλύπτει, γιατί η καλυμμένη ή ακάλυπτη κεφαλή, αντίστοιχα, είχε συνδηλώσεις εγωισμού, υποταγής ή κυριαρχίας αθέμιτης του ενός επί του άλλου φύλου. Τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα μπορεί να εκτραπεί. Έχουμε κι εδώ την ισότιμη διατύπωση˙ ό,τι γράφεται για τον ένα γράφεται αντίστοιχα αμέσως μετά, με το ίδιο σχήμα, και για τον άλλο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ομόφωνα είδαν στον Παύλο την υπεράσπιση της ισοτιμίας των δύο φύλων. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται αμέτρητες φορές στον Παύλο για να υποστηρίξει τη γυναίκα. Και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, στις Αποκρίσεις προς Θαλάσσιον, ερμηνεύει αλληγορικά αυτό το σημείο, θεωρώντας ότι ο άντρας υπονοεί το νου και η γυναίκα την αίσθηση, ενώ η προσευχή την καλλιέργεια των αρετών και η προφητεία την εμβάθυνση στη θεολογία˙ ο μεν νους, όταν«προσεύχεται ή προφητεύει», πρέπει να είναι «γυμνός», ελεύθερος από ανθρώπινες μεθόδους ή από περιττές έγνοιες και σκέψεις, η αίσθηση όμως πρέπει να εξουσιάζεται από το νου, γιατί μόνη της δεν επαρκεί για να καθοδηγήσει τον άνθρωπο: μόνο τα ζώα λειτουργούν με άλογες αισθήσεις.
Ακόμα κι αν θεωρήσουμε υπερερμηνεία αυτή την προσέγγιση, πιστεύοντας πως ο Παύλος δεν είχε στο νου του τόσο εξεζητημένες αλληγορίες, είναι ενδεικτικό για την πατερική νοοτροπία, εκφραστής της οποίας είναι ο άγιος Μάξιμος: σε καμία περίπτωση από τους ορθόδοξους Πατέρες δε γίνεται δεκτή ανισότητα των δύο φύλων.
Επίσης γνωρίζουμε από τις Πράξεις των αποστόλων (21, 8-9) ότι στην Καισάρεια της Παλαιστίνης οι τέσσερις θυγατέρες του αγίου διακόνου Φιλίππου προφήτευαν (μία από αυτές ήταν η γιατρός αγία Ερμιόνη)˙ ο Παύλος φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους και καμιά κακή εντύπωση δεν του προκάλεσε το γεγονός, ούτε αντέδρασε, ούτε καν εξεπλάγη. Ομοίως, το κεφ. 16 της προς Ρωμαίους, που αναφέραμε πιο πριν, αποδεικνύει ότι η γυναίκα στην Εκκλησία γινόταν και διάκονος και «επίσημη μεταξύ των αποστόλων». Για τις διακόνισσες ο Παύλος μιλάει πολύ τιμητικά στην Α΄ Τιμόθ. 3, 11: οι σωστές διακόνισσες (πρέπει να) είναι «σεμνές, όχι ραδιούργες, νηφάλιες και έμπιστες σε όλα».
Στην πεντηκοστή, την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την έλαβαν και οι γυναίκες, όπως αναφέρεται ρητά στις Πράξεις, 1, 14. Ονόματα γυναικών αποστόλων («ισαποστόλων», δηλαδή ισότιμων με τους αποστόλους) διασώζει η παράδοση: την αγία Θέκλα (συνεργάτιδα μάλιστα του Παύλου), την αγία Φωτεινή (τη γνωστή Σαμαρείτισσα του κατά Ιωάννην 4, 1-42), την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, την αγία Μαριάμνα, αδερφή του αποστόλου Φιλίππου, μεταγενέστερα την αγία Νίνα, που μετέδωσε το χριστιανισμό στη Γεωργία, κ.ά. Η γυναίκα επίσης είχε το σπουδαίο λειτούργημα της φιλανθρωπίας (συγκεκριμένη υπεύθυνη εκκλησιαστική θέση), όπως φαίνεται από το Α΄ Τιμόθ. 5, 2-16, αλλά και από την ιστορία της αγ. Ταβιθάς, της χριστιανής αρχόντισσας που συντηρούσε τους φτωχούς στην Ιόππη, η οποία πέθανε και την ανάστησε ο Πέτρος (Πράξ. 9, 36-42).
Ο Παύλος γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι έτσι τα πράγματα και θεμελιώνει ο ίδιος, πρώτος στην αρχαιότητα, την ισοτιμία των δύο φύλων: «δεν υπάρχει Ιουδαίος και Έλληνας ούτε δούλος και ελεύθερος ούτε αρσενικό και θηλυκό, όλοι είστε ένας εν Χριστώ Ιησού» (προς Γαλάτας 3, 28). Αντιμετωπίζει όμως με τις επιστολές του συγκεκριμένα προβλήματα που προκύπτουν στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, για τα οποία οι ίδιοι οι χριστιανοί, με δικές τους επιστολές, του ζητούν να παρέμβει (μία τουλάχιστον απ’ αυτές τις ενέργειες την έκανε γυναίκα, η Χλόη, που έστειλε και ζήτησαν από τον Παύλο να παρέμβει για τις διχόνοιες στην Εκκλησία της Κορίνθου, Α΄ Κορ. 1, 11)! Η ύπαρξη γυναικών που προσπαθούσαν να διδάξουν από εγωισμό και όχι από αγάπη (γι’ αυτό και δεν τα κατάφερναν, αλλά επέμεναν), προκαλώντας προβλήματα στην Εκκλησία, είναι φανερή από το γεγονός ότι, μόλις κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., στη Μικρά Ασία (υπενθυμίζω ότι η προς Τιμόθεον απευθύνεται στον πρώτο επίσκοπο Εφέσου της Μ. Ασίας) εμφανίστηκε το αιρετικό κίνημα του Μοντανισμού (ακραίοι ηθικιστές, που θεωρούσαν ότι όποιος αμαρτάνει πρέπει να φεύγει από την Εκκλησία έστω κι αν μετανοεί), με χαρακτηριστικό του τις γυναίκες προφήτισσες, όπως τη Μαξιμίλλα και την Πρίσκιλλα (όχι την ομώνυμη συνεργάτιδα του Παύλου, που είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές στην πρώτη Εκκλησία). Σε τέτοιες περιπτώσεις προφανώς οφείλεται η «απαγόρευση» στη γυναίκα να διδάσκει στη συγκέντρωση των πιστών, ενώ η γυναίκα ήταν σε θέση να προφητεύει, αν είχε το χάρισμα, όπως οι θυγατέρες του Φιλίππου, ακόμη και να διδάσκει, όπως η αγία Πρίσκιλα, οι ισαπόστολοι και πιθανόν η Φοίβη.
Δημοσίευση σχολίου