Ορισμένοι αρνητές του
«Κρυφού Σχολειού» προσπαθούν να αρνηθούν γενικότερα τη συμβολή της Ορθοδόξου
Εκκλησίας στη διατήρηση του εθνικού αισθήματος των υποδούλων. Τους διαψεύδουν
όμως τα γεγονότα και οι πηγές. Ο Γάλλος περιηγητής και πολιτικός Victor Berard
στο βιβλίο του «Τουρκία και Ελληνισμός - Οδοιπορικό στη Μακεδονία» (ελλην.
Έκδοση Τροχαλία, Αθήναι 1987) γράφει ότι στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας είδε το
εξής φαινόμενο περί τα τέλη του 19ου αιώνος : «Μέσα στο Κάστρο οι χριστιανοί
μιλούν μόνο τούρκικα και δηλώνουν Έλληνες. Απέξω οι μωαμεθανοί, απόγονοι των
Τουρκομοραϊτών που στην διάρκεια της επανάστασης του 1821 έφυγαν από τη Μεθώνη
και Κορώνη μιλούν μόνο ελληνικά». Οι χριστιανοί, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι δήλωναν
Έλληνες αν και είχαν χάσει την μητρική τους γλώσσα. Ακόμη και στη δύσκολη αυτή
κατάσταση η Πίστη και η Εκκλησία διατηρούσαν την εθνική συνείδηση.
Ματαίως εξ άλλου προσπαθούν ορισμένοι να αρνηθούν την προσφορά της Εκκλησίας στην προετοιμασία και στην υλοποίηση των εθνικών οραματισμών και του Αγώνος. Τους διαψεύδουν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων. Ο αγωνιστής Ιωάννης Μακρυγιάννης γράφει στα «Οράματα και Θάματα» (Αθήναι 1983, εκδ . Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 163-4) : «Τ' άγια τα μοναστήρια, οπού έτρωγαν οι δυστυχισμένοι... από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων . Δεν ήταν Καπιτσίνοι Δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ' αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι 'περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνο με μένα οι σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήναν».
Ένας άλλος δε σπουδαίος πολεμικός ηγέτης και αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων της Παλιγγενεσίας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βεβαιώνει με το δικό του τρόπο την συμπαράταξη του Κλήρου και του Λαού στις κρίσιμες για την Ανάσταση του Γένους στιγμές : «Πλησίον εις τον Ιερέα ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι» (Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σελ. 29).
Τέλος αξίζει να τονισθεί ότι η Εκκλησία ήσκησε τα εκπαιδευτικά της καθήκοντα όχι μόνον υπό τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά και κάτω από άλλους κατακτητές ελληνικών τόπων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στα Επτάνησα επί ενετοκρατίας Ορθόδοξοι κληρικοί και «νοδάροι» (συμβολαιογράφοι) δίδασκαν γράμματα και έπλαθαν τους ελάχιστους γραμματιζούμενους της εποχής.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας φρόντιζε επί τουρκοκρατίας να τονώνει το εθνικό συναίσθημα των ελληνοπαίδων ακόμη και με την προβολή ορισμένων αρχαίων προγόνων μέσω της αγιογραφίας. Ο τεκμηριωμένος και έγκυρος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει σχετικά : «Οι νάρθηκες - σχολεία, λοιπόν, των εκκλησιών ήταν οι πιο κατάλληλοι τόποι, όπου θα ταίριαζε να ζωγραφηθούν ανάμεσα στους χριστιανούς αγίους οι μορφές των μεγάλων ειδωλολατρικών σοφών, προδρόμων του χριστιανισμού, συνήθεια παλιά βυζαντινή... ’ραγε η τόνωση της παλιάς αυτής συνήθειας κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας οφείλεται σε μια λατρεία των ένδοξων προγόνων από τους ξεπεσμένους επιγόνους, σ' ένα ρευστό και αδιαμόρφωτο ακόμη εθνικό κίνητρο;» (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, έκδοση Β', τόμος Β', Θεσσαλονίκη 1976).
Μόνον όσοι αγνοούν ή διαστρεβλώνουν σκοπίμως τις ιστορικές πηγές και τα γεγονότα του νεοελληνικού βίου αμφισβητούν τον εθνικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο της Εκκλησίας μας. Και μέσα σ' αυτήν την γενικότερη αμφισβήτηση εντάσσεται και η άρνηση του Κρυφού Σχολειού . Η Εκκλησία μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν χρειάζεται το ψέμα, διότι έχει δώσει αίμα. Ούτε της χρειάζεται ο ΜΥΘΟΣ, διότι μπορεί και προβάλλει ΗΘΟΣ: Το ελληνορθόδοξο ΗΘΟΣ, το οποίο αποτελεί πνευματικό εξοπλισμό απαραίτητο και για την πορεία του Γένους προς τον 21ο αιώνα.
_____________________________________________________________________
Έκδοση Β' 1999 (Απρίλιος)
Κείμενο του Κυριάκου Ι.Φίνας,
Πρόεδρος Κοινότητος Λίνδου-Ρόδου
Ματαίως εξ άλλου προσπαθούν ορισμένοι να αρνηθούν την προσφορά της Εκκλησίας στην προετοιμασία και στην υλοποίηση των εθνικών οραματισμών και του Αγώνος. Τους διαψεύδουν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων. Ο αγωνιστής Ιωάννης Μακρυγιάννης γράφει στα «Οράματα και Θάματα» (Αθήναι 1983, εκδ . Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 163-4) : «Τ' άγια τα μοναστήρια, οπού έτρωγαν οι δυστυχισμένοι... από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων . Δεν ήταν Καπιτσίνοι Δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ' αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι 'περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνο με μένα οι σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήναν».
Ένας άλλος δε σπουδαίος πολεμικός ηγέτης και αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων της Παλιγγενεσίας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βεβαιώνει με το δικό του τρόπο την συμπαράταξη του Κλήρου και του Λαού στις κρίσιμες για την Ανάσταση του Γένους στιγμές : «Πλησίον εις τον Ιερέα ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι» (Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σελ. 29).
Τέλος αξίζει να τονισθεί ότι η Εκκλησία ήσκησε τα εκπαιδευτικά της καθήκοντα όχι μόνον υπό τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά και κάτω από άλλους κατακτητές ελληνικών τόπων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στα Επτάνησα επί ενετοκρατίας Ορθόδοξοι κληρικοί και «νοδάροι» (συμβολαιογράφοι) δίδασκαν γράμματα και έπλαθαν τους ελάχιστους γραμματιζούμενους της εποχής.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας φρόντιζε επί τουρκοκρατίας να τονώνει το εθνικό συναίσθημα των ελληνοπαίδων ακόμη και με την προβολή ορισμένων αρχαίων προγόνων μέσω της αγιογραφίας. Ο τεκμηριωμένος και έγκυρος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει σχετικά : «Οι νάρθηκες - σχολεία, λοιπόν, των εκκλησιών ήταν οι πιο κατάλληλοι τόποι, όπου θα ταίριαζε να ζωγραφηθούν ανάμεσα στους χριστιανούς αγίους οι μορφές των μεγάλων ειδωλολατρικών σοφών, προδρόμων του χριστιανισμού, συνήθεια παλιά βυζαντινή... ’ραγε η τόνωση της παλιάς αυτής συνήθειας κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας οφείλεται σε μια λατρεία των ένδοξων προγόνων από τους ξεπεσμένους επιγόνους, σ' ένα ρευστό και αδιαμόρφωτο ακόμη εθνικό κίνητρο;» (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, έκδοση Β', τόμος Β', Θεσσαλονίκη 1976).
Μόνον όσοι αγνοούν ή διαστρεβλώνουν σκοπίμως τις ιστορικές πηγές και τα γεγονότα του νεοελληνικού βίου αμφισβητούν τον εθνικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο της Εκκλησίας μας. Και μέσα σ' αυτήν την γενικότερη αμφισβήτηση εντάσσεται και η άρνηση του Κρυφού Σχολειού . Η Εκκλησία μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν χρειάζεται το ψέμα, διότι έχει δώσει αίμα. Ούτε της χρειάζεται ο ΜΥΘΟΣ, διότι μπορεί και προβάλλει ΗΘΟΣ: Το ελληνορθόδοξο ΗΘΟΣ, το οποίο αποτελεί πνευματικό εξοπλισμό απαραίτητο και για την πορεία του Γένους προς τον 21ο αιώνα.
_____________________________________________________________________
Βιβλιογραφία
''Το Κρυφό σχολειό - Μύθος η Πραγματικότητα;''
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας,
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας,
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Έκδοση Β' 1999 (Απρίλιος)
Κείμενο του Κυριάκου Ι.Φίνας,
Πρόεδρος Κοινότητος Λίνδου-Ρόδου
Δημοσίευση σχολίου