Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 18-4-1975.
augoustinos-kantiotis.gr
«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου ὁ Γαβριὴλ καταπλαγεὶς ἐβόα σοι, Θεοτόκε· Ποῖόν σοι ἐγκώμιον προσαγάγω ἐπάξιον; τί δὲ ὀνομάσω σε; ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι. Διὸ ὡς προσετάγην βοῶ σοι· Χαῖρε, ἡ Κεχαριτωμένη» (Ἀκάθ. ὕμν.)
augoustinos-kantiotis.gr
«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου ὁ Γαβριὴλ καταπλαγεὶς ἐβόα σοι, Θεοτόκε· Ποῖόν σοι ἐγκώμιον προσαγάγω ἐπάξιον; τί δὲ ὀνομάσω σε; ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι. Διὸ ὡς προσετάγην βοῶ σοι· Χαῖρε, ἡ Κεχαριτωμένη» (Ἀκάθ. ὕμν.)
Ὁ ὕμνος αὐτός, ἀγαπητοί μου, ψάλλεται τελευταῖος στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου. Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐγκώμια τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀθάνατο ἐγκώμιο τῆς παρθενίας. Εἶνε ἀκόμη ὁ ἔμμεσος ἔλεγχος ὅσων ἐγκατέλειψαν τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὡς χοῖροι κυλίονται στὸ τέλμα τῶν αἰσχροτάτων παθῶν καὶ ἡδονῶν.
* * *
Μᾶς λέει, ὅτι ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ στάθηκε μὲ θαυμασμὸ μπροστὰ στὴν Παρθένο. Τί ἐθαύμασε; Τὸ κάλλος, τὴν «ὡραιότητα τῆς παρθενίας».
Τὸ κάλλος εἶνε δύο εἰδῶν· ἔχουμε κάλλος φυσικὸ καὶ κάλλος ὑπερφυσικό, ἔχουμε κάλλος σωματικὸ καὶ κάλλος πνευματικό.
Τὸ σωματικὸ κάλλος εἶνε ἡ ἁρμονία ἡ τάξις ἡ συμμετρία ποὺ ὑπάρχει στὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα. Εἶνε ἐπίσης ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει στὰ ἔμψυχα ἀγάλματα, ὅπως εἶνε οἱ ὡραῖες γυναῖκες καὶ οἱ ὡραῖοι ἄνδρες.
Αὐτὸ ὅμως τὸ κάλλος εἶνε μικρᾶς ἀξίας. Γιατί μικρᾶς; Πρῶτον, διότι εἶνε φθαρτό.
Ἦρθε στὴ μητρόπολι μία γριὰ 85 ἐτῶν μὲ τὸ μπαστουνάκι. Τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ σκύψιμο ἄγγιζε τὰ σκαλοπάτια. Τὴν ἔβαλα νὰ καθήσῃ. Βγάζει μιὰ φωτογραφία καὶ μοῦ τὴ δείχνει. Ἦταν μιὰ ὡραιοτάτη κοπέλλα.
–Εἶνε ἡ ἐγγονή σου; ρώτησα.
–Ποιά ἐγγονή μου· ἐγώ εἶμαι. Πρὶν ἀπὸ 60 χρόνια δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ὡραιότερη. Τώρα κατήντησα ἔτσι…
Καὶ δὲν εἶνε μόνο φθαρτὸ τὸ κάλλος αὐτό· εἶνε καὶ ἐπιζήμιο. Ἐξ αἰτίας τοῦ γυναικείου κάλλους δημιουργοῦνται ζηλοτυπίες, διαζύγια, φόνοι, οἰκογενειακὰ δράματα, παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ συρράξεις. Ἡ ὡραία Ἑλένη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ἔγινε αἰτία τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου. Καὶ ἡ Κλεοπάτρα, μὲ τὰ κάλλη της, ἔγινε τὸ μῆλο τῆς ἔριδος, ἕνεκα τοῦ ὁποίου διασπάσθηκε ἡ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία…
Ἀνοῖξτε τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν (11,22)· Τὸ κάλλος, μᾶς λέει, πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπαραιτήτως ἀπὸ τὴν ἀρετή. Πάρτε –ἐπιτρέψτε μου τὴ λέξι, δὲν εἶνε δική μου, τὴ λέει ἡ ἁγία Γραφή–, πάρτε ἕνα χοῖρο, μιὰ γουρούνα. Στολίστε την μὲ μεταξωτά, περάστε της περιδέραια, κρεμάστε της σκουλαρίκια, βάλτε της βραχιόλια. Ἔχει καμμιὰ ἀξία ἡ γουρούνα; Μόλις τὰ φορέσῃ αὐτά, ἔτσι ὅπως εἶνε, θὰ πέσῃ μέσα στὴ λάσπη. Ὅση ἀξία ἔχει μιὰ γουρούνα στολισμένη, τόση ἀξία ἔχει καὶ μιὰ γυναίκα διεφθαρμένη, κι ἂς εἶνε καλλονή.
Θέλετε ἕνα ἀκόμη παράδειγμα ἀπὸ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ; Περπατοῦσαν, μᾶς λέει, δύο κάποτε στὸ δρόμο. Ὁ ἕνας ἦταν ἀσκητής, καὶ ὁ ἄλλος ἦταν ἄγγελος. Ὁ ἀσκητὴς δὲν τὸν κατάλαβε τὸν ἄγγελο· τὸν πέρασε γιὰ ἕναν ὡραῖο νέο. Περνώντας ἀπὸ μιὰ χαράδρα βρίσκουν ἕνα σκύλο ψόφιο ποὺ βρωμοῦσε. Ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε τὴ μύτη του· ὁ ἄγγελος τίποτε. Προχωροῦν παραπάνω, συναντοῦν ἕνα βόδι ψόφιο. Ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε πάλι τὴ μύτη του· ὁ ἄγγελος ὄχι. Προχωροῦν ἀκόμη παραπέρα, συναντοῦν ἕνα ἄλογο ψόφιο, καὶ ἔγιναν πάλι τὰ ἴδια· ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε τὴ μύτη του, ὁ ἄγγελος τίποτε. Προχωροῦν παραπέρα καὶ νά, ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πόλι μιὰ ὡραιοτάτη γυναίκα. Ἔλαμπε ἐξωτερικά, φοροῦσε μεταξωτά, καὶ τὰ βραχιόλια της κουδούνιζαν. Ὁ ἀσκητὴς τέντωσε τὰ μάτια του καὶ τὴν κοίταζε. Ὁ ἄγγελος ἔπιασε τὴ μύτη του.
–Μὰ τί εἶσαι σύ; ῥώτησε ὁ ἀσκητής. Ὅταν περνούσαμε ἀπὸ τὰ ψοφίμια ποὺ βρωμοῦσαν δὲν ἔπιανες τὴ μύτη σου, τώρα σ᾿ αὐτὴ τὴν καλλονή, ποὺ κ᾿ ἐμένα τοῦ ἀσκητῆ συγκλονίζει τὸ εἶναι μου, ἐσὺ πιάνεις τὴ μύτη σου;
–Ἄ, τοῦ ἀπαντᾷ, ἐγὼ εἶμαι ἄγγελος. Καὶ ἦρθα νὰ σὲ διδάξω, ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ κάλλος, ὅταν αὐτὸ σκεπάζῃ βρωμιές. Αὐτὴ ἡ γυναίκα, ποὺ εἶνε ἐξωτερικὰ ὡραιοτάτη, ἐσωτερικὰ εἶνε βρώμα καὶ δυσωδία· γι᾿ αὐτὸ ἔπιασα τὴ μύτη μου.
Ναί κοπέλλα μου, ναί κυρία μου! Ὁσοδήποτε ὡραία καὶ ἂν εἶσαι, ἐὰν δὲν ἔχῃς ἐσωτερικὸ κάλλος, προκαλεῖς τὴν βδελυγμία ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ κάλλος τὸ σωματικὸ ὑπάρχει καὶ τὸ ἀθάνατο καὶ αἰώνιο κάλλος, τὸ ὁποῖο δὲν φθείρει ὁ πανδαμάτωρ χρόνος. Καὶ τὸ κάλλος αὐτὸ εἶνε τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς· εἶνε ἡ παρθενία, εἶνε ἡ ἁγνότης τῶν αἰσθημάτων, τῆς σκέψεως καὶ τῆς καρδιᾶς.
Ἡ δὲ ἁγνότης ἐσκήνωσε κατ᾿ ἐξοχὴν στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Παρθένος. Καὶ ὄχι μόνο παρθένος, ἀλλὰ ἀειπάρθενος. Ἡ Παναγία ἦταν τὸ «ῥόδον τὸ ἀμάραντον», τὸ «κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν» (ᾎσμ. 2,2).
Τὸ κάλλος εἶνε δύο εἰδῶν· ἔχουμε κάλλος φυσικὸ καὶ κάλλος ὑπερφυσικό, ἔχουμε κάλλος σωματικὸ καὶ κάλλος πνευματικό.
Τὸ σωματικὸ κάλλος εἶνε ἡ ἁρμονία ἡ τάξις ἡ συμμετρία ποὺ ὑπάρχει στὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα. Εἶνε ἐπίσης ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει στὰ ἔμψυχα ἀγάλματα, ὅπως εἶνε οἱ ὡραῖες γυναῖκες καὶ οἱ ὡραῖοι ἄνδρες.
Αὐτὸ ὅμως τὸ κάλλος εἶνε μικρᾶς ἀξίας. Γιατί μικρᾶς; Πρῶτον, διότι εἶνε φθαρτό.
Ἦρθε στὴ μητρόπολι μία γριὰ 85 ἐτῶν μὲ τὸ μπαστουνάκι. Τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ σκύψιμο ἄγγιζε τὰ σκαλοπάτια. Τὴν ἔβαλα νὰ καθήσῃ. Βγάζει μιὰ φωτογραφία καὶ μοῦ τὴ δείχνει. Ἦταν μιὰ ὡραιοτάτη κοπέλλα.
–Εἶνε ἡ ἐγγονή σου; ρώτησα.
–Ποιά ἐγγονή μου· ἐγώ εἶμαι. Πρὶν ἀπὸ 60 χρόνια δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ὡραιότερη. Τώρα κατήντησα ἔτσι…
Καὶ δὲν εἶνε μόνο φθαρτὸ τὸ κάλλος αὐτό· εἶνε καὶ ἐπιζήμιο. Ἐξ αἰτίας τοῦ γυναικείου κάλλους δημιουργοῦνται ζηλοτυπίες, διαζύγια, φόνοι, οἰκογενειακὰ δράματα, παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ συρράξεις. Ἡ ὡραία Ἑλένη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ἔγινε αἰτία τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου. Καὶ ἡ Κλεοπάτρα, μὲ τὰ κάλλη της, ἔγινε τὸ μῆλο τῆς ἔριδος, ἕνεκα τοῦ ὁποίου διασπάσθηκε ἡ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία…
Ἀνοῖξτε τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν (11,22)· Τὸ κάλλος, μᾶς λέει, πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπαραιτήτως ἀπὸ τὴν ἀρετή. Πάρτε –ἐπιτρέψτε μου τὴ λέξι, δὲν εἶνε δική μου, τὴ λέει ἡ ἁγία Γραφή–, πάρτε ἕνα χοῖρο, μιὰ γουρούνα. Στολίστε την μὲ μεταξωτά, περάστε της περιδέραια, κρεμάστε της σκουλαρίκια, βάλτε της βραχιόλια. Ἔχει καμμιὰ ἀξία ἡ γουρούνα; Μόλις τὰ φορέσῃ αὐτά, ἔτσι ὅπως εἶνε, θὰ πέσῃ μέσα στὴ λάσπη. Ὅση ἀξία ἔχει μιὰ γουρούνα στολισμένη, τόση ἀξία ἔχει καὶ μιὰ γυναίκα διεφθαρμένη, κι ἂς εἶνε καλλονή.
Θέλετε ἕνα ἀκόμη παράδειγμα ἀπὸ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ; Περπατοῦσαν, μᾶς λέει, δύο κάποτε στὸ δρόμο. Ὁ ἕνας ἦταν ἀσκητής, καὶ ὁ ἄλλος ἦταν ἄγγελος. Ὁ ἀσκητὴς δὲν τὸν κατάλαβε τὸν ἄγγελο· τὸν πέρασε γιὰ ἕναν ὡραῖο νέο. Περνώντας ἀπὸ μιὰ χαράδρα βρίσκουν ἕνα σκύλο ψόφιο ποὺ βρωμοῦσε. Ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε τὴ μύτη του· ὁ ἄγγελος τίποτε. Προχωροῦν παραπάνω, συναντοῦν ἕνα βόδι ψόφιο. Ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε πάλι τὴ μύτη του· ὁ ἄγγελος ὄχι. Προχωροῦν ἀκόμη παραπέρα, συναντοῦν ἕνα ἄλογο ψόφιο, καὶ ἔγιναν πάλι τὰ ἴδια· ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε τὴ μύτη του, ὁ ἄγγελος τίποτε. Προχωροῦν παραπέρα καὶ νά, ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πόλι μιὰ ὡραιοτάτη γυναίκα. Ἔλαμπε ἐξωτερικά, φοροῦσε μεταξωτά, καὶ τὰ βραχιόλια της κουδούνιζαν. Ὁ ἀσκητὴς τέντωσε τὰ μάτια του καὶ τὴν κοίταζε. Ὁ ἄγγελος ἔπιασε τὴ μύτη του.
–Μὰ τί εἶσαι σύ; ῥώτησε ὁ ἀσκητής. Ὅταν περνούσαμε ἀπὸ τὰ ψοφίμια ποὺ βρωμοῦσαν δὲν ἔπιανες τὴ μύτη σου, τώρα σ᾿ αὐτὴ τὴν καλλονή, ποὺ κ᾿ ἐμένα τοῦ ἀσκητῆ συγκλονίζει τὸ εἶναι μου, ἐσὺ πιάνεις τὴ μύτη σου;
–Ἄ, τοῦ ἀπαντᾷ, ἐγὼ εἶμαι ἄγγελος. Καὶ ἦρθα νὰ σὲ διδάξω, ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ κάλλος, ὅταν αὐτὸ σκεπάζῃ βρωμιές. Αὐτὴ ἡ γυναίκα, ποὺ εἶνε ἐξωτερικὰ ὡραιοτάτη, ἐσωτερικὰ εἶνε βρώμα καὶ δυσωδία· γι᾿ αὐτὸ ἔπιασα τὴ μύτη μου.
Ναί κοπέλλα μου, ναί κυρία μου! Ὁσοδήποτε ὡραία καὶ ἂν εἶσαι, ἐὰν δὲν ἔχῃς ἐσωτερικὸ κάλλος, προκαλεῖς τὴν βδελυγμία ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ κάλλος τὸ σωματικὸ ὑπάρχει καὶ τὸ ἀθάνατο καὶ αἰώνιο κάλλος, τὸ ὁποῖο δὲν φθείρει ὁ πανδαμάτωρ χρόνος. Καὶ τὸ κάλλος αὐτὸ εἶνε τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς· εἶνε ἡ παρθενία, εἶνε ἡ ἁγνότης τῶν αἰσθημάτων, τῆς σκέψεως καὶ τῆς καρδιᾶς.
Ἡ δὲ ἁγνότης ἐσκήνωσε κατ᾿ ἐξοχὴν στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Παρθένος. Καὶ ὄχι μόνο παρθένος, ἀλλὰ ἀειπάρθενος. Ἡ Παναγία ἦταν τὸ «ῥόδον τὸ ἀμάραντον», τὸ «κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν» (ᾎσμ. 2,2).
* * *
Ἀλλ᾿ ἂς σταματήσουμε ἐδῶ κι ἂς κάνουμε ἕνα ἐρώτημα. Ἐὰν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατέβαινε τώρα στὴν ἁμαρτωλή μας γῆ καὶ ζητοῦσε γυναῖκα παρθένο, θὰ εὕρισκε;…
Ἦταν κάποτε ἐποχή, ποὺ ἀπὸ τὴ Μάνη μέχρι τὸν Ἕβρο κι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα μέχρι τὴν Κύπρο ἡ ἁγνότης ἐλατρεύετο καὶ ἡ Ἑλλὰς ἔκτιζε Παρθενῶνες, γιὰ νὰ ἀκούγεται σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, ὅτι ἡ Ἑλλὰς τιμᾷ τὴν παρθενία. Ὑπῆρχε ἐγκράτεια. Νέος καὶ νέα ἦταν 100% ἁγνοί. Ἔρχονταν σὲ γάμο καὶ ἔλεγε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Σὲ καὶ μόνον, καὶ αἰωνίως».
Ποιός σήμερα μπορεῖ νὰ τὸ πῇ; Παίζουμε θέατρο, κωμῳδία καὶ τραγῳδία. Ἔπαυσε πλέον ἡ ἁγνότης ν᾿ ἀποτελῇ ἀπαραίτητο προσὸν τοῦ γάμου. Καὶ ἐνῷ ἄλλοτε δι᾿ ἔλλειψιν ἁγνότητος δημιουργοῦνταν τεράστια ἐπεισόδια, σήμερα πλέον ἀποκτήσαμε συνείδησι ἐκφύλων λαῶν. Σὲ πολλὰ μέρη ἐπικρατοῦν οἱ προγαμιαῖες σχέσεις· μόλις ἀρραβωνιάζονται, ἔρχονται σὲ σαρκικὲς σχέσεις.
Ἀπόψε στὸν Ἀκάθιστο εἶνε γεμᾶτες οἱ ἐκκλησίες. Ὡραῖο θέαμα, πλήρης ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι βρίσκεστε ἐδῶ. Καὶ σὲ λίγο θ᾿ ἀκούσετε· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου, καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…». Πολὺ ὡραῖα! Πόσες φορὲς θὰ τὸ ἀκούσετε; Τέσσερις – πέντε φορὲς τὸ χρόνο. Καὶ μετά; Μετρῆστε· χίλιες φορές, δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες φορές, ἀκούγεται ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον, ἀπὸ τὸ αἰσχρὸ ῥαδιόφωνο καὶ τὴν αἰσχροτάτη τηλεόρασι κι ἀπὸ τὰ θέατρα καὶ τοὺς κινηματογράφους, ἀκούγεται ἡ… «ὡραιότης» τῆς πορνείας, ἡ «ὡραιότης» τῆς μοιχείας, ἡ «ὡραιότης» πάσης κακίας καὶ διαφθορᾶς.
Ἄχ πατρίδα εὐλογημένη, πῶς ἤσουν ἄλλοτε! Διαβάστε τὰ δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ ἔψαλλαν κάτω στὸ Μωριᾶ, στὴν Κρήτη, στὰ νησιά, πέρα στὸν Ἕβρο καὶ στὸν Πόντο τὸν ἀθάνατο. Τὰ τραγούδια ἐκεῖνα ἦταν τρόπον τινὰ μετάφρασις τοῦ ὡραιοτάτου αὐτοῦ ὕμνου, ποὺ ψάλλουμε στοὺς Χαιρετισμούς· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…». Ὑμνοῦσε ὁ Ἕλληνας καὶ ἡ Ἑλληνίδα τὴν παρθενία. Τώρα ὅλοι καὶ ὅλα σπρώχνουν τὸ νέο καὶ τὴ νέα στὴν ἀτιμία καὶ τὴ διαφθορά.
Μόνο ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ἀκούγεται ὁ ἔπαινος τῆς παρθενίας. Ἔξω ἀκούγονται τὰ ἀντίθετα. Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε ἐδῶ μέσα νὰ ψάλλουμε «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας…», καὶ ἔξω τὴν… «ὡραιότητα» τῆς πορνείας καὶ τὴν «ὡραιότητα» τῆς ἀσελγείας. Ὄχι.
Κινδυνεύει ἡ Ἑλλάς, ἡ μαρτυρικὴ αὐτὴ χώρα, νὰ σαπίσῃ μέσα στὸν βόρβορο τῶν αἰσχρῶν παθῶν. Καὶ εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι.
–Ἀπαισιόδοξος εἶσαι; θὰ μοῦ πῆτε.
Ὄχι δὲν εἶμαι ἀπαισιόδοξος. Γιατί, παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἡ παρθενία δὲν ἐξέλιπε. Μπορῶ νὰ σᾶς τὸ μαρτυρήσω. Ὑπάρχουν νέοι παρθένοι, βοσκοὶ καὶ χωρικοί, ἀλλὰ καὶ ἐπιστήμονες. Ὑπάρχουν νέες παρθένες. Καὶ στὴν ἐπαρχία καὶ μέσα στὴν Ἀθήνα. Ὑπάρχουν νέοι καὶ νέες, φοιτηταί, καθηγηταί, ἁγνὰ παιδιά, ἄγγελοι. Ὑπάρχουν παρθένοι καὶ στὸ ἐξωτερικό, καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ βρωμερὸ Παρίσι.
Ὄχι ὄχι, δὲν θὰ ἐκλείψῃ ἡ παρθενία! Ὅσο κι ἂν διαβάλλεται, ὅσο κι ἂν λιγοστεύουν οἱ παρθένοι, ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ μαρμαίρουν τὰ ἄστρα καὶ τρέχουν οἱ ποταμοὶ καὶ ἀνθίζουν ἄνθη καὶ κελαϊδοῦν ἀηδόνια, δὲν θὰ παύσῃ νὰ τιμᾶται ἡ παρθενία, εἰς αἶσχος ὅσων τὴν περιφρονοῦν.
Μὲ τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας, ὡς Χριστιανοὶ Ἕλληνες καὶ Ἑλληνίδες, ἂς ψάλλουμε τώρα τὸν ὕμνο «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…»· ἀμήν.
Ἦταν κάποτε ἐποχή, ποὺ ἀπὸ τὴ Μάνη μέχρι τὸν Ἕβρο κι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα μέχρι τὴν Κύπρο ἡ ἁγνότης ἐλατρεύετο καὶ ἡ Ἑλλὰς ἔκτιζε Παρθενῶνες, γιὰ νὰ ἀκούγεται σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, ὅτι ἡ Ἑλλὰς τιμᾷ τὴν παρθενία. Ὑπῆρχε ἐγκράτεια. Νέος καὶ νέα ἦταν 100% ἁγνοί. Ἔρχονταν σὲ γάμο καὶ ἔλεγε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Σὲ καὶ μόνον, καὶ αἰωνίως».
Ποιός σήμερα μπορεῖ νὰ τὸ πῇ; Παίζουμε θέατρο, κωμῳδία καὶ τραγῳδία. Ἔπαυσε πλέον ἡ ἁγνότης ν᾿ ἀποτελῇ ἀπαραίτητο προσὸν τοῦ γάμου. Καὶ ἐνῷ ἄλλοτε δι᾿ ἔλλειψιν ἁγνότητος δημιουργοῦνταν τεράστια ἐπεισόδια, σήμερα πλέον ἀποκτήσαμε συνείδησι ἐκφύλων λαῶν. Σὲ πολλὰ μέρη ἐπικρατοῦν οἱ προγαμιαῖες σχέσεις· μόλις ἀρραβωνιάζονται, ἔρχονται σὲ σαρκικὲς σχέσεις.
Ἀπόψε στὸν Ἀκάθιστο εἶνε γεμᾶτες οἱ ἐκκλησίες. Ὡραῖο θέαμα, πλήρης ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι βρίσκεστε ἐδῶ. Καὶ σὲ λίγο θ᾿ ἀκούσετε· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου, καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου…». Πολὺ ὡραῖα! Πόσες φορὲς θὰ τὸ ἀκούσετε; Τέσσερις – πέντε φορὲς τὸ χρόνο. Καὶ μετά; Μετρῆστε· χίλιες φορές, δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες φορές, ἀκούγεται ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον, ἀπὸ τὸ αἰσχρὸ ῥαδιόφωνο καὶ τὴν αἰσχροτάτη τηλεόρασι κι ἀπὸ τὰ θέατρα καὶ τοὺς κινηματογράφους, ἀκούγεται ἡ… «ὡραιότης» τῆς πορνείας, ἡ «ὡραιότης» τῆς μοιχείας, ἡ «ὡραιότης» πάσης κακίας καὶ διαφθορᾶς.
Ἄχ πατρίδα εὐλογημένη, πῶς ἤσουν ἄλλοτε! Διαβάστε τὰ δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ ἔψαλλαν κάτω στὸ Μωριᾶ, στὴν Κρήτη, στὰ νησιά, πέρα στὸν Ἕβρο καὶ στὸν Πόντο τὸν ἀθάνατο. Τὰ τραγούδια ἐκεῖνα ἦταν τρόπον τινὰ μετάφρασις τοῦ ὡραιοτάτου αὐτοῦ ὕμνου, ποὺ ψάλλουμε στοὺς Χαιρετισμούς· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…». Ὑμνοῦσε ὁ Ἕλληνας καὶ ἡ Ἑλληνίδα τὴν παρθενία. Τώρα ὅλοι καὶ ὅλα σπρώχνουν τὸ νέο καὶ τὴ νέα στὴν ἀτιμία καὶ τὴ διαφθορά.
Μόνο ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ἀκούγεται ὁ ἔπαινος τῆς παρθενίας. Ἔξω ἀκούγονται τὰ ἀντίθετα. Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε ἐδῶ μέσα νὰ ψάλλουμε «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας…», καὶ ἔξω τὴν… «ὡραιότητα» τῆς πορνείας καὶ τὴν «ὡραιότητα» τῆς ἀσελγείας. Ὄχι.
Κινδυνεύει ἡ Ἑλλάς, ἡ μαρτυρικὴ αὐτὴ χώρα, νὰ σαπίσῃ μέσα στὸν βόρβορο τῶν αἰσχρῶν παθῶν. Καὶ εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι.
–Ἀπαισιόδοξος εἶσαι; θὰ μοῦ πῆτε.
Ὄχι δὲν εἶμαι ἀπαισιόδοξος. Γιατί, παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἡ παρθενία δὲν ἐξέλιπε. Μπορῶ νὰ σᾶς τὸ μαρτυρήσω. Ὑπάρχουν νέοι παρθένοι, βοσκοὶ καὶ χωρικοί, ἀλλὰ καὶ ἐπιστήμονες. Ὑπάρχουν νέες παρθένες. Καὶ στὴν ἐπαρχία καὶ μέσα στὴν Ἀθήνα. Ὑπάρχουν νέοι καὶ νέες, φοιτηταί, καθηγηταί, ἁγνὰ παιδιά, ἄγγελοι. Ὑπάρχουν παρθένοι καὶ στὸ ἐξωτερικό, καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ βρωμερὸ Παρίσι.
Ὄχι ὄχι, δὲν θὰ ἐκλείψῃ ἡ παρθενία! Ὅσο κι ἂν διαβάλλεται, ὅσο κι ἂν λιγοστεύουν οἱ παρθένοι, ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ μαρμαίρουν τὰ ἄστρα καὶ τρέχουν οἱ ποταμοὶ καὶ ἀνθίζουν ἄνθη καὶ κελαϊδοῦν ἀηδόνια, δὲν θὰ παύσῃ νὰ τιμᾶται ἡ παρθενία, εἰς αἶσχος ὅσων τὴν περιφρονοῦν.
Μὲ τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας, ὡς Χριστιανοὶ Ἕλληνες καὶ Ἑλληνίδες, ἂς ψάλλουμε τώρα τὸν ὕμνο «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου…»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 18-4-1975.
Δημοσίευση σχολίου