diakonima.gr
O μαστρο-Φώτης γεννήθηκε στή Μεγάλη Στεριά τής
Ανατολής, στό Άϊβαλί, κάτω άπό τήν Όθωμανική τυραννία, στά 1895. Παρά τό ότι
στις ελληνοπρεπέστατες Κυδωνίες ή τουρκική παρουσία ήταν πολύ περιωρισμένη, έξ
αιτίας τών ιστορικών προνομίων τής πόλεως, δέν ήταν δυνατόν νά μή γνωρίσει τόν
Τοΰρκο άπό κοντά, κι άπ’ τήν καλή κι άπ’ τήν ανάποδη!
Έζησε ώρες γαλήνης μέ τούς Τούρκους, μά έζησε καί
ώρες μεγάλης αντάρας και οργής, μέ αποκορύφωμα τή Μικρασιατική Καταστροφή καϊ
τόν βίαιο ξερριζωμό του, μαζϊ μέ μιά λαοθάλασσα απάνθρωπα κατατρεγμένων
ομογενών, άπό τή γή τών πατέρων του, τήν Αιολική Γή, πού τόν έφερε πρόσφυγα
δώθε τής “Ασπρης Θάλασσας, μέ πρώτο σταθμό τή Λέσβο και τελικό τήν Άθήνα πού
ότε έψαχνε άκόμη τήν ταυτότητά της (…κι άκόμα δέν τή βρήκε, κατά πού βλέπω!..).
Ή παρουσία τοΰ Τούρκου στϊς ατέλειωτες σελίδες τού
λογοτεχνικοΰ έργου τού Κόντογλου, άδρή και πλούσια, παρουσιάζει συνήθως μιάν
εικόνα καρδιογραφήματος.
Φαίνεται πώς όταν υπερίσχυαν οί αρνητικές
ιστορικές μνήμες φούντωνε μέσα του ό θυμός κι’ ή (δίκαιη αναμφίβολα)
αγανάχτηση, κι έγραφε ανάλογα, στολίζοντας τούς Τούρκους, καϊ μάλιστα τούς
ήγέτες τους, μέ όλο τόν πρεπούμενο «στολισμό τής αισχύνης».
Όμως, σέ ώρες νηφάλιας περισυλλογής, έβλεπε καΙ τά
θετικά στοιχεία αύτού τού τζαναμπέτη λαού, πού ή Ιδιοτροπία τής τύχης τόν έφερε
πλάγι μας καί, γιά αιώνες, πάνω στό κεφάλι μας, καϊ δέ δίσταζε νά
χρησιμοποιήσει γλώσσα γλυκειά, μέ λόγια αληθινής ανθρωπιάς, συμπόνοιας κι
άγάπης. Άλλωστε ό μεγάλος Άϊβαλιώτης ήταν πάντα, πάνω άπ’ ό,τιδήποτε αλλο, ένας
συνειδητός Χριστιανός, μέ παραδειγματική συνέπεια πίστεως καϊ ζωής! Έτσι δέν
ήταν δυνατόν παρά νά βλέπει καϊ τούς Τούρκους ώς «πλησίον», κατά τόν αγιο λόγο
τοΰ Χριστού καϊ νά τούς συμπονά: «Κύριε Ίησού Χριστέ», εξομολογείται στό
«Θρηνητικό Συναξάρι τοϋ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», «Εσύ μέ δίδαξες, κα για
τούτο δέν κλαίγω μοναχά απάνω στα μνημούρια τών Χριστιανών, μα και τών Τούρκων,
έπειδής έμαθα από τ’ άγιο στόμα Σου να πονώ μαζί μέ τόν κάθε άνθρωπο». Στόν
«Άγιο Γιώργη τό Χιοπολίτη» γράφει: «Κι έδώ, σέ βαλιοΰ) και πέρ’ από ‘δώ, τα
χώματα είναι βασανισμένα άπ’ τόν Τοΰρκο.’Όπου πατήσεις και όπου σταθείς,
βλέπεις και θυμάσαι τη σκληρότη αυτουνοΰ τοΰ σκύλου, πού ξεπέζεψε σαν μερμηγκια
άπάνου σέ τοΰτα τ’ άρχαΐα χώματα, μπήκε μέσ’ στα σπίτια μας, πατσαβούριασε τήν
τιμή μας, ρούφηξε τό αίμα μας… Πώς δέν ξεράθηκε για ούλους τούς αιώνες τό
δέντρο πού μαράθηκε άπ’ τό φαρμακερό χνώτο αύτουνοΰ τοΰ φιδιοΰ!…Κάτ’ άπ’ τό
κάστρο αρχινάνε τα σπίτια, τα τουρκόσπιτα, μ’ ένα σωρό μιναρέδες ‘δώ κι έκεΐ.
Οί χαραμοφάγοι πήρανε τα χωράφια, πήρανε τ’ άμπέλια, δέν άφήκανε γής μηδέ για
μνημούρι. Κι ό νοικοκύρης πήγε καϊ λούφαξε κλωτσημένος μέσα στά λαγούμια, μέσα
στά χαλάσματα, πεινασμένη λεμπεσουριά.’Έτσ’ είναι ό νόμος τοϋ πολέμου γιά τόν
Τούρκο…».
Στή «Μυτιλήνη, Γενουβέζικη καϊ Τουρκεμένη»,
σημειώνει μέ πόνο: «Οι Τούρκοι, παίρνοντας τή Μυτιλήνη, έπιδοθήκανε, κατά τά
συνηθισμένα τους, σέ κάθε βαρβαρότητα. Άρπούσανε, σφάζανε, βιάζανε γυναίκες,
δέρνανε δίχως αιτία, βασανίζανε, μ’ έναν λόγο κάνανε σάν διαβόλοι, έχοντας γιά
παράδειγμα τόν άξιο σουλτάνο τους Μεχμέτ, πού στάθηκε ό πιό σκληρόκαρδος, ό πιό
αιμοβόρος, ό πιό αναίσθητος, ό πιό πρόστυχος κι αδιάντροπος άπ’ όλους τούς
σουλτάνους. Ή μυρουδιά πού βγάζει τό άΐμα ήτανε γι’ αυτόν τό πιό έμορφο
μυρουδικό. Οι θρήνοι και τά βογγητά τής απελπισίας ήτανε γιά τ’ αυτιά του ή πιό
γλυκειά μουσική. Θηριώδικη ψυχή! Χιλιάδες έσφαξε, κρέμασε, παλούκωσε, χώρισε
στά τέσσερα, ατίμασε, άντρες και γυναίκες, μικρούς καϊ μεγάλους, σέ κάθε χώρα
πού πατούσε τό καταραμένο ποδάρι του».
Ανάλογα αναφέρει καϊ στήν «Πολιορκία τής
Χαλκίδας»: «Ανάμεσα σ’ ένα σωρό σκληρόκαρδους πολέμαρχους πού φανήκανε στήν
Ανατολή, κανένας δέν ματόχωσε τόν κόσμο σάν καϊ κείνο τ’ αφορεσμένο Τουρκϊ πού
τό γράψανε στήν Ιστορία Μεμέτη Καταχτητή. Αυτός δέν πρέπει νά παρασταθεί μέ
σκήμα άνθρωπου, μόνο σάν έκείνα τά φοβερά τέρατα τής Αποκάλυψης. Μ’ όλο πόχουνε
περάσει τόσα χρόνια άπό τότες πού ψόφησε, ή Χριστιανωσύνη άκόμα χλωμιάζει σάν
ακούσει τ’ όνομα αύτουνού τοϋ Αντίχριστου… Ποιός έκοψε κεφάλια σάν κι αύτόν,
ποιός άλλος σούβλισε, ποιός πριόνισε, ποιός παλούκωσε, ποιός επινόησε
βασανιστήρια, ποιός ατίμασε γυναίκες, ποιός έμόλεψε παλληκαρόπουλα, ποιός
ρεζίλεψε τιμημένα σπίτια, ποιός ξέθαψε κόκαλα, ποιός κατάπιε πλατείες
σούμπι-τες, ποιός σουργούνεψε χιλιάδες χώρες καίχωριά, ποιός έκανε νά τρέμει
στεριά καϊ θάλασσα, κι ούλα τά βασίλεια ν’ άσπροκαλιάζονε σάν τϊς κότες πού τϊς
κλώθει ό άϊτός;»
Σπαραξικάρδια επίσης παρουσιάζει τή σκηνή τού
φοβερού «ντεβσιρμέ» (Παιδομαζώματος), ενός άπό τά πιό φρικώδη τουρκικά
εγκλήματα σέ βάρος τοϋ Έλληνισμού, πάλι στή «Μυτιλήνη – Γενουβέζικη καϊ
Τουρκεμένη»: «Σάν τά κοπάδια τά τρομαγμένα σπρωχνόντανε χιλιάδες άνθρωποι
μπροστά στό σουλτάνο, σάν νά ‘τανε ή Δευτέρα Παρουσία, κι ό θρήνος κι ό
άλαλαγμός άνέβαινε στόν ούρανό. Μ’ ένα φοβερό γνέψιμο τοϋ σουλτάνου, πεντακόσια
παλληκάρια καϊ κορίτσια άρπαχτή-κανε άπό τούς γενίτσαρους, γιά τά χαρέμια τοϋ
άφέντη τους. Μέ σπαραγμό βλέπανε οΙ γονιοί νά χωρίζουνται άπό τά παιδιά τους κι
άπό τά εγγόνια τους, τ’ άδέρφια άπό τ’ άδέρφια. Μήτε νά κλάψουνε ελεύθερα
μπορούσανε, παρά ξεροκαταπίνανε τόν πόνο τους, γιατί όποιος έδειχνε πώς
λυπότανε έχανε τό κεφάλι του. “Ολοι στεκόντανε σάν πεθαμένοι, κι άκούγανε τόν
ντελάλη πού φώναζε τή σουλτανική διαταγή».
Άπό τήν άλλη μεριά τώρα, στό κείμενο «Ελληνες καί
Τούρκοι», διαπιστώνει: «Ένω ό Τούρκος έχει πολλά καλά, είναι καλοκάγαθος,
απλοϊκός καϊ φιλόξενος, σάν δέν τόν έχει πιάσει ό φανατισμός πού τόν κάνει άπό
πρόβατο θερίο, άλλά είναι βαρύς κι άδιάφορος, δέν άγαπά τή δουλειά, δέν έχει τό
κέφι πού έχει ό Έλληνας κι αύτή ή φυσική νωθρότητά του χειροτερεύει άπό τήν
πίστη πού έχει στό ‘κισμέτ’, στό γραφτό, κ’ έτσι κ’ ή λίγη δραστηριότητά του
χάνεται ολότελα».
Στο διήγημα «Τίμιος Κουρσάρος» ρίχνει μιά
«κατάξυλα» στον πόλεμο, που διαφθείρει τους άνθρώπους: «Οί Τούρκοι είναι καλοί
και πονόψυχοι άπό φυσικό τους, πλην ό πόλεμος είναι σάν μια άρρώστεια πού χτυπά
και τούς καλούς και τούς κακούς και τούς αγριεύει».
Καϊ μόνο το γεγονος ότι οί Τοϋρκοι είναι Ανατολίτες,
κάνει τον πάντοτε συναισθηματικο Κόντογλου νά τους θεωρεί μέ άρκετή δόση άπο
sancta simplicitas άσφαλώς, κι αυτούς ευλογημένους!
«Στεριανοί και θαλασσινοί είχανε την Ανατολή γιά
βλογημένη, γιατί έκεί γεννήθηκε ό Χριστός, κι άπό κει βγαίνει ό ήλιος, κι όσοι
άνθρωποι γεννιούνται στήν Ανατολή είναι βλογημένοι,Έλληνες και Τούρκοι».
Στήν «Κιβωτό τής Όρθοδοξίας» συγκρίνει τούς
Παπικούς μέ τούς Τούρκους καϊ υπερτιμά χωρίς δισταγμο τούς δεύτερους: «Ολοι οί
υπήκοοι τού Πάπα έρχόντανε στήν Ανατολή ντυμένοι μέ προβατοπροβιά, ένω ήτανε
άπό μέσα λύκοι… Ένω οί Τούρκοι κ’ οί άλλοι μωχαμετάνοι, μπορεί νάχανε τή
σκληρότητα πού έχουνε οί άνθρωποι τού πολέμου, μά είχανε και καλωσύνη, πολλά
γενναία αισθήματα, άγάπη στή δικαιοσύνη, φόβο Θεού, έπειδής ήτανε πιό άπλοί
και ζούσανε πιό φυσική ζωή».
Δέν διστάζει νά ομολογήσει πώς καϊ άπό τον
τουρκικο λαο άναδείχθηκαν “Αγιοι στήν Εκκλησία, προβάλλοντας μέ περισσή άγάπη
καϊ τρυφερή ευλάβεια έναν νεαρο Τοϋρκο Νεομάρτυρα, τον “Αγιο Κωνσταντίνο «τόν
έξ Άγαρηνων» άπο τή Μυτιλήνη, πού ομολόγησε τον Χριστο στο Αϊβαλϊ κι έμαρτύρησε
στήν Κωνσταντινούπολη στϊς 2 Ιουνίου 1819: «Ανάμεσα στούς πολλούς Νεομάρτυρες
είναι κ’ ένας πού ήτανε Τούρκος, και τόν φώτισε ό Θεός, κι όχι μοναχά έγινε
Χριστιανός, άλλά και μαρτύρησε γιά τόν Χριστό, ‘άναφανείς έξ άκανθων ώς ρόδον
εΰοσμον, και τω τού θείου λουτρού βαπτίσματι άναγεννηθείς’… Σάν πέρασε ή
πανούκλα, έκείνο τό βλογημένο Τουρκάκι μπήκε σ’ ένα καΐκι πού πήγαινε στό’Άγιον
“Ορος…».
“Ομως, ή πιο εντυπωσιακή κατάθεση, είναι έκείνη
μιας προπολεμικής ιδιωτικής επιστολής τοϋ (σαραντάχρονου τότε) Κόντογλου στον
Κωνσταντινουπολίτη φίλο καϊ συνεργάτη του Αβραάμ Παπάζογλου, αδημοσίευτης μέχρι
σήμερα, άπ’ όσο ξέρουμε, το πρωτότυπο τής οποίας βρίσκεται στο ΕΛΙΑ ( “Ελληνικό
Λογοτεχνικό καϊ Ίστορικο Αρχείο) τών Αθηνών, προσφορά τής αδελφής τοϋ ,
παραλήπτη Θάλειας Νεμπάρη, καϊ άντίγραφό της ύπάρχει στο Οΐκουμενικο Πατριαρχείο,
άπ’ όπου καϊ τή λάβαμε. Τήν παραθέτουμε αυτούσια, διατηρώντας τήν ορθογραφία (ή
υπογράμμιση δική μας), μέ τή ρητή προειδοποίηση ότι δέν είναι καρπος τής
πλήρους ωριμότητας τοϋ συγγραφέα. Τή γράφει ό Κόντογλου τοϋ Πέδρο Καζά, τής
Βασάντας καϊ τοϋ “Αστρολάβου. Όχι ό Κόντογλου τοϋ Μυστικού Κήπου καϊ τής
Αγιασμένης Ελλάδας!
«Γράφω στήν Άθήνα, στις 28 Νοέμβρη τού 1935.
Αγαπητέ μου φίλε, Παπάζογλου.
Μέ συγκίνησε πολύ τό γράμμα σου γιατ) είνε γραμμένο
άπό άνθρωπο, σπάνιο πράμα γιά τά χρόνια μας. Σέ φχαριστω άπό καρδιάς. Σέ
φχαριστω και γιά τή φωτογραφία. Μού κάνεις πολλή τιμή νά κοπιάζης νά
μεταφράσης τόσα πράματα. “Ας είσαι καλά. Άπό τήν άλλη μεριά χαίρουμαι πού έδωσα
σ’ έναν άνθρωπο πνευματική τροφή κα) τόσο φχαριστήθη-κε πού θέλει νά δώση άπό
δαύτη και σ’ άλλους. Δηλαδή τούς Τούρκους, πού τούς άγαπω σάν άδέλφια και θέλω
νά τό μάθουνε. Ανάθεμα στήν ίστορία πού συντείνει νά χωρίζουνται οί άνθρωποι.
Αυτή τήν ίστορία, τή μητρυιά τής άνθρωπότητας πρέπει νά τή στείλουμε πειά στό
διάβολο. Οί Τούρκοι είναι άπό φυσικό τους πειό άγαθοί άπό μάς, ράτσα καλή,
σεμνή κι άξιαγάπητη. Πάντα λέγω πώς είμαι τουρκομερίτης, πολλές φορές βρήκα και
τό μπελά μου άπό κουτούς έθνικιστές, πού, δόξα σοι ό Θεός είνε πολύ λίγοι,
σχεδόν τίποτα σήμερα. Σέ παρακαλω γράψε πώς έχω τέτοια αισθήματα γιά τούς
πατριωτες μου. Στις ζουγραιφιές πού κάνω, και τά βιβλία πού γράφω βάζω κατω άπό
τόνομά μου «ΆϊΒαλιώτης».
Σέ ζάλισα μαύτά τά λόγια, μά συμπάθησε με. Διψώ
πειά άγάπη, γιατί είνε τόσο λίγη στά χρόνια μας, και σημείωσε δέν είμαι
αδύνατος άνθρωπος.
Σέ φχαριστώ γιά όσα λές νά μοΰ γράψεις και νά
ξέρεις πώς δέν θά πάνε χαμένα. Ή πεθυμιά μου είνε νάρτω καμμιά φορά στην
Τουρκιά, νά προσκυνήσω τάγια χώματα. Ξέρω καλά πώς θάρτη ώρα νά Βγούνε ξανά
πολύ μεγάλα πράμματα άπό τήν Ανατολή.
Γειά σου τό λοιπόν και νά μέ λογαριάζεις κ’ έσύ
σάν άδερφό σου. Σέ χαιρετά και ή γυναίκα μου. Γειά σου, Γειά σου,
Φώτης»
Καρδιογράφημα, λοιπόν, άλλά μέ έντονες καμπύλες
ζωής! Όχι εύθύγραμμον, καταληκτήριον!… «Τά επίλοιπα τής αναγνώσεως», κατά τό
άγιορειτι-κόν, έν «ώραις αισίαις» έλληνο-τουρκικών, τουρκο-ευρωπαϊκών,
άμερικανο-τουρκικών, τουρκο -ελληνο-αμερικανικών,
έλληνο-τουρκο-αμερικανο-ευρωπαϊκών καϊ λοιπών προσεγγίσεων καϊ ειδυλλίων, δι’
εύχών τών Αγίων Νεομαρτύρων Αχμέτ τού Κάλφα και Κωνσταντίνου τοϋ Μυτιληναίου
«τών έξ Άγαρηνών», τά αφήνουμε «έπ’ έλπίσι χρησταίς» στά χέρια τοϋ Κυρίου τής
Ζωής, παρά τω Όποίω, δόξα νάχει τ’ όνομά Του!, «ούκ ένι Ιουδαίος ούδέ “Ελλην»,
ούτε -όγλου, ούτε -ίδης, ούτε -όπουλος, μηδέ Τούρκος, μηδέ Ρωμηός!…
(κείμενο του Μητρ.Προικονήσου κ.Ιωσήφ δημοσιευμένο
στην «Πειραϊκή Εκκλησία».Η προσωπογραφία του κυρ Φώτη ιστορημένη από τον
αγιογράφο Γιώργο Κόρδη, από το ίδιο αφιέρωμα.)
Δημοσίευση σχολίου