Κυριακή του Τυφλού - (᾿Ιω. θ´ 1-38)
Τώ καιρώ εκείνω, παράγων ο ᾿Ιησούς, είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Καί ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες• ῾Ραββί, τίς ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησούς• Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ᾿ ίνα φανερωθή τά έργα τού Θεού εν αυτώ. ᾿Εμέ δεί εργάζεσθαι τά έργα τού πέμψαντός με έως ημέρα εστίν• έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι.
῞Οταν εν τώ κόσμω ώ, φώς ειμι τού κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί καί εποίησε πηλόν εκ τού πτύσματος, καί επέχρισε τόν πηλόν επί τούς οφθαλμούς τού τυφλού καί είπεν αυτώ• ῞Υπαγε νίψαι εις τήν κολυμβήθραν τού Σιλωάμ, ό ερμηνεύεται απεσταλμένος.
᾿Απήλθεν ούν καί ενίψατο, καί ήλθε βλέπων. Οι ούν γείτονες καί οι θεωρούντες αυτόν τό πρότερον ότι τυφλός ήν, έλεγον• Ουχ ούτός εστιν ο καθήμενος καί προσαιτών; ῎Αλλοι έλεγον ότι ούτός εστιν• άλλοι δέ ότι όμοιος αυτώ εστιν. ᾿Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμι. ῎Ελεγον ούν αυτώ• Πώς ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; ᾿Απεκρίθη εκείνος καί είπεν•
῎Ανθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησούς πηλόν εποίησε καί επέχρισέ μου τούς οφθαλμούς καί είπέ μοι• ύπαγε εις τήν κολυμβήθραν τού Σιλωάμ καί νίψαι• απελθών δέ καί νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ούν αυτώ• Πού εστιν εκείνος; Λέγει• Ουκ οίδα. ῎Αγουσιν αυτόν πρός τούς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ῏Ην δέ σάββατον ότε τόν πηλόν εποίησεν ο ᾿Ιησούς καί ανέωξεν αυτού τούς οφθαλμούς.
Πάλιν ούν ηρώτων αυτόν καί οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. ῾Ο δέ είπεν αυτοίς• Πηλόν επέθηκέ μου επί τούς οφθαλμούς, καί ενιψάμην, καί βλέπω. ῎Ελεγον ούν εκ τών Φαρισαίων τινές• Ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά τού Θεού, ότι τό σάββατον ου τηρεί. ῎Αλλοι έλεγον• Πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; Καί σχίσμα ήν εν αυτοίς. Λέγουσι τώ τυφλώ πάλιν• Σύ τί λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τούς οφθαλμούς; ῾Ο δέ είπεν ότι προφήτης εστίν.
Ουκ επίστευσαν ούν οι ᾿Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ήν καί ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τούς γονείς αυτού τού αναβλέψαντος καί ηρώτησαν αυτούς λέγοντες• Ούτός εστιν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πώς ούν άρτι βλέπει; ᾿Απεκρίθησαν δέ αυτοίς οι γονείς αυτού καί είπον• Οίδαμεν ότι ούτός εστιν ο υιός ημών καί ότι τυφλός εγεννήθη• πώς δέ νύν βλέπει ουκ οίδαμεν, ή τίς ήνοιξεν αυτού τούς οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν• αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τούς ᾿Ιουδαίους• ήδη γάρ συνετέθειντο οι ᾿Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Διά τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε.
᾿Εφώνησαν ούν εκ δευτέρου τόν άνθρωπον ός ήν τυφλός, καί είπον αυτώ• Δός δόξαν τώ Θεώ• ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν. ᾿Απεκρίθη ούν εκείνος καί είπεν• Ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα• έν οίδα, ότι τυφλός ών άρτι βλέπω. Είπον δέ αυτώ πάλιν• Τί εποίησέ σοι; Πώς ήνοιξέ σου τούς οφθαλμούς; ᾿Απεκρίθη αυτοίς• Είπον υμίν ήδη, καί ουκ ηκούσατε• Τί πάλιν θέλετε ακούειν; Μή καί υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ᾿Ελοιδόρησαν αυτόν καί είπον• Σύ εί μαθητής εκείνου• ημείς δέ τού Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. ῾Ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός• τούτον δέ ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν.
᾿Απεκρίθη ο άνθρωπος καί είπεν αυτοίς• ᾿Εν γάρ τούτω θαυμαστόν εστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, καί ανέωξέ μου τούς οφθαλμούς. Οίδαμεν δέ ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ᾿ εάν τις θεοσεβής ͺή καί τό θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. ᾿Εκ τού αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μή ήν ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. ᾿Απεκρίθησαν καί είπον αυτώ• ᾿Εν αμαρτίαις σύ εγεννήθης όλος, καί σύ διδάσκεις ημάς; Καί εξέβαλον αυτόν έξω.
῎Ηκουσεν ο ᾿Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, καί ευρών αυτόν είπεν αυτώ• Σύ πιστεύεις εις τόν Υιόν τού Θεού; ᾿Απεκρίθη εκείνος καί είπε• Καί τίς εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δέ αυτώ ο ᾿Ιησούς• Καί εώρακας αυτόν καί ο λαλών μετά σού εκείνός εστιν. ῾Ο δέ έφη• Πιστεύω, Κύριε• καί προσεκύνησεν αυτώ.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Εκείνο τόν καιρό, καθώς πήγαινε στόν δρόμο του ο ᾿Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο πού είχε γεννηθεί τυφλός. Τόν ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του• «Διδάσκαλε, ποιός αμάρτησε καί γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» ῾Ο ᾿Ιησούς απάντησε• «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός γιά νά φανερωθεί η δύναμη τών έργων τού Θεού πάνω σ’ αυτόν. ῞Οσο διαρκεί η μέρα, πρέπει νά εκτελώ τά έργα εκείνου πού μ’ έστειλε. ῎Ερχεται η νύχτα, οπότε κανένας δέν μπορεί νά εργάζεται.
῞Οσο είμαι σ’ αυτόν τόν κόσμο, είμαι τό φώς γιά τόν κόσμο». ῞Οταν τά είπε αυτά ο ᾿Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από τό φτύμα, άλειψε μέ τόν πηλό τά μάτια τού τυφλού, καί τού είπε• «Πήγαινε νά νιφτείς στήν κολυμβήθρα τού Σιλωάμ» -πού σημαίνει «απεσταλμένος από τόν Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε καί νίφτηκε καί, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τόν έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν• «Αυτός δέν είναι ο άνθρωπος πού καθόταν εδώ καί ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν• «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν• «Είναι κάποιος πού τού μοιάζει».
῾Ο ίδιος όμως έλεγε• «᾿Εγώ είμαι». Τότε τόν ρωτούσαν• «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τά μάτια σου;» ᾿Εκείνος απάντησε• «῞Ενας άνθρωπος πού τόν λένε ᾿Ιησού έκανε πηλό, μού άλειψε τά μάτια καί μού είπε• “πήγαινε στήν κολυμβήθρα τού Σιλωάμ καί νίψου”• πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα καί βρήκα τό φώς μου».
Τόν ρώτησαν, λοιπόν• «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δέν ξέρω», τούς απάντησε. Τόν έφεραν τότε στούς Φαρισαίους, τόν άνθρωπο πού ήταν άλλοτε τυφλός. ῾Η μέρα πού έφτιαξε ο ᾿Ιησούς τόν πηλό καί τού άνοιξε τά μάτια ήταν Σάββατο. ῎Αρχισαν λοιπόν καί οι Φαρισαίοι νά τόν ρωτούν πάλι πώς απέκτησε τό φώς του. Αυτός τούς απάντησε• «῎Εβαλε πάνω στά μάτια μου πηλό, νίφτηκα καί βλέπω». Μερικοί από τούς Φαρισαίους έλεγαν• «Αυτός ο άνθρωπος δέν μπορεί νά είναι σταλμένος από τόν Θεό, γιατί δέν τηρεί τήν αργία τού Σαββάτου». ῎Αλλοι όμως έλεγαν• «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος νά κάνει τέτοια σημεία;» Καί υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τόν τυφλό• «᾿Εσύ τί λές γι’ αυτόν; πώς εξηγείς ότι σού άνοιξε τά μάτια;» Κι εκείνος τούς απάντησε• «Είναι προφήτης».
Οι ᾿Ιουδαίοι όμως δέν εννοούσαν νά πιστέψουν πώς αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε τό φώς του, ώσπου κάλεσαν τούς γονείς τού ανθρώπου καί τούς ρώτησαν• «Αυτός είναι ο γιός σας πού λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν• «Ξέρουμε πώς αυτός είναι ο γιός μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός• πώς όμως τώρα βλέπει, δέν τό ξέρουμε, ή ποιός τού άνοιξε τά μάτια, εμείς δέν τό ξέρουμε. Ρωτήστε τόν ίδιο• ενήλικος είναι, αυτός μπορεί νά μιλήσει γιά τόν εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο πρός τούς ᾿Ιουδαίους. Γιατί, οι ᾿Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει νά αφορίζεται από τή συναγωγή όποιος παραδεχτεί πώς ο ᾿Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τόν ίδιο».
Κάλεσαν, λοιπόν, γιά δεύτερη φορά τόν άνθρωπο πού ήταν πρίν τυφλός καί τού είπαν• «Πές τήν αλήθεια ενώπιον τού Θεού• εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». ᾿Εκείνος τότε τούς απάντησε• «῍Αν είναι αμαρτωλός, δέν τό ξέρω• ένα ξέρω• πώς, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τόν ρώτησαν πάλι• «Τί σού έκανε; Πώς σού άνοιξε τά μάτια;» «Σάς τό είπα κιόλας», τούς αποκρίθηκε, «αλλά δέν πειστήκατε• γιατί θέλετε νά τό ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς νά γίνετε μαθητές του;» Τόν περιγέλασαν τότε καί τού είπαν• «᾿Εσύ είσαι μαθητής εκείνου• εμείς είμαστε μαθητές τού Μωυσή• εμείς ξέρουμε πώς ο Θεός μίλησε στόν Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δέν ξέρουμε τήν προέλευσή του».
Τότε απάντησε ο άνθρωπος καί τούς είπε• «᾿Εδώ είναι τό παράξενο, πώς εσείς δέν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μού άνοιξε τά μάτια. Ξέρουμε πώς ο Θεός τούς αμαρτωλούς δέν τούς ακούει, αλλά άν κάποιος τόν σέβεται καί κάνει τό θέλημά του, αυτόν τόν ακούει. ᾿Από τότε πού έγινε ο κόσμος, δέν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τά μάτια ενός γεννημένου τυφλού. ῍Αν αυτός δέν ήταν από τόν Θεό δέν θά μπορούσε νά κάνει τίποτα». «᾿Εσύ είσαι βουτηγμένος στήν αμαρτία από τότε πού γεννήθηκες», τού αποκρίθηκαν, «καί κάνεις τόν δάσκαλο σ’ εμάς;» Καί τόν πέταξαν έξω.
῾Ο ᾿Ιησούς έμαθε ότι τόν πέταξαν έξω καί, όταν τόν βρήκε, τού είπε• «᾿Εσύ πιστεύεις στόν Υιό τού Θεού;» ᾿Εκείνος αποκρίθηκε• «Καί ποιός είναι αυτός, κύριε, γιά νά πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μά τόν έχεις κιόλας δεί», τού είπε ο ᾿Ιησούς. «Αυτός πού μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Τότε εκείνος είπε• «Πιστεύω Κύριε», καί τόν προσκύνησε.
Τώ καιρώ εκείνω, παράγων ο ᾿Ιησούς, είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Καί ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες• ῾Ραββί, τίς ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησούς• Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ᾿ ίνα φανερωθή τά έργα τού Θεού εν αυτώ. ᾿Εμέ δεί εργάζεσθαι τά έργα τού πέμψαντός με έως ημέρα εστίν• έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι.
῞Οταν εν τώ κόσμω ώ, φώς ειμι τού κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί καί εποίησε πηλόν εκ τού πτύσματος, καί επέχρισε τόν πηλόν επί τούς οφθαλμούς τού τυφλού καί είπεν αυτώ• ῞Υπαγε νίψαι εις τήν κολυμβήθραν τού Σιλωάμ, ό ερμηνεύεται απεσταλμένος.
᾿Απήλθεν ούν καί ενίψατο, καί ήλθε βλέπων. Οι ούν γείτονες καί οι θεωρούντες αυτόν τό πρότερον ότι τυφλός ήν, έλεγον• Ουχ ούτός εστιν ο καθήμενος καί προσαιτών; ῎Αλλοι έλεγον ότι ούτός εστιν• άλλοι δέ ότι όμοιος αυτώ εστιν. ᾿Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμι. ῎Ελεγον ούν αυτώ• Πώς ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; ᾿Απεκρίθη εκείνος καί είπεν•
῎Ανθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησούς πηλόν εποίησε καί επέχρισέ μου τούς οφθαλμούς καί είπέ μοι• ύπαγε εις τήν κολυμβήθραν τού Σιλωάμ καί νίψαι• απελθών δέ καί νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ούν αυτώ• Πού εστιν εκείνος; Λέγει• Ουκ οίδα. ῎Αγουσιν αυτόν πρός τούς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ῏Ην δέ σάββατον ότε τόν πηλόν εποίησεν ο ᾿Ιησούς καί ανέωξεν αυτού τούς οφθαλμούς.
Πάλιν ούν ηρώτων αυτόν καί οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. ῾Ο δέ είπεν αυτοίς• Πηλόν επέθηκέ μου επί τούς οφθαλμούς, καί ενιψάμην, καί βλέπω. ῎Ελεγον ούν εκ τών Φαρισαίων τινές• Ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά τού Θεού, ότι τό σάββατον ου τηρεί. ῎Αλλοι έλεγον• Πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; Καί σχίσμα ήν εν αυτοίς. Λέγουσι τώ τυφλώ πάλιν• Σύ τί λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τούς οφθαλμούς; ῾Ο δέ είπεν ότι προφήτης εστίν.
Ουκ επίστευσαν ούν οι ᾿Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ήν καί ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τούς γονείς αυτού τού αναβλέψαντος καί ηρώτησαν αυτούς λέγοντες• Ούτός εστιν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πώς ούν άρτι βλέπει; ᾿Απεκρίθησαν δέ αυτοίς οι γονείς αυτού καί είπον• Οίδαμεν ότι ούτός εστιν ο υιός ημών καί ότι τυφλός εγεννήθη• πώς δέ νύν βλέπει ουκ οίδαμεν, ή τίς ήνοιξεν αυτού τούς οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν• αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τούς ᾿Ιουδαίους• ήδη γάρ συνετέθειντο οι ᾿Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Διά τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε.
᾿Εφώνησαν ούν εκ δευτέρου τόν άνθρωπον ός ήν τυφλός, καί είπον αυτώ• Δός δόξαν τώ Θεώ• ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν. ᾿Απεκρίθη ούν εκείνος καί είπεν• Ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα• έν οίδα, ότι τυφλός ών άρτι βλέπω. Είπον δέ αυτώ πάλιν• Τί εποίησέ σοι; Πώς ήνοιξέ σου τούς οφθαλμούς; ᾿Απεκρίθη αυτοίς• Είπον υμίν ήδη, καί ουκ ηκούσατε• Τί πάλιν θέλετε ακούειν; Μή καί υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ᾿Ελοιδόρησαν αυτόν καί είπον• Σύ εί μαθητής εκείνου• ημείς δέ τού Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. ῾Ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός• τούτον δέ ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν.
᾿Απεκρίθη ο άνθρωπος καί είπεν αυτοίς• ᾿Εν γάρ τούτω θαυμαστόν εστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, καί ανέωξέ μου τούς οφθαλμούς. Οίδαμεν δέ ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ᾿ εάν τις θεοσεβής ͺή καί τό θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. ᾿Εκ τού αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μή ήν ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. ᾿Απεκρίθησαν καί είπον αυτώ• ᾿Εν αμαρτίαις σύ εγεννήθης όλος, καί σύ διδάσκεις ημάς; Καί εξέβαλον αυτόν έξω.
῎Ηκουσεν ο ᾿Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, καί ευρών αυτόν είπεν αυτώ• Σύ πιστεύεις εις τόν Υιόν τού Θεού; ᾿Απεκρίθη εκείνος καί είπε• Καί τίς εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δέ αυτώ ο ᾿Ιησούς• Καί εώρακας αυτόν καί ο λαλών μετά σού εκείνός εστιν. ῾Ο δέ έφη• Πιστεύω, Κύριε• καί προσεκύνησεν αυτώ.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Εκείνο τόν καιρό, καθώς πήγαινε στόν δρόμο του ο ᾿Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο πού είχε γεννηθεί τυφλός. Τόν ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του• «Διδάσκαλε, ποιός αμάρτησε καί γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» ῾Ο ᾿Ιησούς απάντησε• «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός γιά νά φανερωθεί η δύναμη τών έργων τού Θεού πάνω σ’ αυτόν. ῞Οσο διαρκεί η μέρα, πρέπει νά εκτελώ τά έργα εκείνου πού μ’ έστειλε. ῎Ερχεται η νύχτα, οπότε κανένας δέν μπορεί νά εργάζεται.
῞Οσο είμαι σ’ αυτόν τόν κόσμο, είμαι τό φώς γιά τόν κόσμο». ῞Οταν τά είπε αυτά ο ᾿Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από τό φτύμα, άλειψε μέ τόν πηλό τά μάτια τού τυφλού, καί τού είπε• «Πήγαινε νά νιφτείς στήν κολυμβήθρα τού Σιλωάμ» -πού σημαίνει «απεσταλμένος από τόν Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε καί νίφτηκε καί, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τόν έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν• «Αυτός δέν είναι ο άνθρωπος πού καθόταν εδώ καί ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν• «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν• «Είναι κάποιος πού τού μοιάζει».
῾Ο ίδιος όμως έλεγε• «᾿Εγώ είμαι». Τότε τόν ρωτούσαν• «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τά μάτια σου;» ᾿Εκείνος απάντησε• «῞Ενας άνθρωπος πού τόν λένε ᾿Ιησού έκανε πηλό, μού άλειψε τά μάτια καί μού είπε• “πήγαινε στήν κολυμβήθρα τού Σιλωάμ καί νίψου”• πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα καί βρήκα τό φώς μου».
Τόν ρώτησαν, λοιπόν• «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δέν ξέρω», τούς απάντησε. Τόν έφεραν τότε στούς Φαρισαίους, τόν άνθρωπο πού ήταν άλλοτε τυφλός. ῾Η μέρα πού έφτιαξε ο ᾿Ιησούς τόν πηλό καί τού άνοιξε τά μάτια ήταν Σάββατο. ῎Αρχισαν λοιπόν καί οι Φαρισαίοι νά τόν ρωτούν πάλι πώς απέκτησε τό φώς του. Αυτός τούς απάντησε• «῎Εβαλε πάνω στά μάτια μου πηλό, νίφτηκα καί βλέπω». Μερικοί από τούς Φαρισαίους έλεγαν• «Αυτός ο άνθρωπος δέν μπορεί νά είναι σταλμένος από τόν Θεό, γιατί δέν τηρεί τήν αργία τού Σαββάτου». ῎Αλλοι όμως έλεγαν• «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος νά κάνει τέτοια σημεία;» Καί υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τόν τυφλό• «᾿Εσύ τί λές γι’ αυτόν; πώς εξηγείς ότι σού άνοιξε τά μάτια;» Κι εκείνος τούς απάντησε• «Είναι προφήτης».
Οι ᾿Ιουδαίοι όμως δέν εννοούσαν νά πιστέψουν πώς αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε τό φώς του, ώσπου κάλεσαν τούς γονείς τού ανθρώπου καί τούς ρώτησαν• «Αυτός είναι ο γιός σας πού λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν• «Ξέρουμε πώς αυτός είναι ο γιός μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός• πώς όμως τώρα βλέπει, δέν τό ξέρουμε, ή ποιός τού άνοιξε τά μάτια, εμείς δέν τό ξέρουμε. Ρωτήστε τόν ίδιο• ενήλικος είναι, αυτός μπορεί νά μιλήσει γιά τόν εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο πρός τούς ᾿Ιουδαίους. Γιατί, οι ᾿Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει νά αφορίζεται από τή συναγωγή όποιος παραδεχτεί πώς ο ᾿Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τόν ίδιο».
Κάλεσαν, λοιπόν, γιά δεύτερη φορά τόν άνθρωπο πού ήταν πρίν τυφλός καί τού είπαν• «Πές τήν αλήθεια ενώπιον τού Θεού• εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». ᾿Εκείνος τότε τούς απάντησε• «῍Αν είναι αμαρτωλός, δέν τό ξέρω• ένα ξέρω• πώς, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τόν ρώτησαν πάλι• «Τί σού έκανε; Πώς σού άνοιξε τά μάτια;» «Σάς τό είπα κιόλας», τούς αποκρίθηκε, «αλλά δέν πειστήκατε• γιατί θέλετε νά τό ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς νά γίνετε μαθητές του;» Τόν περιγέλασαν τότε καί τού είπαν• «᾿Εσύ είσαι μαθητής εκείνου• εμείς είμαστε μαθητές τού Μωυσή• εμείς ξέρουμε πώς ο Θεός μίλησε στόν Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δέν ξέρουμε τήν προέλευσή του».
Τότε απάντησε ο άνθρωπος καί τούς είπε• «᾿Εδώ είναι τό παράξενο, πώς εσείς δέν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μού άνοιξε τά μάτια. Ξέρουμε πώς ο Θεός τούς αμαρτωλούς δέν τούς ακούει, αλλά άν κάποιος τόν σέβεται καί κάνει τό θέλημά του, αυτόν τόν ακούει. ᾿Από τότε πού έγινε ο κόσμος, δέν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τά μάτια ενός γεννημένου τυφλού. ῍Αν αυτός δέν ήταν από τόν Θεό δέν θά μπορούσε νά κάνει τίποτα». «᾿Εσύ είσαι βουτηγμένος στήν αμαρτία από τότε πού γεννήθηκες», τού αποκρίθηκαν, «καί κάνεις τόν δάσκαλο σ’ εμάς;» Καί τόν πέταξαν έξω.
῾Ο ᾿Ιησούς έμαθε ότι τόν πέταξαν έξω καί, όταν τόν βρήκε, τού είπε• «᾿Εσύ πιστεύεις στόν Υιό τού Θεού;» ᾿Εκείνος αποκρίθηκε• «Καί ποιός είναι αυτός, κύριε, γιά νά πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μά τόν έχεις κιόλας δεί», τού είπε ο ᾿Ιησούς. «Αυτός πού μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Τότε εκείνος είπε• «Πιστεύω Κύριε», καί τόν προσκύνησε.
Δημοσίευση σχολίου