ΕΛΑΤΕ τώρα να χτυπήσουμε τους βαρβάρους! φώναξε, μόλις έχασε από τα μάτια του τον Ιουστινιάνη, ο Κωνσταντίνος στον Λάσκαρι και στους πιστούς του, προδίνοντας με αυτά τα λόγια την απόφαση του να πολεμήσει σαν στρατιώτης, και, καβαλώντας το άλογό του, έκανε να ορμήσει μπροστά, όταν ξαφνικά κάτι φωνές τον έκαναν να γυρίσει δεξιά το πρόσωπο του...
Φώναζαν οι στρατιώτες και δείγναν έναν πύργο, κι ο Παλαιολόγος, παρακολουθώντας τα χέρια τους, αντίκρισε εκείνο που θωρούσαν, και κέρωσε από την αγωνία που τον έπιασε: πέρα, επάνω στα τείχη του Θεοδόσιου, κοντά στα ανάκτορά του, στον πύργο που υψωνόταν πάνω από την Κερκόπορτα, κυμάτιζε, κόκκινη σαν αίμα, η μπαντιέρα του Μωάμεθ, και δίπλα της η μαύρη του Προφήτη.
0 Κωνσταντίνος τα 'χασε για μια στιγμή, ύστερα όμως, βλέποντας ότι πολλοί στρατιώτες του Ιουστινιάνη αρχίσανε να φεύγουν, ενώ φωνές σπαραχτικές ακούγονταν από μέσα από την Πόλη του, φωνές που ούρλιαζαν τον άγριο τρόμο τους, πέταξε από πάνω του τα βασιλικά εμβλήματα, έτρεξε στην άκρη του πρόχειρου αντερείσματος κι άρχισε να μάχεται κοντά με τους γενναίους που είχαν μείνει, σαν να 'τανε απλός στρατιώτης, γυρεύοντας μέσα στην απόγνωση του ή να νικήσει μόνος του αυτός, με τη χούφτα των πολεμιστών που 'χανε μείνει δίπλα του, ή να πεθάνει εκεί, επάνω στις επάλξεις, το θάνατο του αντρειωμένου.
Οι Τούρκοι, που 'χαν κόψει λίγο την επίθεσή τους, απότομα ξανάρχισαν να ρίχνονται με μεγαλύτερη ορμή στο ίδιο πάντα μέρος όπου πολεμούσε ο Κωνσταντίνος με όσους στρατιώτες και οφικιάλιους του είχαν μείνει, γιατί ο Μωάμεθ, που βρισκόταν απέναντι, κατάλαβε πως κάτι είχε γίνει, πως ξέπνοα πολεμούσαν τώρα οι γενναίοι, πως σαν λιγότεροι μοιάζαν οι υπερασπιστές και πιο αποκαρδιωμένοι.
Πολέμησαν με θάρρος κι αυταπάρνηση για να βρουν το θάνατο, μια και είχε φτερουγίσει η νίκη από πάνω τους, οι Έλληνες και οι Γενοβέζοι, όσοι είχαν μείνει στο πρόχειρο αντέρεισμα. Όμως, οι Τούρκοι πήραν το απάνω χέρι, σκαρφάλωσαν τα ξύλινα και τα χωμάτινα εμπόδια, χιμήξαν μέσα, ενώ άλλοι, που έρχονταν από πιο πέρα -λίγοι από την Κερκόπορτα, περισσότεροι από την κοιλάδα του Λύκου-, βάλανε στη μέση αυτούς που μάχονταν γύρω από τον βασιλέα.
Ο Λάσκαρις πολεμούσε κοντά στον Κωνσταντίνο. Τον έβλεπε, καβάλα, να χτυπάει τους εχθρούς του και να τους σωριάζει ανάμεσα στα πόδια του αλόγου του. Τον έβλεπε και προσπαθούσε να τον ζυγώσει, όμως δεν το μπορούσε, γιατί όλο και καινούργιοι Τούρκοι βγαίνανε μπροστά του. Πολεμούσε με λύσσα ο Λάσκα ρις και δίπλα του άκουγε τον Κυρίτση, που ανεβοκατέβαζε πάνω σε κεφάλια το σιδερένιο απελατίκι του. Πολεμούσε κι όλο ζύγωνε τον Αυτοκράτορα, όταν ξαφνικά άκουσε κι εκείνος τις φωνές που ερχόντουσαν από τη Βασιλεύουσα, που ψυχορραγούσε. Φωνές που τσάκιζαν τα νεύρα, φωνές που μίλαγαν για το χαμό:
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Πένθιμος ερχόταν ο αχός από τις καμπάνες, που χτυπούσαν, μέχρι το αντέρεισμα όπου πολεμούσανε ακόμα οι αντρειωμένοι. Πένθιμες και οι φωνές που σπάραζαν και λέγανε τα τρία λόγια μοναχά, που σήμαιναν το τέλος:
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Ο Λάσκαρις ζύγωνε τον Αυτοκράτορα. Τον ζύγωνε πολεμώντας, ενώ στο νου του σχηματίζονταν εικόνες φευγαλέες- εικόνες φρίκης. Έβλεπε, καθώς σκότωνε τους Τούρκους, γυναίκες
τρομαγμένες να τρέχουνε σαν παλαβές, έχοντας στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους. Να τρέχουνε και να ξεφωνίζουνε το κακό που πλάκωσε τη Βασιλεύουσα:
τρομαγμένες να τρέχουνε σαν παλαβές, έχοντας στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους. Να τρέχουνε και να ξεφωνίζουνε το κακό που πλάκωσε τη Βασιλεύουσα:
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Έβλεπε γέροντες, με κάτασπρα μαλλιά και γένια, γονατιστούς μπροστά στα εικονοστάσια των σπιτιών τους, να δέονται στον Χριστό, στην Παναγιά τη Μάνα Του, στον Πλάστη τους, να κάνει ακόμη και τούτη τη στιγμή το θαύμα Του. Έβλεπε τις προσευχές να κόβονται απότομα μπροστά στα εικονίσματα από το θάνατο, που ερχότανε με μια σπαθιά.
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Οι θρήνοι λες κι είχανε σκεπάσει την κάθε φωνή της μάχης. 0 Λάσκαρις πολεμούσε σαν να βρισκόταν σ' έναν κόσμο βουβό, σ' έναν κόσμο ονείρου, που μόνο τούτες οι λέξεις ακουγόντουσαν:
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Θερμά, καυτά δάκρυα αρχίσανε να τρέχουνε από τα μάτια του, θολώνοντας το βλέμμα του. Στον κάθε Τούρκο, που ξεπρόβαλλε μπροστά του ουρλιάζοντας σαν κολασμένος, έβλεπε τον κατακτητή, έναν άνδρα που θα ορμούσε μέσα στη Βασιλεύουσα, που θα 'σφάζε, θα βίαζε, θα ατίμαζε. Τον έβλεπε να μπαίνει σε μοναστήρια, ν' αρπάζει καλογέρισσες, να τις γυμνώνει, να τις ταπεινώνει. Σε αρχοντικά και σε φτωχόσπιτα να πιάνει κοπέλες για να τις ατιμάσει.
0 Λάσκαρις ζύγωσε τον Αυτοκράτορα, τον είδε χλωμό σαν πεθαμένο να μάχεται απελπισμένα.
- Πήραν την Πόλη και ζω ακόμα; τον άκουσε κάποια στιγμή να ξεφωνίζει, καθώς έφτασαν ξανά στ' αυτιά του οι θρήνοι από μέσα.
Ξαναβουρκώσανε τα μάτια του Λάσκαρι μέσα στη μάχη. Ξα- ναβουρκώσανε και, παρόλο τον Χάρο που θέριζε κοντά του, τα χείλη του σχημάτισαν μια προσευχή.
- Δώσε του θάνατο, Θεέ μου! Το θάνατο του αντρειωμένου. Εδώ, ετούτη τη στιγμή!
Οι θρήνοι δυνάμωσαν από μέσα. Κάποια στιγμή, ο Δημήτριος γύρισε το κεφάλι του και είδε πάνω στο εσωτερικό τείχος τούς Τούρκους, που 'χανε μπει πια μέσα, να ρίχνουνε από ψηλά γυναίκες, παιδιά, καλόγερους και καλογέρισσες.
- Δώσε του το θάνατο, Θεέ μου! ξαναπροσευχήθηκε ο Δημήτριος.
Χλωμός σαν πεθαμένος ο Κωνσταντίνος είδε γύρω του τους
μαχητές να φεύγουνε, Ρωμιούς και Γενοβέζους- να φεύγουν, να χάνονται, αραιώνοντας ακόμα περισσότερο τη χούφτα εκείνων των πιστών που πολεμούσαν πάντα. Τους είδε και η απόγνωση γράφτηκε στο πρόσωπο του.
Για μια στιγμή, φαντάστηκε τον εαυτό του αιχμάλωτο του Μωάμεθ. Αιχμάλωτο και ταπεινωμένο μέσα στην Πόλη, που με τόση αντρειοσύνη υπεράσπισε αβοήθητος από παντού, και η ανδρική καρδιά του σκίρτησε, και από τα στήθη του βγήκε μια φωνή μεγάλη· φωνή που πρόδινε τη μάχη που γινόταν στο μυαλό του:
- Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;
Η φωνή του, φωνή λιονταριού που αγωνίζεται τον τελευταίο αγώνα του, ξεψύχησε στο στόμα του. Ένας γενίτσαρος τον χτύπησε από πίσω. Κλονίστηκε ο Δραγάσης πάνω στο άλογό του. Όμως, γύρισε και με μια σπαθιά τού πήρε το κεφάλι. Αίματα αρχίσανε να τρέχουν από την πλάτη του.
0 Λάσκαρις τον είχε πια ζυγώσει. Μαχότανε κοντά του. Έβλεπε το πρόσωπο του να χάνει το χρώμα του. Είδε για μια στιγμή τα μάτια του- ήταν δακρυσμένα. Όμως, πολεμούσε. Πολεμούσε πάντα.
Οι Τούρκοι, στο μεταξύ, χυνόντουσαν κατά εκατοντάδες πάνω στο χωμάτινο αντέρεισμα. Τώρα πια δεν ήταν οργανωμένη η άμυνα. Οι χριστιανοί είχαν χωριστεί και πολεμούσαν ακύμα: ένας ενάντια σε δέκα, σε είκοσι.
Οι μπομπάρδες δεν ακούγονταν άλλο. Μόνο τα μουσκέτα και οι τούφακες εκπυρσοκροτούσαν πότε πότε. Και το όνομα του Χριστού ανακατευόταν με το όνομα του Αλλάχ, καθώς πέφταν νεκροί ή λαβωμένοι πιστοί και Αγαρηνοί.
Από μέσα από την Πόλη ο θρήνος δυνάμωνε. Οι καμπάνες χτυπούσαν πάντα πένθιμα, βαριά, αλαφιασμένα, πριν ξεψυχήσουν, πριν βγάλουν τον τελευταίο τους αχό, που πνιγόταν μέσα στα ουρλιαχτά του τρόμου, στο σάλαγο της μάχης, στις φωνές που πρόδιναν τη νίκη από τη μια μεριά, το χαμό, το τέλος, από την άλλη.
Γύρω στον Κωνσταντίνο δεν είχαν απομείνει πια παρά πέντε - έξι άνδρες: τουρμάρχες, στρατηγοί, κανένας στρατιώτης, μόνο ένας εκατόνταρχος, ο Κυρίτσης.
Κάποτε, θολό το βλέμμα του Κωνσταντίνου, έπεσε πάνω στον Λάσκαρι κι απομακρύνθηκε αμέσως, γιατί κάποιος Τούρκος χιμούσε πάνω του με ένα κοντάρι.
0 Λάσκαρις είδε τον Τούρκο και, παρόλη την προσευχή που είχε κάνει να βρει το θάνατο του αντρειωμένου ο Αυτοκράτωρ, οή - κωσε το σπαθί του για να τον φυλάξει. Δεν πρόλαβε... Το κοντάρι μπήχτηκε στο στήθος του Κωνσταντίνου κι έπεσε νεκρός από το
άλογό του. , ,
- Τετέλεσται... μούγκρισε ο Δημήτριος και σαν τρελός άρχισε να μάχεται με τόση ορμή, που γρήγορα άνοιξε έναν αιματινο
δρόμο μπροστά του.
Μαχόταν και ξεφώνιζε, κι αφροί βγαίναν απο το στόμα του.
Τώρα πια δεν θυμόταν ούτε Λεωνόρα, ούτε παιδί, ουτε τίποτε. Είχε πεθάνει ο Αυτοκράτωρ, η ελπίδα του, ο άνθρωπος που λάτρευε. Είχε πεθάνει πάνω στις επάλξεις σαν στρατιώτης, με το
σπαθί στο χέρι.
Πολεμούσε ο Λάσκαρις γυρεύοντας κι αυτός το θανατο, και,
καθώς στο νου του πέρασε μια εικόνα, ανατρίχιασε σύγκορμος:
το όνειρο του στον Μυστρά... 0 πατέρας του... Η Πολη που του
έδειχνε, το ανθρωπομάνι που έφευγε μπροστά στους Τουρκους. ..
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Ο θρήνος από μέσα δυνάμωσε, πέταξε πανω απο τη Βασιλεύουσα, έφθασε μέχρι το θρόνο του Θεού, κι Εκείνος αποστρε-
ψε το πρόσωπο Του.
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Οι άγγελοι φτερούγισαν από την Κωνσταντινούπολη και χα-
θηκαν πάνω στα ουράνια.
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Ηχησαν οι καμπάνες, σπάσανε τα σήμαντρά τους, ραγισαν οι καρδιές τους.
- Πήραν την Πόλη, πήραν την! , ,
Πέθανε ο Αυτοκράτωρ, χάθηκε, φτερούγισε μακρια ο δικέφαλος μαύρος αετός.
- Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Ξέσχισαν οι φωνές τούς λάρυγγες των τυραννισμενων, που χα- ναν τις ελπίδες τους, που βλέπανε μπροστά τους θάνατο, σκλαβιά, μαύρα, κατάμαυρα τα χρόνια τους.
- Πήραν την Πόλη, πήραν την !
Δακρύσαν οι εικόνες, φιλήθηκαν για στερνή φορα οι χριστιανοί, μετάλαβαν όσοι προλάβαν.
- Εάλω η Πόλις!
Βούιξαν οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς. Δονηθηκε η πλάση. Τρεμούλιασε στα χέρια του δεσπότη το Άγιο Δισκοποτηρο.
- Εάλω η Πόλις!
Μια κραυγή βγαλμένη από χιλιάδες στόματα, που μπορούσαν ακόμα να ουρλιάζουν την απόγνωση τους. Μια φωνή που αγκάλιασε ολόκληρη τη Βασιλεύουσα, πέρασε τα πατημένα τειχιά κι έφτασε στους κάμπους που βουβάθηκαν, στη θάλασσα που ανατρίχιασε κι έπαψε για μια στιγμή να στέλνει τα κύματά της να γλείφουνε τα πόδια της Πόλης που είχε πέσει.
- Εάλω η Πόλις!
Το τέλος, η καταστροφή, το ξεψύχισμα...
- Εάλω η Πόλις!
Οι μανάδες σφίξανε στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους, τα κρύ- ψανε στον κόρφο να μη δουν το θάνατο που ζύγωνε, τα κυρτά σπαθιά που υψώνονταν πάνω από τα κεφάλια τους.
- Εάλω η Πόλις!
Αρχοντολόι και λαός, ανθρωποθάλασσα ανταριασμένη, έτρεξαν, μπροστά στα κύματα των Τούρκων που μπαίναν στην πατημένη Πόλη, στις εκκλησιές να βρουν τη σωτηρία κοντά στους αγγέλους, που, αλίμονο, είχαν πια φύγει, κοντά στις εικόνες που δάκρυζαν, δίπλα στις καμπάνες που σκίζαν τον αγέρα με τις βαριές, απελπισμένες τους φωνές:
- Εάλω η Πόλις!
http://olasthnfora2.blogspot.gr/
Εκδόσεις Τα Νέα, Βιογραφία:Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
- Εάλω η Πόλις!
http://olasthnfora2.blogspot.gr/
Εκδόσεις Τα Νέα, Βιογραφία:Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Δημοσίευση σχολίου