GuidePedia

0
Σαν σήμερα, την ημέρα εκείνη, 28 Μαΐου του έτους 1453 η Βασιλεύουσα του Κόσμου θρηνούσε την Πολιορκία της, αλλά και υπερασπίζονταν τα παιδιά της. Υπερασπίζονταν την Πατρίδα τους, την Γενναία Πίστη τους.. Υπερασπίζονταν πρώτα πρώτα το δικαίωμα της ελευθερίας. Αλώστε ήταν η άλλοτε Βασίλισσα τον Πόλεων της Γης.. Ποια όμως είχε χάσει την μεγαλοσύνη της, και ο Δικέφαλος της Αυτοκρατορίας, μία μέρα μετά θα τους άφηνε για άλλα μέρη για άλλους κόσμους, μέχρι ωσότου να επιστρέψει.


Ακουγε ο στρατός τους κήρυκες και φώναζε και ούρλιαζε, και οι φωνές του έφταναν τα μεσούρανα:
- Αλλάχ, Ιλλαλάχ Μωχαμέτ Ροσούλ Αλλάχ! Φώναζαν ξανά και ξανά οι Τούρκοι που ήταν έξω από τα τείχη, όλο και εντονότερα όλο και δυνατότερα

Τους άκουσαν ξανά οι χριστιανοί, τους άκουγαν ολόκληρη τη μέρα, και κατάλαβαν και οι πιο αισιόδοξοι πως ζύγωνε το τέλος.
Τους άκουσε κι ο Αυτοκράτωρ, ο Κωνσταντίνος ο Δραγάσης, κι έβγαλε τις τελευταίες διαταγές του: ολόκληρος ο λαός κι ο κλή­ρος θα λιτάνευαν τις άγιες εικόνες και τα άγια λείψανα, με την ελπίδα ότι ο Θεός δεν θα εγκατέλειπε μέχρι το τέλος την Πόλη που αγαπούσε.
Σχηματίστηκε η πομπή, με εκατοντάδες παπάδες και καλό­γερους και καλογέρισσες, και μέσα στους δρόμους της Βασιλεύου­σας, που ψυχορραγούσε, άρχισε η λιτανεία, που την ακολούθα- γαν χιλιάδες τα παιδιά, οι γυναίκες, οι γέροντες και οι γριές. Ξεκίνησε από τη Μεγάλη Εκκλησιά η λιτανεία, με τις πανάγιες εικόνες στο κεφάλι της, και ολόκληρη η πλάση δονήθηκε από φω­νές σπαραχτικές, που έψαλλαν το «Κύριε, ελέησον». Από φω­νές υστερικές των γυναικών, που ξέσχιζαν τα ρούχα τους και μα­δούσαν τα μαλλιά τους, που έσφιγγαν με πάθος τα παιδιά στην αγκαλιά τους, που έκλαιγαν αφήνοντας να τρέξουν αστέρευτα τα δάκρυά τους, που φώναζαν τις αμαρτίες τους που πίστευαν πως ο Θεός τις τιμωρούσε.
Πέρασε από φαρδείς δρόμους και στενούς η λιτανεία, από πλατείες και εκκλησιές, και ρημαγμένα αρχοντικά και ερειπωμέ­να παλάτια, από πλουσιόσπιτα και χαμηλά, μικρά φτωχόσπιτα, από αγορές και παλιά φόρουμ που η ίδρυσή τους χανόταν στους αιώνες, κι έφτασε, πάντα ψέλνοντας, πάντα σε μια βοή από φω­νές που σχίζαν την καρδιά και του πιο σκληρού ανθρώπου, μέχρι τα τείχη. Και σκαρφαλώσαν οι παπάδες με τα χρυσαφένια άμ- φιά τους τα τείχη, και ζύγωσαν τα ρήγματα και τους στρατιώτες, και δώσαν τις ευχές τους. Σταμάτησε η λιτανεία στα μεγάλα ρήγ­ματα κι ακούμπησαν χάμω τις εικόνες, και γονατίσαν όλοι, και, με τα χέρια υψωμένα πάνω από τα κεφάλια τους και με τα πρό­σωπα στραμμένα ψηλά στον ουρανό, παρακάλεσαν, ικέτεψαν, σπαράξαν οι καρδιές τους.
Προσευχήθηκαν, έκλαψαν, προσκύνησαν, πήραν κουράγιο. 0 Θεός δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη Του. Οι άγγελοι, που είχαν φτερουγίσει όταν πλάκωσε βαρύ σκοτάδι στη Βασιλεύουσα, θα γυρίζαν πίσω. 0 αρχάγγελος ο Γαβριήλ, οι άγιοι καβαλάρηδες, θα πολεμούσανε κοντά στους αντρειωμένους. Οι Τούρκοι δεν θα πέρναγαν. Τα κύματά τους θα 'σπαζαν πάνω στα στήθη των πο­λεμιστών, στις ρομφαίες των αγγέλων, στα χέρια που θ' άπλωνε η Παναγιά.
Όταν κάποτε η λιτανεία γύρισε ολόκληρη την Πόλη, από τη μια της άκρη μέχρι την άλλη, όταν οι άγιες εικόνες και τα λείψα­νε περάσανε πάνω από τα τείχη, όταν παπαδολόι και λαός γύρι­σαν στην εκκλησιά, ο Κωνσταντίνος κάλεσε κοντά του όλους τους αρχηγούς της άμυνας. Ρωμιούς και ξένους, και, μέσα σε σιγή που θύμιζε το θάνατο, ακούστηκε η φωνή του. Φωνή ανθρώπου που ξέρει ποιο θα είναι το τέλος και που, αντί να στενάζει, με τα λό­για του φυτεύει το κουράγιο και στους πιο δειλούς, και στους λι­γότερο συνηθισμένους στους κινδύνους:
- Έφτασε η υπέρτατη στιγμή. 0 αντίπαλος μας, σκληρός και ανελέητος, ετοιμάζεται για το τελευταίο χτύπημά του. Νομίζει ότι κέρδισε τη μάχη και τώρα, όπως το λιοντάρι, θέλει να δώσει την τελευταία του νυχιά, που θα ξεσχίσει το ανυπεράσπιστο θύμα του. Γι' αυτό, σας ικετεύω όλους σας να μη δειλιάσετε, να μη γεμίσε­τε με κρύο φόβο την καρδιά σας, αλλά να δείξετε το θάρρος και την παλικαριά που φανερώσατε όλες ετούτες τις ημέρες...
Μίλησε ώρα πολλή ο Κωνσταντίνος, και ο Λάσκαρις τον άκου­γε βουβός, όπως και οι άλλοι, κι ένιωθε ολόκληρο το Είναι του να ανατριχιάζει με τα λόγια του και τα μάτια του να γεμίζουν δά­κρυα, που τρέχανε πάνω στα αδυνατισμένα μάγουλά του.
- Σας θυμίζω, συνέχισε ο Παλαιολόγος, και σας ικετεύω να μην το ξεχάσετε ποτέ, ότι πρέπει να δώσετε τη ζωή σας για τη σωτηρία της ένδοξης Πόλης μας, της πολυαγαπημένης μας πα­τρίδας, της βασίλισσας των πόλεων, κι αυτό για τέσσερις μεγά­λους λόγους: πρώτα για την πίστη μας στην Εκκλησία, μετά για την πατρίδα, ύστερα για τον βασιλέα, τον κάποτε μεγάλο και τώ­ρα ταπεινωμένο και ονειδισμένο, και τέλος για τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, και τους γέροντες γονιούς σας...
0 Λάσκαρις δεν τον άκουγε σχεδόν πια- πνιγότανε, και τα πλατιά του στήθη δεν μπορούσαν να πάρουν αγέρα ν' ανασάνει. Τον έβλεπε κι ένιωθε το δράμα του. Τον θωρούσε και του ερχό­τανε να πέσει στα γόνατά του, να τον προσκυνήσει σαν Θεό.
- ...Πενήντα εφτά ημέρες -ήλθαν στ' αυτιά του τα λόγια του Κωνσταντίνου- αυτός ο ασεβής κι ο εχθρός της Άγιας Πίστης μας μάς κρατάει νύχτα-μέρα κλεισμένους στην Πόλη και μας πολιορκεί με όλες του τις δυνάμεις, με όλες του τις μηχανές. Κι όμως, αντέ­χουμε. Αντέχουμε, γιατί έχουμε σύμμαχο μας τον Χριστό, που τα βλέπει όλα, που πάμπολλες φορές μέχρι τα σήμερα απόδιωξε από τα τείχη τους εχθρούς μας...
0 Δημήτριος γύρισε πάνω το κεφάλι του. Πίστευε ότι θ' άκου­γε το φτεροκόπημα της στρατιάς των αγγέλων, όπως τότε, στον Μυστρά, μέσα στη Μητρόπολη. Αλίμονο, δεν άκουσε τίποτε και η καρδιά του σπάραξε...
- ...Οι Τούρκοι έχουνε τις μπομπάρδες τους, το καβαλαρικό τους, συνέχισε ο Δραγάσης, τον αναρίθμητο στρατό. Εμείς έχου­με, όμως, κοντά μας τον Θεό και τον Σωτήρα μας. Εμπιστευθεί­τε σ' Αυτόν, στη δύναμή Του, στη βοήθειά Του. Ξέρω ότι οι εχθροί μας είναι ατέλειωτοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση, σίγουροι για τη νί­κη τους από τις ετοιμασίες τους. Ξέρω ακόμα ότι πιστεύουν ότι μπορούνε να μας επηρεάσουνε με τις φωνές τους. Όμως, αδέλ­φια μου, δεν μπορούν τίποτε να κάνουν εναντίον μας. Τίποτα, γιατί είμαστε Ρωμιοί, γιατί πολεμάμε για την πίστη μας, για την οικογένειά μας, για τον Θεό μας!
Τα τελευταία λόγια του Κωνσταντίνου έκαναν και τις πιο σκλη­ρές καρδιές να νιώσουν ένα σφίξιμο, και πολλά μάτια, που ώς τό­τε αδάκρυτα τον παρακολουθούσαν, υγράνθηκαν, και πολλά στή­θη φούσκωσαν σ' ένα στεναγμό γεμάτο περηφάνια.
0 Κωνσταντίνος δεν σταμάτησε, μόνο γύρισε στους Βενετούς, που στέκονταν δεξιά του, και είπε:
- Εκλεκτά αδέλφια μου της Βενετιάς, στρατιώτες δυνατοί και δοκιμασμένοι στους πολέμους, άνδρες που χύσατε ποτάμι το αί­μα των Αγαρηνών, σήμερα την Πόλη αυτή, που τόσες συμφορές γνώρισε, θερμά παρακαλώ να μην εγκαταλείψετε. Για την Πόλη αυτή, που τόσες φορές απόδειξε ότι είναι η δεύτερη πατρίδα σας, δείξτε όλο το θάρρος κι όλη την ανδρεία που φανερώσατε σαν πολεμούσατε κι άλλοτε κείνους που μάχονται την πίστη μας και τον Θεό μας.
Ο Παλαιολόγος πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε κατόπιν στους Γενοβέζους:
- Ω, Ληγουρίτες, αγαπημένα μου αδέλφια, άνδρες γενναίοι και μεγαλόκαρδοι και δοξασμένοι, ξέρετε καλά ότι αυτή η Πόλη δεν είναι μονάχα δική μου, αλλά και δική σας για λόγους άφθο­νους. Τη βοηθήσατε την Πόλη μου στα χρόνια που κυλήσαν, και με τη βοήθειά σας σώθηκε από τους Αγαρηνούς. Ο χρόνος όμως πέρασε κι ήλθε πάλι ο κίνδυνος. Καιρός λοιπόν και τώρα, όπως και άλλοτε, να δείξετε ακόμα μια φορά τη γενναιότητα και την παλικαριά σας!
0 Παλαιολόγος σταμάτησε, τους αγκάλιασε όλους με το βλέμ­μα του και, ενώ μέχρι τα παλάτια, μέχρι τη μεγάλη αίθουσα ερ­χόταν η βοή από το τούρκικο στρατόπεδο, με μάτια υγρά από τη συγκίνηση πρόφερε τα τελευταία τούτα λόγια:
- Δεν μου μένει -αλίμονο- καιρός να πω περισσότερα. Το τα­πεινωμένο σκήπτρο μου το παραδίνω στα χέρια σας, σαν να 'τα- νε δικό σας. Ακούσατε τα λόγια μου, τις συμβουλές μου. Είμαι βέ­βαιος πως θα το φυλάξετε και θα το υπερασπιστείτε. Ακούσατε τα λόγια μου, τις συμβουλές μου. Πρέπει, όμως, ακόμα να μάθε­τε και τούτο: αν με την καρδιά σας ακολουθήσετε αυτά που είπα, ελπίζω στον Θεό ότι θα λυτρωθούμε. Αν όμως ετούτες οι ελπίδες μου χαθούνε, στεφάνι αδαμάντινο μας περιμένει όλους μας στον ουρανό και η μνήμη μας θα μείνει χαραγμένη στο νου όλου του κό­σμου, που έρχεται και φεύγει από τη γη όπου πατούμε.
Τώρα όλοι ήταν δακρυσμένοι. Όλοι, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Ρωμιοί, Βενετσιάνοι, Γενοβέζοι, όλοι τους με μια φω­νή, που έκανε να τρίξουν τα παραθύρια του Αλεξιακού των Βλαχερνών, φώναξαν:
- Θα πεθάνουμε όλοι μας για την πίστη στον Χριστό, για την πατρίδα μας!
Τα στήθη του Κωνσταντίνου φούσκωσαν από χαρά και με φω­νή ολόγιομη απάντησε στην προσλαλιά τους:
- Αδέλφια μου, στρατιώτες! Ετοιμαστείτε για το πρωί και, με τη βοήθεια του Θεού και της μεγάλης Χάρης Του, με τη βοήθεια της Πάνσεπτης Τριάδας, που πάντα τόσο κοντά μας στάθηκε, θα διώξουμε τους Αγαρηνούς από τα τείχη και θα τους υποχρεώ­σουμε να λύσουν την άτιμη πολιορκία τους!
Τον άκουσαν Ρωμιοί, Βενετσιάνοι και Γενοβέζοι κι ένιωσαν ένα καινούργιο θάρρος να μπαίνει στις ψυχές τους, και κίνησαν όλοι μαζί, με τον Αυτοκράτορα στην κεφαλή τους, για τη Μεγάλη Εκ­κλησιά, που έμενε αλειτούργητη από κείνη την ημέρα, τις 12 του Δεκέμβρη, που ακούστηκε από παπάδες καθολικούς και ορθόδο­ξους η Λειτουργία που έφερε την Ένωση στις Εκκλησιές, το μίσος στις ψυχές εκείνων που δεν πίστευαν ότι η Δύση θα βοηθούσε.
Μπήκε στη Μεγάλη Εκκλησιά, που μύριζε θυμίαμα και λιβα- νωτό, ο Κωνσταντίνος, προχώρησε και στάθηκε μπροστά στο ιερό βήμα, και ενώ οι παπάδες έψελναν κι ενώ τα ασημοκάντηλα και τα κεριά σκόρπιζαν ζεστό ένα φως τριγύρω τους, τα χείλη του σχημάτισαν μια προσευχή στον Πλάστη του.
Ύστερα, όταν τέλειωσε πια η Λειτουργία, όταν ο πρώτος τής εκκλησιάς βγήκε από το ιερό κρατώντας το ολόχρυσο δισκοπό­τηρο, ο Κωνσταντίνος πλησίασε και μετάλαβε των Αχράντων Μυ­στηρίων, ζητώντας από μέσα του συγγνώμη στον Θεό του που Τον πρόσβαλε και δέχτηκε να γίνει εκείνο που θα 'φερνε, όπως πί­στευε, τη λύτρωση της Ρωμιοσύνης από τους Αγαρηνούς.
Μετάλαβε κι ο Λάσκαρις, όπως και οι άλλοι στρατηγοί και οι τουρμάρχες και οι μεγάλοι της Αυτοκρατορίας, και τα χείλη του δεν σχημάτισαν προσευχή, καθώς έπαιρνε το Αίμα και το Σώμα του Χριστού, γιατί δεν ήξερε τι έπρεπε να Του ζητήσει: το θάνα­το και την απολύτρωση, όπως μάντευε ότι ζήτησε ο Κωνσταντί­νος, ή τη ζωή μακριά από την πατρίδα, κοντά σε μια γυναίκα που λάτρευε κι ένα παιδί που είχε την ανάγκη του;
Άκουγε τα ιερά λόγια της Λειτουργίας, όσο κρατούσε, ο Δη­μήτριος, που έβλεπε ότι περπάταγε τον ίδιο δρόμο του Χριστού, αγόγγυστα, χωρίς λιγοψυχιές, χωρίς παράπονα, φορτωμένος ένα σταυρό όπως Εκείνος, ένα σκήπτρο ασήκωτα βαρύ, μια πορφύ­ρα όλο αίμα, ένα στέμμα πιο οδυνηρό από αγκάθια.
Πρόσεχε τον Παλαιολόγο και, βλέποντας τα χείλη του που αρ- γοσάλευαν, αναρωτιόταν τι να 'ταν εκείνο που ζητούσε από τον Θεό. Σκέφτηκε κάμποσα λεπτά κι ένα ανατρίχιασμα μπήκε στην ψυχη του.
Το θάνατο γύρευε, το θάνατο που φέρνει τη λησμοσύνη· τη γαλήνη που δεν γνώρισε σ' ολόκληρη τη ζήση του... Αναλογίστη­κε ο Λάσκαρις τους αγώνες του Δραγάση, την πίστη του στα πε­πρωμένα της φυλής, τα όνειρά του, τη δυστυχία, που ήταν πιστός του σύντροφος μέχρι ετούτη τη στιγμή, το πένθος του. Έφερε στο νου του τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις του, και τα στήθη του φουσκώσανε σ' ένα λυγμό, γιατί το ένιωθε, το ζούσε ότι τώρα, μέ­σα στη Μεγάλη Εκκλησιά, που έλαμπε ολόκληρη, γραφόταν ένα κεφάλαιο της ιστορίας των Ρωμιών. Το τελευταίο ίσως, το λα­μπρότερο, το πιο δραματικό.
Κοίταξε τα ψηφιδωτά, τους αγγέλους, τους αγίους, σκέφτη­κε άλλες στιγμές λαμπρές της Ιστορίας: δοξολογίες και νίκες, γιορτές, χαρές, βαφτίσια ευσεβών Αυτοκρατόρων, γάμους, στε- φανώματα...

Για μια στιγμή, είδε το βλέμμα του Δραγάση ν' ανεβαίνει ψη­λά στον Παντοκράτορα κι ένιωσε την καρδιά του να σταματάει τους χτύπους της:
- Θεέ μου! μουρμούρισε άθελά του κείνη τη στιγμή. Τον Κων­σταντίνο, τον βασιλέα, τον άνθρωπο, σπλαχνίσου τον και δώσ' του μια χαρά μέσα στις τόσες λύπες του. Και αν το θέλημα Σου δεν είναι να νικήσει... αν πρέπει οι Τούρκοι να βεβηλώσουν τα σπί­τια Σου, σπλαχνίσου τον ξανά και δώσ' του εκείνο που τόσο θερ­μά, πιστεύω, Σου ζητάει: το θάνατο του αντρειωμένου.
Δάκρυα καυτά κυλήσανε από τα μάτια του Λάσκαρι, καθώς τον είδε να παίρνει το Θείο Αίμα του Χριστού, και το βλέμμα του θόλωσε και στ' αυτιά του έφτασε κάτι που του έμοιασε με φτε­ροκόπημα αγγέλων, και απότομα το πρόσωπο του φωτίστηκε από χαρά, γιατί πίστεψε ότι ο Θεός δεν είχε εγκαταλείψει τον βασιλέα και ότι ο πόθος του θα εκπληρωνόταν και, αν η νίκη δεν έστεφε τα όπλα του, στο κεφάλι του θα πέρναγε το διαμαντένιο το στεφάνι, που είχε εκείνος υποσχεθεί πριν από λίγο στους πολεμιστές του.
Κίνησε να βγει από τη Μεγάλη Εκκλησιά ο Κωνσταντίνος και οι γυναίκες και τα παιδιά, και οι γέροντες και οι γριές απλώσα- νε τα χέρια τους απάνω του, σαν να γυρεύαν από αυτόν το λυ­τρωμό. Έσφιξε τα χείλη του ο Κωνσταντίνος, κοντοστάθηκε, τους κοίταξε, στα μάτια του γράφτηκαν για μια στιγμή η απόγνωση και η απελπισία, όμως πίεσε τον εαυτό του, γαλήνεψε και με όρ­θιο το κεφάλι βγήκε από το σπίτι του Θεού, αφήνοντας πίσω του το ανθρώπινο κοπάδι με τα αστέρευτα τα μάτια και τα σπαραγ­μένα στήθη, που έκλαιγε κι ολόλυζε και προσευχόταν.
Ακολούθησε τον Παλαιολόγο ο Λάσκαρις κι έφτασε μαζί του στα παλάτια, και μπήκαν πάλι στο Αλεξιακό και, όταν μαζεύτη­καν ξανά όλες οι κεφαλές της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος τους κάλεσε όλους έναν έναν κοντά του, τους αγκάλιασε, τους φί­λησε, τους είπε ένα λόγο, λόγο συγγνώμης, λόγο αγάπης, ώσπου κάποτε ήλθε και η σειρά του Δημήτριου και, με βήματα αργά και με κορμί που ανατρίχιαζε ολόκληρο από τη συγκίνηση, τον ζύ­γωσε και στάθηκε κοντά του, και τον κοίταξε με τόση λατρεία που τα μάτια του Δραγάση βούρκωσαν ξανά, και, χωρίς καθόλου να του μιλήσει, άνοιξε τα χέρια του και τον έσφιξε θερμά, και τον κράτησε βουβός μια-δυο στιγμές στην αγκαλιά του.
- Παιδί μου Δημήτριε, έκανε, ξέρω την απόγνωση σου, γιατί ήξερα τα όνειρά σου. Δεν θέλησε ο Θεός... Πιστεύω ότι έκανα το καθήκον μου. Ότι θα το κάνω μέχρι το τέλος. Ότι δεν θα σε απο­γοητεύσω, όπως πιστεύω ότι δεν απογοήτευσα κανέναν μέχρι τώρα.
Του είπε κι άλλα ο Κωνσταντίνος, όμως ο Δημήτριος δεν τον άκουσε. Αποσπάστηκε απότομα από την αγκαλιά του, γονάτι­σε, του φίλησε τα δυο του χέρια και, νιώθοντας ότι άλλο δεν θα μπορούσε να κρατήσει και ότι οι λυγμοί του θ' ακούγονταν μέ­σα στο μεγάλο δώμα, έτρεξε και βγήκε από το Αλεξιακό, ενώ ο Δραγάσης τον παρακολουθούσε με αγάπη, μέχρι που χάθηκε πί­σω από το βήλο.
Προχώρησε η ώρα. Τα παλάτια, που είχαν τώρα ερημωθεί από τους πολεμιστές, που γύριζαν στις θέσεις τους, αντηχούσανε ακό­μα από τους θρήνους που είχανε ξεσπάσει, θρήνους βγαλμένους από στήθη αντρίκεια, που ζούσαν τις υπέρτατες στιγμές της Αυ­τοκρατορίας.
0 Κωνσταντίνος έμεινε μια-δυο στιγμές όρθιος κοντά στο θρό­νο του, κοίταξε ένα γύρω το δωμάτιο, σαν να 'θελε να το απο­χαιρετήσει, όπως τότε, πριν από τέσσερα και παραπάνω χρόνια, στο χρυσοτρίκλινο, στα παλάτια των Παλαιολόγοι στον Μυστρά, κι ύστερα, νεύοντας στον Φραντζή να τον ακολουθήσει, βγήκε με βήμα βιαστικό, κατέβηκε κάτω στην αυλή, καβάλησε το άλογό του και μαζί με τον πιστότερο ανάμεσα στους πιο πιστούς σύμ­βουλο του τράβηξε για να επιθεωρήσει τα τείχη, να δει αν όλα ήταν έτοιμα να δεχτούνε τον Τούρκο, που θα ριχνόταν αύριο, απ' ό,τι είχε μάθει από τον Χαλήλ, στην Πόλη του, που περίμενε το τελευταίο χτύπημά του.
0 Κωνσταντίνος ήταν παράξενα γαλήνιος εκείνη τη βραδιά. Ο Φραντζής τον κοίταζε που μίλαγε με τους στρατιώτες, καθώς περνούσανε από μπροστά τους, και απορούσε.
Απορούσε γιατί δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να το φανταστεί, ότι ο Δραγάσης είχε πια κάνει την ειρήνη με τον Θεό του και τους ανθρώπους Του, και βάδιζε, όπως ο Γιος του Πλάστη του εκείνη τη βραδιά στο Όρος των Ελαιών, στο βέβαιο θάνατο του, αφού πια είχε πάρει την απόφαση ότι, αν δεν νικούσε αύριο, η νύχτα δεν θα τον έβρισκε ανάμεσα στους ζωντανούς.
Προχώρησε, γύρισε όλα τα τείχη, είδε τις κλειστές καστρό- πορτες και κάποτε σταμάτησε στην πόρτα Καλιγάρεια κι ανέβη­κε πάνω σ' έναν πύργο της να δει το τούρκικο στρατόπεδο. Η ώρα είχε προχωρήσει και, καθώς ανέβαινε τις πέτρινες σκάλες, ακούστηκε βραχνό ένα κοκόρι.

Ανέβηκαν ο Κωνσταντίνος κι ο Φραντζής πάνω στον πύργο κι ο βιγλάτορας έπεσε στα γόνατά του και προσκύνησε τον βασιλέα. Το τούρκικο στρατόπεδο ήταν σκοτεινό. Τα φώτα της χαράς, που είχανε ανάψει και καίγαν τις δυο προηγούμενες βραδιές, είχαν σβήσει. Όμως, πίσω από τα ξύλινα τείχη του, που φαίνονταν σκο­τεινή γραμμή πάνω στο μαύρο χώμα, ακουγόταν θόρυβος απαί­σιος, θόρυβος της ετοιμασίας, που διακοπτόταν πότε πότε από τη φωνή κάποιου στρατιώτη που καλούσε μεγαλόφωνα τον Αλλάχ να τους βοηθήσει στην επίθεση που θα κάνανε αύριο, σε λίγο ίσως.
0 Κωνσταντίνος έστρεψε το βλέμμα του προς τον Κεράτιο Κόλπο. Κι εκεί το ίδιο λίγο φως, οι ίδιοι κρότοι. Θόρυβος κανο­νιών που μετατοπιζόταν, τρεξίματα στρατιωτών που αλλάζαν θέ­σεις. Πατήματα, φωνές που μοιάζαν διαταγές.
- Αύριο, μουρμούρισε ξαφνικά. Αύριο, Θεοδώρα...
-     Τι είπες, το Μεγαλείον σου; ρώτησε ο Φραντζής, που δεν κα­τάλαβε καλά τα λόγια του.
-Τίποτε, Γεώργιε... απάντησε ο Δραγάσης. Σκεφτόμουνα...
Κοίταξε πάλι το τούρκικο στρατόπεδο, σκέφτηκε τις γυναί­κες, τα παιδιά, τους γέροντες, τις γριές, τους καλόγερους, τις κα- λογέρισσες. Σκέφτηκε και είδε με τα μάτια της ψυχής του τόσο φριχτές εικόνες, που άθελά του έφερε το χέρι του στο πρόσωπο του, σαν να 'θελε πια να μη βλέπει.
0 Φραντζής τον κοιτούσε και, μαντεύοντας τις σκέψεις του, ανατρίχιασε.
-     Γιατί, Θεέ μου; μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος. Γιατί αυτή η συμφορά; Τόσα είναι τα κρίματά μας;
Η γαλήνη έφυγε από το Είναι του. Έβλεπε, έβλεπε ολοζώντα­να μπροστά του σφαγές, βιασμούς, βεβήλωση των εκκλησιών, παι­διά σκοτωμένα, παρθένες ατιμασμένες, λεηλασία, καταστροφή...
- Γιατί, Θεέ μου; ξαναμουρμούρισε σφίγγοντας τις γροθιές του. Γιατί απόστρεψες το πρόσωπο Σου από την Πόλη μου;
Αναλογίστηκε τη μέρα που είχε κυλήσει. Στ' αυτιά του φτά­νανε ακόμα οι θρήνοι στη Μεγάλη Εκκλησιά, το αχολόγημα των σημάντρων στα τείχη, που καλούσανε τον κόσμο να βοηθήσει στις ετοιμασίες για την άμυνα, το χτύπημα που κάνανε οι καμπάνες, χτύπημα που καλούσε τους πιστούς να έλθουν να προσευχηθού­νε, μην ο Θεός αλλάξει γνώμη.
Είδε, κλείνοντας λίγο τα μάτια του, στρατιές από γυναίκες, από παιδιά, από γέροντες και γερόντισσες, που όδευαν ολόκληρη τη μέρα, μέχρι που νύχτωσε, πάνω στα τείχη, να κουβαλάνε πέ­τρες, σαγίτες, βλήματα για τις αρμπαλέτες, τόπια για τις μπο- μπάρδες και τους τούφακες και τους τηλεβολίσκους. Είδε παι­διά που σέρνονταν από την κούραση και γέροντες λαχανιασμένους, που δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό το πηγαινέλα. Είδε κι άλλες σκη­νές, που τον κάνανε ν' ανατριχιάσει.
Έφερε στο νου του τα αγκαλιάσματα των γυναικών με τους άν­δρες τους, τις αδελφές που φίλαγαν τ' αδέλφια τους, τις γερόντισ­σες μανάδες που αγκάλιαζαν τα παιδιά τους, τους πολεμιστές του.
-     Μόνος μου... μουρμούρισε με τόσο πένθιμη φωνή, που ο Φρα­ντζής ανατρίχιασε. Μόνος μου έζησα και μόνος μου...
Δεν είχε δικό του άνθρωπο, κοντινό του, ο Παλαιολόγος -γυ­ναίκα, παιδιά, αδελφή, μάνα-, που να τον φιλήσει, που να τον αγκαλιάσει, που ν' αφήσει τα δάκρυά του να τρέξουνε στα μά- γουλά του, καθώς θα σμίγανε τα πρόσωπά τους.
- Μόνος... μουρμούρισε ξανά με απελπισία.
«Δεν είσαι μόνος, Κωνσταντίνε», του έμοιασε σαν ν' άκουσε κάποια φωνή, ίσως του Φραντζή, ίσως μέσα στη φαντασία του. «Όλες οι γυναίκες της Πόλης είναι μανάδες σου, όλες αδελφές σου. Όλα τα παιδιά σ' έχουνε πατέρα τους. Όλος ο λαός προ­στάτη του. Δεν είσαι μόνος σου!»
Χαμογέλασε πικρά. Ίσως ο Φραντζής ή η φωνή της φαντασίας του να είχε δίκιο. Δεν ήταν μόνος του. Μες στην ψυχη του ήταν όλοι δικοί του. Όμως, αρκούσε αυτό;
Ανατρίχιασε σύγκορμος, γύρισε, κοίταξε την Πόλη του. Κά­ποια καμπάνα χτύπησε αργά, μελαγχολικά, σαν να 'βγαίνε ξόδι από μέσα. Από τα παραθύρια των εκκλησιών έβγαινε φως χρυ­σό, αδύναμο. Κανείς δεν κοιμόταν. Όλοι προσεύχονταν. Τα σπί­τια του Θεού ήταν γεμάτα από πιστούς, οι προσευχές τους έπρε­πε να 'χουνε φτάσει μέχρι το θρόνο Του, όσο αδύναμες κι αν ήταν οι φωνές τους.
Αναστέναξε κι έκανε νόημα στον Φραντζή να τον ακολουθή­σει. Ήθελε να κατέβει κάτω, να πάει στο πόστο του, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του Λύκου. Εκεί όπου πίστευε ότι θα γινόταν η μεγάλη επίθεση των Τούρκων. Μια από­τομη ριπή ανέμου τον σταμάτησε κι ένας θόρυβος παράξενος τον έκανε να γυρίσει το βλέμμα του προς την άκρη του πύργου.
Κοίταξε προς το μέρος του θορύβου, θορύβου που έμοιαζε με φτερούγισμα, και κάτω από το αχνό φως, που ερχόταν από δάδες που έκαιγαν κάτω από τον πύργο, είδε τη σημαία της Αυ­τοκρατορίας, με το δικέφαλο αετό, να ανεμίζει δυνατά, σαν το πουλί που φτερουγίζει, να κόβει πρώτα το ένα της σκοινί κι ύστε­ρα το άλλο, και να χάνεται, σαν να πετούσε μέσα στη νύχτα, προς το τούρκικο στρατόπεδο.
Παρακολούθησε τη σημαία μέχρι που χάθηκε κι άκουσε τον Φραντζή να λέει στον βιγλάτορα:
-     Θα 'ταν σάπιο το σκοινί. Ζήτησε να σου δώσουνε ένα άλλο.
- Σάπιο το σκοινί, μουρμούρισε ανατριχιάζοντας ο Κωνστα­ντίνος, ή προμήνυμα κι απάντηση στη σκέψη μου;
Κατέβηκαν από το πυργί, καβάλησαν τα άλογά τους, έφτα­σαν στην πόρτα του Αγίου Ρωμανού και χώρισαν για να κλέψουν λίγο ύπνο.
Δεν κοιμήθηκε ο Κωνσταντίνος εκείνη τη νύχτα, 28 του Μάη. Σαν έμεινε μόνος του στο δώμα, που του χρησίμευε για υπνοδωμά­τιο, ζύγωσε το εικονοστάσι, γονάτισε κι άρχισε να προσεύχεται.
Τώρα, που δεν τον έβλεπε κανείς, άφησε την απελπισία να ξε­σπάσει. Είχε πολεμήσει ολόκληρη τη μέρα για να συγκρατηθεί, να μη δείξει στους άλλους, που τον τριγύριζαν, τη βαθιά απο­γοήτευση του, τους φόβους του, τη μαύρη απόγνωση του.
Προσευχήθηκε και είδε τη ζωή του, και θυμήθηκε -παράξενο, αλήθεια...- πράγματα που ποτέ δεν του είχανε κάνει καμιά εντύ­πωση. Είδε ξαφνικά τον εαυτό του νέο, να κυνηγάει έναν κάπρο. Ένα γιορτάσι μέσα στο δάσος, μια τσιγγάνα που κοίταζε το χέ­ρι του1 μια όμορφη τσιγγάνα, που δάκρυσε απότομα, κι έσκυψε και του φίλησε τα δάχτυλα του.
- Τι να είδε, άραγε; αναρωτήθηκε.
Ύστερα την ξέχασε, γιατί στο νου του ήλθε η Θεοδώρα, η «καλ­λίστη», η πρώτη του γυναίκα:
-     Θεοδώρα, μουρμούρισε, τον τάφο σου δεν αξιώθηκα να τον ξαναντικρίσω και, αλίμονο, ένας Θεός μονάχα ξέρει πού θ' απο- θέσουνετο λείψανο μου. Κι εγώ που έλπιζα πως κάποτε θα 'ρχό- μουνα κοντά σου...
Γέμισαν δάκρυα τα μάτια του και το στήθος του αναταρά­χτηκε σ' ένα λυγμό:
-     Ένα παιδί... ψιθύρισε σε λίγο. Αν είχα ένα παιδί, ποιος ξέρει... Ίσως εκείνο να μπορούσε, αν αύριο νικηθώ, σαν θα γινόταν άνδρας μια ημέρα να ξανάπαιρνε την Πόλη μου από τους Τούρκους...

Προσευχήθηκε ώρα πολλή, διακόπτοντας κάθε τόσο την προ­σευχή του καθώς μια καινούργια σκέψη έμπαινε στο νου του. Ζή­τησε συγγνώμη από τον Πλάστη του για τ' αμαρτήματά του. Συγ­χώρεσε. Συγχώρεσε τους καλόγερους, τους άνδρες εκείνους που, ενώ δεν μπορούσαν να πάρουν το σπαθί στο χέρι τους, είχαν κλει­στεί στα μοναστήρια. Τους πλούσιους, που δεν άνοιξαν τα θη- σαυροφυλάκιά τους να δώσουν το χρυσάφι, που θα 'φερνε στρα­τό στη Βασιλεύουσα. Τον κλήρο, που σκορπούσε την έχθρητα στα στήθη του λαού. Τα μοναστήρια, που αδιάφορα κοιτούσανε τη συμφορά. Τον Γεννάδιο, που κλεισμένος στο κελί του του 'κανε πόλεμο χειρότερο από τον Τούρκο. Τ' αδέλφια του, που τον εί­χανε αφήσει αβοήθητο...
Προσευχήθηκε ώρα πολλή, διακόπτοντας κάθε τόσο την προ­σευχή του, γιατί τώρα επίμονα στο νου του ερχόταν η Θεοδώρα. Η πρώτη του γυναίκα. Η «καλλίστη», εκείνη που αγάπησε με όλη τη δύναμη των νιάτων του, εκείνη που πίστευε ότι του παραστε­κόταν από την ουράνια κατοικία της σε κάθε δύσκολη στιγμή.
-     Θεοδώρα... μουρμούρισε. Τα όνειρά μου, οι ελπίδες μου... Θεέ μου, πόσο άδικος μου στάθηκες...
Μετάνιωσε αμέσως για τη φράση του και σταυροκοπήθηκε, μουρμουρίζοντας μια άλλη προσευχή.
-     Μόνος... έκανε μετά, γυρίζοντας το βλέμμα του ένα γύρω. Μόνος, έρημος... Κι ο κόσμος, ο λαός μου, ελπίζει πάντοτε σε μέ­να. Σε μένα, σαν να μπορούσα...
Αναστέναξε και προσευχήθηκε, μέχρι που στ' αυτιά του έφθα­σε ένα θόρυβος διαβολικός από τύμπανα, από αυλούς, από κύμ­βαλα κι από λαγούτα, από σάλπιγγες και βούκινα, από φωνές που γέμιζαν το δώμα κι αντηχούσαν γεμάτες απειλές.
-     Οι Τούρκοι! φώναξε και πετάχτηκε όρθιος, ζώστηκε το σπα­θί του κι άνοιξε την πόρτα, την ίδια στιγμή που έτρεχε ένας στρα­τιώτης να τον ειδοποιήσει.

Εκδόσεις Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Μέρος Β εφημερίδα Τα Νέα

http://olasthnfora2.blogspot.gr/


Δημοσίευση σχολίου

 
Top